Γιάννης Δαλιανίδης



"Την έχω ζήσει τη ζωή μου. Φυσικά δεν μου έλειψε ο έρωτας, το βασικό στοιχείο στη ζωή. Παρά τον περιορισμένο προσωπικό μου χρόνο, πάντα κατόρθωνα να βλέπω παρέες και φίλους, να παρακολουθώ θεατρικές παραστάσεις και τις δουλειές των συναδέλφων. Δεν μου έχει μείνει κανένα απωθημένο. Είναι γλυκό μεθύσι να κάνεις τη δουλειά που σε ευχαριστεί. Η δουλειά μου ήταν το ψώνιο μου. Αγωνιούσα για τη στιγμή που θα έμπαινα για μοντάζ."

Ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν  εμβληματική φυσιογνωμία του Ελληνικού Κνηματογράφου και της Φίνος Φιλμ. Ταλαντούχος, ευρηματικός, διαισθητικός, τολμηρός και πρωτοπόρος, τόσο ως σκηνοθέτης όσο και ως σεναριογράφος. Η συμβολή του στο εγχώριο σινεμά, στα δοξασμένα χρόνια του ΄60, ήταν άλλες φορές καταλυτική και άλλες καθοριστική.  Ήταν ο μετρ των μιούζικαλ και της μουσικής κωμωδίας, αφού κατάφερε με πενιχρά μέσα να γυρίσει θεαματικές ταινίες σε αυτά τα είδη, που δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τις αντίστοιχες ξένες. Τόλμησε να γράψει σενάρια και να τα αποδώσει σε θρυλικά πλέον έργα, με τα οποία έφερε τον νεορεαλισμό και άγγιζε θέματα ταμπού της ελληνικής κοινωνίας και των ανθρώπινων σχέσεων. Ανέδειξε μια πλειάδα ηθοποιών, οι οποίοι συνέθεσαν αργότερα το star system της εποχής τους.

Ο Γιάννης Δαλιανίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 31 Δεκεμβρίου του 1923 από γονείς Ρωσοπόντιους πρόσφυγες. Υιοθετήθηκε σε πολύ μικρή ηλικία από την οικογένεια του Ναούμ και της Ολυμπίας Δαλιανίδη. Στη διάρκεια της κατοχής φυγαδεύτηκε στο Βελιγράδι σε ένα θείο του για να αποφύγει την πείνα και τις στερήσεις. Λίγο αργότερα βρέθηκε μόνος του στη Βιέννη, όπου και συνελήφθηκε  και οδηγήθηκε για ένα μικρό διάστημα σε στρατόπεδο εργασίας ανηλίκων. Επέστρεψε στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα του 1942 και σπούδασε στη δραματική σχολή του Ωδείου στη Θεσσαλονίκη. Συνέχισε τις σπουδές του στο χορό και στο θέατρο  στην σχολή Μούσλιγκερ της Βιέννης - εξάλλου εμφανιζόταν σε χορευτικές παραστάσεις από 10 ετών


—Ήρωας ή όχι, περάσατε ένα σύντομο διάστημα την τρομακτική εμπειρία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, εκτίοντας ποινή για πολιτικούς λόγους. Πώς αντέξατε εκείνη την εμπειρία; 
Ήταν πράγματι μια συνταρακτική εμπειρία. Ξέρεις τι είναι να νιώθεις τόσο απελπισμένος που να θέλεις να πεθάνεις; Να βλέπεις τον θάνατο ως εξιλέωση; Αλλά, από την άλλη, αν ξέραμε πόσα μπορεί να αντέξει και τι φόβους να ξεπεράσει ο άνθρωπος στη ζωή του, θα αντιμετωπίζαμε με μεγαλύτερη ψυχραιμία τα δραματικά γεγονότα με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι ισχυρότατο! 

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δούλεψε ως χορευτής σε θέατρα και βαριετέ, ενώ παράλληλα έκανε χορογραφίες σε ταινίες μικρών παραγωγών. 

Το καλλιτεχνικό του ντεμπούτο το πραγματοποίησε το 1946 στη Θεσσαλονίκη ως χορευτής με παρτενέρ τη χορεύτρια Καράλη, χρησιμοποιώντας το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Γιάννης Νταλ».

 Το 1949 πρωτοεμφανίστηκε  ως ηθοποιός στην ταινία «Δύο κόσμοι» του Νόβακ – Φιλίππου. Από το 1953 ως το 1957 εργάστηκε στην Αθήνα ως χορογράφος, χορευτής και ηθοποιός στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Το 1958 ο Ντίμης Δαδήρας, σκηνοθέτης της ταινίας «Χαρούμενοι Αλήτες», τον εμπιστεύτηκε να σκηνοθετήσει όλο το μουσικό μέρος της ταινίας. Την ίδια χρονιά γράφει το πρώτο του σενάριο για την ταινία «Το Τρελοκόριτσο» με πρωταγωνίστρια την νεαρή Τζένη Καρέζη. Ένα χρόνο αργότερα, σκηνοθετεί την ταινία «Μουσίτσα» με την Αλίκη να γράφει σαν πρώτο όνομα και να κάνει εισπρακτική επιτυχία. Μέσα στην ίδια χρονιά σκηνοθετεί άλλες τρεις ταινίες και αρχίζει να καθιερώνεται, ενώ ήδη δείχνει τη... μουσική του διάθεση, βάζοντας μουσικά στοιχεία στις ταινίες του.


"Στιγμές μοναξιάς δεν θα 'λεγα ότι έχω ζήσει. Μια φορά που ένιωσα «μόνος», ένα παράξενο συναίσθημα  που μ' έκανε να τρομάξω, ήταν όταν έχασα τη μητέρα μου. Ήμουν υιοθετημένος, αλλά αυτή η γυναίκα με λάτρεψε. Όταν πέθανε, έκανα τη διαπίστωση ότι κανένας άλλος άνθρωπος δεν μ' αγάπησε στη ζωή τόσο! Ξαφνικά, είχα χάσει την προστασία της αγάπης αυτής της γυναίκας. Ήμουν τότε και στις μεγάλες μου στιγμές επαγγελματικά και υπήρχε κόσμος τριγύρω μου που έδινε μεν αγάπη, αλλά αυτό -έτσι το εκλάμβανα τότε- ξεκινούσε από τη γενικότερη επιτυχία που είχα. Κι έτσι είναι. Ειδικότερα στο δικό μας επάγγελμα, που όταν έχεις κάποια δύναμη, είναι όλοι γύρω σου. Όταν σταματήσεις να έχεις αυτήν τη δύναμη, τότε απομακρύνονται όλοι."

Το 1961 αρχίζει η πιο αποδοτική συνεργασία του Ελληνικού Κινηματογράφου: Δαλιανίδης με Φίνο. Πρώτη ταινία η κωμωδία «Ο Σκληρός Άντρας». Παράλληλα, ο Δαλιανίδης γράφει και σκηνοθετεί τον «Κατήφορο», ταινία νεορεαλιστικού χαρακτήρα με την οποία πραγματεύεται ευαίσθητα θέματα της νεολαίας και δείχνει τολμηρό γυμνό για τα δεδομένα της εποχής. Η ταινία κάνει θραύση, σπάει τα ταμεία, ενώ η καλλονή νεαρή πρωταγωνίστρια, Ζωή Λάσκαρη, εντυπωσιάζει στο ντεμπούτο της με τη θαυμάσια ερμηνεία της, αναστατώνει με την θηλυκότητά της και δικαιώνει τον Δαλιανίδη για την επιλογή του να την «ρίξει στα βαθιά». Η ταινία έκοψε πάνω από 161.000 εισιτήρια στους κινηματογράφους Α’ προβολής Αθήνας και Πειραιά και ήρθε πρώτη το 1961, που ήταν η χρονιά προβολής της. Με αυτή την επιτυχία ο Δαλιανίδης σφράγισε τη συνεργασία του με τον Φίνο και εκτόξευσε εκτός από τη δική του καριέρα και τη δημοτικότητα των πρωταγωνιστών του.


«Στην πραγματικότητα, όταν επρόκειτο να βγάλω ρούχο ηθοποιού, πάθαινα τρομερό τρακ, βρισκόμουν σε φοβερή αμηχανία. Δεν ήξερα πού να στήσω την κάμερα. Με αποτέλεσμα να μη μου βγαίνουν καθόλου χυδαίες. Γιατί ακριβώς δεν κοιτούσα να ερεθίσω τον θεατή με το γυμνό»

Ένα χρόνο μετά την επιτυχία του «Κατήφορου», ο Γιάννης Δαλιανίδης επανέρχεται στο κοινωνικό δράμα με τον «Νόμο 4000». Αυτή τη φορά θίγει την εύθραυστη σχέση των ατίθασων νέων με τους αυστηρούς καθηγητές και γονείς τους και αναφέρεται στο Νόμο 4000 του 1958 περί τεντιμποϊσμού. Παράλληλα με το κεντρικό θέμα, γίνεται αναφορά και στην πορνεία και την προκατάληψη που βίωναν οι ιερόδουλες της εποχής, αλλά και στο πώς αντιμετωπίζονταν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη τη δεκαετία του ’60. Ο Δαλιανίδης μέσα σε 93 λεπτά, που διαρκεί η ταινία, σοκάρει, προκαλεί, προβληματίζει και παραδειγματίζει νέους, αλλά και μεγαλύτερους για θέματα που δεν τολμούσαν καν να συζητήσουν ελεύθερα μεταξύ τους. Από την ταινία ξεχωρίζει η σκηνή της διαπόμπευσης ενός νέου (Θανάσης Παπαδόπουλος) που τιμωρήθηκε βάσει του Νόμου 4000 επειδή γιαούρτωσε τον καθηγητή του. Ο νεαρός κουρεύτηκε δημόσια και διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην πραγματικότητα. Ο σκηνοθέτης έμεινε πιστός στο καστ των ηθοποιών του, καθώς τους πρωταγωνιστικούς ρόλους είχαν η Ζωή Λάσκαρη, ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης και ο Κώστας Βουτσάς, ενώ στο ρόλο το αυστηρού πατέρα και καθηγητή, ήταν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. Η ταινία βγήκε στις αίθουσες τον Οκτώβριο του 1962 και γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία.

Το 1963, ο Δαλιανίδης κάνει το βήμα που σκεφτόταν από καιρό με την ταινία «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο». Με την ενθάρρυνση του Φίνου, γυρίζει το πρώτο από μια σειρά λαμπερών μιούζικαλ, τα οποία άνθισαν για μία ολόκληρη δεκαετία. Έχοντας πια την ασφάλεια και τη στήριξη που του παρείχε ο Φίνος σε υλικοτεχνικό επίπεδο, προσάρμοσε με μαεστρία το αμερικάνικό είδος στα ελληνικά ήθη και δημιούργησε ένα αξεπέραστο μέχρι σήμερα μοντέλο μουσικού ψυχαγωγικού κινηματογράφου: έντονα χρώματα, εντυπωσιακές χορογραφίες, αθάνατα τραγούδια, κοσμοπολίτικα μέρη, θάλασσα, νεανική αθωότητα και ζωηράδα, απολαυστικές ατάκες. Εννέα «καθαρόαιμα» μιούζικαλ και έξι μουσικές κωμωδίες είναι οι ταινίες που, όσες φορές και να προβληθούν στη μικρή οθόνη, δεν χάνουν καθόλου από τη  λάμψη και τη δροσιά τους. Τρεις από τις ταινίες του στην Φίνος Φιλμ ήρθαν πρώτες σε εισπράξεις εισιτηρίων, ενώ η ταινία «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες» έφτασε μέχρι τις Κάννες.



Τρία χρόνια μετά το τελευταίο του δράμα ο Δαλιανίδης επιστρέφει δυναμικά με τη «Στεφανία», που κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 1966. Μένει πιστός στην πρωταγωνίστριά του, Ζωή Λάσκαρη και παρουσιάζει τη ζωή των κοριτσιών που κλείνονταν για σωφρονισμό στο αναμορφωτήριο. Η ταινία, που βασίστηκε στο μυθιστόρημα της Νέλης Θεοδώρου «η Στεφανία στο αναμορφωτήριο» είχε πολύ μεγάλη επιτυχία, καθώς έβαζε το θεατή στο μικρόκοσμο του σωφρονιστικού ιδρύματος και παρουσίαζε τη ζωή των κοριτσιών που όλοι φαντάζονταν, αλλά κανείς δεν γνώριζε πραγματικά. Οι κριτικοί έγραψαν ότι «ο Δαλιανίδης έδωσε με ρεαλισμό και δραματική ένταση τον χώρο του ιδρύματος, με κορύφωση την εξέγερση των παραστρατημένων κοριτσιών», ενώ η Ζωή Λάσκαρη έλαβε πολύ καλές κριτικές για την ερμηνεία της. Ο Γιάννης Δαλιανίδης κατάφερε να φτιάξει μια ρεαλιστική ταινία, παρόλο που, όπως είπε σε συνέντευξή του, δεν του επετράπη η είσοδος στο αναμορφωτήριο θηλέων της Αττικής. Τα γυρίσματα έγιναν σε στούντιο, αλλά η εμπειρία του Δαλιανίδη ακόμα και έξω από τα κάγκελα του ιδρύματος, τον σόκαρε.

Αξέχαστες κωμωδίες, πρωτοποριακά δράματα, ονειρεμένα μιούζικαλ είναι  ο λαμπρός απολογισμός του Γιάννη Δαλιανίδη στη Φίνος Φιλμ και γενικότερα στον Ελληνικό Κινηματογράφο. Ανέδειξε πολλούς ηθοποιούς, αφού το μάτι του και η διαίσθησή του δεν λάθευαν ποτέ. Γύρισε 59 ταινίες με την FF και 81 συνολικά. Δέσποσε και στην τηλεόραση με πολλές επιτυχημένες και δημοφιλείς σειρές. Σκηνοθέτησε την τελευταία ταινία της Φίνος Φιλμ «Ο Κυρ Γιώργης Εκπαιδεύεται», εμπνευσμένη από τη δική του τηλεοπτική σειρά «Λούνα Παρκ», η οποία καθήλωνε το τηλεοπτικό κοινό, με πρωταγωνιστή τόσο στη σειρά όσο και στην ταινία τον αξέχαστο Διονύση Παπαγιαννόπουλο.

Το έργο του Γιάννη Δαλιανίδη είναι πραγματικά σπάνιο. Ο καλός και σοβαρός εμπορικός κινηματογράφος, που έχει συντροφέψει και ψυχαγωγήσει γενιές Ελλήνων, έχει τη σφραγίδα αυτού του μεγάλου δημιουργού. 


—Κάνατε μια τελείως γυμνή ταινία, το χαμένο σας «αριστούργημα» -κατά τον Κούνδουρο-, που ήταν και η τελευταία παραγωγή της Φίνος Φίλμ. Δυστυχώς, το νεγκατίφ εξαφανίστηκε, χωρίς τελικά να τη δούμε ποτέ. Ναι, είναι το μεγάλο μου παράπονο. Εξαφανίστηκε, εξαερώθηκε, χάθηκε εντελώς αναίτια και αδικαιολόγητα. Σαν να μην είχε γυριστεί ποτέ. Τι έγινε, δεν το έμαθα ποτέ. Την τοποθετούσα σε μια απροσδιόριστη εποχή και οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν γυμνοί. Ένα γυμνό που όσοι πρόλαβαν να το δουν το έβρισκαν αισθητικότατο. Όπως ο Κούνδουρος, που βρήκε την ταινία μια αναπάντεχη έκπληξη. Ήταν γυρισμένη σ' ένα νταμάρι. Ένα πάρα πολύ σκληρό περιβάλλον με φόντο πέτρα. Κι αυτό ακριβώς ήθελα να δείξω. Πόσο γυμνός και ευάλωτος είναι ο άνθρωπος μέσα στη φύση. 

Με το τέλος της χρυσής εποχής του εγχώριου σινεμά, κουβαλώντας εκατομμύρια εισιτήρια, στράφηκε στη μικρή οθόνη έτοιμος για να γράψει και εκεί τη δική του ιστορία.




Η αρχή έγινε με το, θρυλικό πλέον, «Λούνα Πάρκ». Η σειρά ξεκίνησε το βράδυ της 11ης Ιουλίου  του 1974, με αρχικό τίτλο «Λούνα Παρκ-Το μεγάλο παιχνίδι». Η μουσική των τίτλων ήταν ένα ορχηστρικό κομμάτι του σπουδαίου Μίμη Πλέσσα, που αρχικά είχε ακουστεί στο μιούζικαλ της Φίνος Φιλμ «Οι Θαλασσιές Οι Χάντρες»(1967). Η σειρά ήταν ταυτόχρονα σίριαλ, μουσικό σόου και τηλεπαιχνίδι με την υποδοχή του κοινού να είναι μέτρια στα πρώτα επεισόδια.Ο Γιάννης Δαλιανίδης το αντιλαμβάνεται και αλλάζει γρήγορα τη δομή της σειράς δίνοντας περισσότερη βαρύτητα στη πρόζα.

Η επιτυχία του πρώτου σίριαλ του Δαλιανίδη ήταν τόσο μεγάλη που το 1976 μεγάλη δισκογραφική εταιρεία κυκλοφόρησε το σάουντρακ της σειράς με 13 τραγούδια και σκετς των ηθοποιών της σειράς. Δυστυχώς, από αυτή τη σειρά έχει σωθεί μόνο το τελευταίο επεισόδιο.Κάποιοι «έξυπνοι» κατέστρεψανμια εποχή που δε θα ξανάρθει ποτέ.

Μετά το τέλος της σειράς οι υπεύθυνοι της ΕΡΤ, ζητούν από το Γιάννη Δαλιανίδη να ξανακάνει σίριαλ . Ο κορυφαίος σκηνοθέτης  ξεκινά τα γυρίσματα της σειράς «Τ’ ανάποδα» με πρωταγωνιστή τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο.

Μετά τις εκλογές του 1981 η νέα διοίκηση της κρατικής τηλεόρασης καθηλώνει τη σειρά στα αρχεία της Αγίας Παρασκευής. Φήμες λένε ,ότι ,οι νέοι υπεύθυνοι της ΕΡΤ, με επικεφαλής τον Βασίλη Βασιλικό,κράτησε στο συρτάρι τη σειρά καθώς θεωρούσε ότι οι σειρές του Δαλιανίδη υποβίβαζαν  το πνευματικό επίπεδο των Ελλήνων...

Το 1983 και ενώ η κρατική τηλεόραση έχει μείνει χωρίς σειρές μυθοπλασίας, ζητείται η συνδρομή του Δαλιανίδη. Αυτοί που δύο χρόνια πριν τον «άδειασαν» τώρα του ζητούσαν να σώσει τη κατάσταση. Έτσι γεννήθηκαν τα «Καθημερινά» με πρωταγωνιστές τη Ξένια Καλογεροπούλου και το Γιώργο Κωνσταντίνου. Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που ενώ αρχικά είχαν εγκριθεί 13 επεισόδια τελικά γυρίστηκαν και προβλήθηκαν 62. Για την ιστορία να πούμε ότι από τη σειρά αυτή σώζονται τα 12 πρώτα επεισόδια τα οποία είχαν κυκλοφορήσει τότε σε τρεις βιντεοκασέτες, ενώ η μουσική των τίτλων του Γιώργου Θεοδοσιάδη είχε γραφτεί αρχικά για τη ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Βασικά καλησπέρα σας»(1982).

Το 1985 ο αξέχαστος σκηνοθέτης και σεναριογράφος υπογράφει άλλη μια μεγάλη επιτυχία στη μικρή οθόνη , τα «Τα λιονταράκια του κυρ Ηλία». Τα ποσοστά τηλεθέασης αγγίζουν το 60% και καθιερώνουν τους πρωταγωνιστές Πάνο Μιχαλόπουλο,Βάσια Παναγοπούλου,Παύλο Ευαγγελόπουλο, Σταμάτη Γαρδέλη, Γιολάντα Μπαλαούρα και ο πιτσιρικάς Λαέρτης Μαλκότσης. Η τελευταία δουλειά του Δαλιανίδη στην κρατική τηλεόραση ήταν η «Οδός Ανθέων»(το δημοφιλέστερο τηλεοπτικό πρόγραμμα της σεζόν 1987-1988,που προβλήθηκε το 1991-92 στην Αυστραλία από το Network 0-28/SBS με Αγγλικούς υπότιτλους με τον τίτλο «Flowerstreet».




Με την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης ο Δαλιανίδης ξεκινά από το Mega το «Ρετιρέ»(1990-92) και ακολουθούν οι «Μικρομεσαίοι»(1992-93). Δύο σειρές που έχουν χαρακτήρα ηθογραφικό και κοινωνικής σάτιρας. Σεναριακά και τα δύο σίριαλ αποτελούν προσπάθεια περιγραφής της ελληνικής κοινωνίας όπως προέκυψε μετά την μεταπολίτευση του 1974.

Από το 1993 και για 4 χρόνια περίπου ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης θα βρεθεί στον Αντένα γυρίζοντας αρχικά τη κωμωδία «Στραβά και ανάποδα»(1993), ενώ μαζί με τον ηθοποιό Γιώργο Γεωργίου γράφουν το σενάριο της κωμικής νεανικής σειράς «Αραχτοί και λάιτ». Το επόμενο τηλεοπτικό του βήμα θα είναι η μεταφορά του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή «Το τρίτο στεφάνι». Ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που καθήλωσε το τηλεοπτικό κοινό χάρη στη σκηνοθετική επιμέλεια του Δαλιανίδη. Αξίζει να αναφερθεί ότι η σειρά ήταν αρχικά να γυριστεί στα τέλη της δεκαετίας του 80 από τη κρατική τηλεόραση με την υπογραφή του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Και η επόμενη σειρά του, είναι «παρμένη» από σελίδες μυθιστορήματος. Πρόκειται για την τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος  της Αλκυόνης Παπαδάκη «Το Χρώμα του Φεγγαριού», η οποία ολοκληρώθηκε σε 18 επεισόδια ενώ το τραγούδι των τίτλων ερμήνευε μοναδικά η Αλέξια.

Στις 13 Μαρτίου 1998 κάνει πρεμιέρα η δραματική σειρά του Δαλιανίδη «Απιστίες» με την Ελένη Ερήμου και το 2000 στο τηλεοπτικό κανάλι Star θα προβληθεί το κύκνειο άσμα του εμβληματικού σκηνοθέτη.Είναι οι «Μικρές αμαρτίες» με τις Άννα Παναγιωτοπούλου, Κατιάνα Μπαλανίκα και Ζωή Ρηγοπούλου.


—Θα επιζήσει ο κινηματογράφος; Πάντα ο κόσμος θα θέλει να δει την ιστορία ενός που αγάπησε μία...! 

Ο Γιάννης Δαλιανίδης έφυγε στις 16 Οκτωβρίου 2010.


Πηγή: finosfilm.com, ellinikoskinimatografos.gr, mixanitouxronou.gr, newsbeast.gr, lifo.gr, karagiannis-karatzopoulos.com

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άντον Τσέχωφ: Ο Γλάρος - Αποσπάσματα

Το Βόρειο Σέλας στην Ελλάδα

Διονύσιος Σολωμός - Η γυναίκα της Ζάκυνθος, Κεφάλαια 3 & 4

Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης - Η παλαιότερη εν ενεργεία μονή στη Ελλάδα και την Ευρώπη

Ναπολέων Λαπαθιώτης - Αποφθέγματα

24 Αυγούστου 79 μ.Χ. - Η τελευταία ημέρα της Πομπηίας

Νάνος Βαλαωρίτης - H τιμωρία των Μάγων