Άντον Τσέχωφ: Ο Γλάρος - Αποσπάσματα


Πράξη Πρώτη

Μεντβεντένκο:


Γιατί φορείτε πάντοτε μαύρα;


Μάσσα:


Πενθώ για τη ζωή μου. Είμαι δυστυχισμένη.


Μεντβεντένκο:


Γιατί; Δεν καταλαβαίνω... Από υγεία είστε καλά... Κι ο πατέρας σας, αν και δεν είναι πολύ πλούσιος, έχει εν τούτοις αρκετά. Η ζωή μου είναι πολύ πιο δύσκολη από τη δική σας. Παίρνω μόνο είκοσι τρία ρούβλια το μήνα, αλλά κι απ’ αυτά μου κρατούν κάτι για τη σύνταξη, κι όμως, εγώ δεν φορώ μαύρα…


Μάσσα:


Δεν είναι αιτία τα λεφτά. Ένας φτωχός, μπορεί να ‘ναι κι ευτυχισμένος.


Μεντβεντένκο:


Θεωρητικώς ναι, αλλά στην πράξη... ιδού τι συμβαίνει: Είμαστε σπίτι, οι δυο αδελφές μου, η μητέρα μου, ο μικρός αδελφός μου κι εγώ. Κι ο μισθός μου είναι μόνο είκοσι τρία ρούβλια. Πρέπει να φάμε και να πιούμε, δεν είν’ έτσι; Πρέπει να ‘χει κανείς σπίτι του τσάι και ζάχαρη! Έχει ανάγκη ν’ αγοράσει καπνό... Ω, είναι πολύ δύσκολα!...




Μεντβεντένκο:


Η δική σας και η δική μου ψυχή δεν πρόκειται να σμίξουν πότε... Σας αγαπώ.
Το σπίτι μου δε με κρατάει. Περπατώ καθημερινά έξι βέρστια ίσαμε δω κι άλλα έξι
για να επιστρέψω και δεν συναντώ παρά την αδιαφορία σας. Βέβαια... το
καταλαβαίνω. Είμαι φτωχός... Έχω μεγάλη οικογένεια... Ποια το αποφασίζει να
παντρευτεί έναν άνθρωπο που δεν έχει μήτε τον εαυτό του να συντηρήσει;...


Μάσσα:


Ω, κουταμάρες. Το αίσθημά σας με συγκινεί, αλλά δεν μπορώ ν’ ανταποκριθώ -
αυτό είν’ όλο... (Του προσφέρει ταμπάκο.) Ορίστε.


Μεντβεντένκο:


Δεν έχω διάθεση.


Μάσσα:


Τι βαριά ατμόσφαιρα. Φαίνεται πως απόψε θα ‘χουμε μπόρα... Εσείς δεν κάνετε
άλλο παρά να φιλοσοφείτε και να μιλάτε για χρήματα. Θαρρείτε πως δεν υπάρχει
μεγαλύτερη δυστυχία από τη φτώχεια. Κατά τη γνώμη μου, είναι χίλιες φορές
καλύτερο να ‘ναι κανείς κουρελιάρης, ζητιάνος, παρά να... Αλλά τι μπορείτε να
καταλάβετε σεις απ’ αυτά... 


Σορίν: Ποτέ δεν κατάφερα να ζήσω στο χωριό πως θα ‘θελα. Άλλοτε έπαιρνα είκοσι οχτώ μέρες άδεια κι ερχόμουν εδώ να ξεκουραστώ λιγάκι... και τα λοιπά... Αλλά τόσο με στενοχωρούσαν μ’ ένα σωρό ανοησίες που απ’ την πρώτη κιόλας μέρα ποθούσα να φύγω!... (Γελά.) Και κάθε φορά που έφευγα από δω, πέταγα απ’ τη χαρά μου. Τώρα όμως, είμαι απόμαχος, δεν έχω τίποτ’ άλλο να κάνω... και... τέλος πάντων, μ’ αρέσει-δε μ’ αρέσει, εδώ πρέπει να ζήσω...


Τρέπλιεβ:

Λοιπόν, εδώ είναι το θεατράκι μας. Η αυλαία. Να η μια κουίντα, να κι η άλλη.
Στο βάθος, ανοιχτός χώρος. Σκηνικό κανένα. Μονάχα η θέα της λίμνης και του
ορίζοντα. Θα ‘νοίξουμε την αυλαία ακριβώς στις οχτώμισι, την ώρα που βγαίνει
το φεγγάρι.

Σορίν:

Θαυμάσια!

Τρέπλιεβ:

Βέβαια, αν αργήσει Νίνα, όλη η εντύπωση θα χαλάσει. Τώρα έπρεπε να ‘ναι εδώ.
Ο πατέρας κι η μητριά της τη φυλάνε μ’ άγρυπνο μάτι. Είναι τόσο δύσκολο γι’
αυτήν να ξεφύγει από το σπίτι της, σαν να δραπετεύει από φυλακή.
(Διορθώνει τη γραβάτα του θείου του.) Τα μαλλιά σου, θείε, και τα γένια σου,
είναι ακατάστατα. Θέλεις κούρεμα!...

Σορίν:

(Χτενίζει τα γένια του) Αυτή ‘ναι, παιδί μου, η τραγωδία της ζωής μου. Και νέος
όταν ήμουνα, αυτό ήταν το παρουσιαστικό μου. Έμοιαζα σαν μπεκρούλιακας ή
κάτι τέτοιο... Οι γυναίκες ποτέ δε μ’ αγαπούσαν. Γιατί σήμερα η μητέρα σου είναι
τόσο κακόκεφη;

Τρέπλιεβ:

Γιατί; Γιατί πλήττει! Ζηλεύει. Τα ‘χει μαζί μου και με την παράσταση και με το
έργο μου, γιατί θα παίξει η Νίνα κι όχι αυτή. Δεν ξέρει το έργο μου κι όμως το
μισεί.

Σορίν:

(Γελά.) Τα παραλές!... Ίσως να…

Τρέπλιεβ:

Αγανακτεί με τη σκέψη πως έστω και σ’ αυτή τη μικρή σκηνούλα θα θριαμβεύσει
η Νίνα και όχι αυτή!... (Κοιτάζει το ρολόι του.) Η μητέρα μου είναι ένα
ψυχολογικό φαινόμενο. Αναμφισβήτητο ταλέντο βέβαια, έξυπνη, ικανή να θρηνεί
πάνω σ’ ένα βιβλίο, να σου απαγγέλει όλον τον Νεκράσωφ απ’ όξω, και σαν
νοσοκόμα, για να φροντίζει τους αρρώστους, είναι άγγελος... Τόλμησε όμως
μπροστά της να παινέσεις την Ντούζε!... Ω-ω!... Γι’ αυτήν μονάχα πρέπει να
πλέκεις εγκώμια, γι’ αυτή μονάχα πρέπει να γράφεις, γι’ αυτήν μόναχα
ενθουσιάζεσαι, να εκθειάζεις το παίξιμο της στην Κυρία με τας Καμελίας και στο
Μεθύσι της ζωής. Αλλά δεν έχει κανένα απ’ αυτά τα ναρκωτικά εδώ στο χωριό
και γι’ αυτό είναι στεναχωρημένη, αγανακτισμένη. Είμαστε όλοι εχθροί της,
είμαστε όλοι οι φταίχτες! Έπειτα είναι και προληπτική, φοβάται τα τρία κεριά,
το νούμερο δεκατρία. Έχει εβδομήντα χιλιάδες ρούβλια σε μια τράπεζα στην
Οδησσό - το ξέρω αυτό πολύ καλά - αλλά κάνε πως της ζητάς να σου δανείσει
μερικά χρήματα - αρχίζει τα κλάματα.


Ο Άντον Τσέχωφ διαβάζει τον "Γλάρο" στο Θεατρο Τέχνης της Μοσχας.


Σορίν:
Εσύ φαντάζεσαι πως το έργο σου δε θα της αρέσει κι άρχισες κιόλα να στεναχωριέσαι και να ταράζεσαι. Μην ανησυχείς, παιδί μου, η μητέρα σου σε λατρεύει.
Τρέπλιεβ:
(Τραβώντας τα πέταλα μιας μαργαρίτας:) Μ’ αγαπά - δε μ’ αγαπα, μ’ αγαπά - δε μ’ αγαπα, μ’ αγαπά - δε μ’ αγαπα (Γελά.) Το βλέπεις; Η μητέρα μου δε μ’ αγαπά. Και βέβαια δε μ’ αγαπά! Αυτή θέλει να ζήσει, ν’ αγαπήσει, να φορέσει φανταχτερές τουαλέτες. Κι εγώ είμαι τώρα είκοσι πέντε χρονών. Η παρουσία μου την κάνει να θυμάται πως δεν είναι πια νέα. Όταν δεν είμαι παρών, είναι μόνο τριάντα δύο χρονών, όμως όταν βρίσκομαι κοντά της γίνεται σαράντα τριών και γι’ αυτό με μισεί. Ύστερα, ξέρει πως εγώ δεν πιστεύω στο θέατρο. Εκείνη αγαπά τη σκηνή, φαντάζεται πως δουλεύει για την ανθρωπότητα, για τον ιερό σκοπό της τέχνης, ενώ, κατά τη γνώμη μου, το σημερινό θέατρο δεν είναι τίποτ’ άλλο από στείρα παράδοση και ρουτίνα! Όταν ανοίγει η αυλαία και μέσα σε μια κάμαρα με τρεις τοίχους, με τεχνητό φωτισμό, αυτές οι τεράστιες μεγαλοφυίες, οι αφοσιωμένοι, οι μύστες της ιερής τέχνης, μας παρουσιάζουν πως οι άνθρωποι τρώνε, πίνουνε, πώς ερωτεύονται, πως κινούνται και τι σακάκια φοράνε, όταν μέσα απ’ αυτές τις χυδαίες φράσεις και τις εικόνες, προσπαθούν να μας δώσουν, να μας ζωγραφίσουν, ένα ηθικό συμπέρασμα - ένα τιποτένιο ηθικό συμπέρασμα, ευκολονόητο και βολικό για οικιακή χρήση, όταν με χίλιες μικροεναλλαγές και ποικιλίες που προσφέρουνε το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά - ε, τότε φεύγω τρεχάτος, καθώς ο Μωσαπάν το σκασε τρέχοντας από τον Πύργο του Άιφελ γιατί του πλάκωνε την ψυχή με τη χυδαιότητα του!
Σορίν:
Ναι, αλλά χωρίς θέατρο δεν γίνεται...
Τρέπλιεβ:
Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης! Χρειαζόμαστε νέους τρόπους, κι αν δεν μπορούμε να τους δημιουργήσουμε, είναι καλύτερα να μην κάνουμε τίποτα! (Κοιτάζει το ρολόι του.) Αγαπώ τη μητέρα μου - την αγαπώ πάρα πολύ - αλλά αυτή κάνει μία ζωή άσκοπη. Παρασύρεται και σπαταλά τον καιρό της μ’ αυτόν τον διανοούμενο κύριο, και τ’ όνομα της κάθε τόσο διασύρεται στις εφημερίδες. Ολ’ αυτά με κουράζουν. Κάποτε ο απλοϊκός εγωισμός του κοινού ανθρώπου ξυπνά μέσα μου, και λυπούμαι που η μητέρα μου είναι μια διάσημη ηθοποιός. Στοχάζομαι πως αν η μητέρα μου ήταν μία συνηθισμένη γυναίκα, θα ήμουνα πιο ευτυχισμένος. Θείε, τι μπορεί να ‘ναι πιότερο άθλιο κι απελπιστικό από τη θέση μου; Πάντα συνήθιζε να προσκαλεί στο σπίτι προσωπικότητες - καλλιτέχνες, συγγραφείς - και ανάμεσά τους εγώ ήμουν ο μόνος ασήμαντος. Μόλις καταδέχονταν να με προσέξουν γιατί ήμουν ο γιος της. Ποιος είμαι; Τι είμαι; Ένας που άφησε το πανεπιστήμιο στον τρίτο χρόνο, “ένεκα περιστάσεων δια τας οποίας ημείς δεν φέρομεν ευθύνην”, καθώς λένε. Δεν έχω κανένα ταλέντο, δεν έχω ούτε καπίκι στην τσέπη και σύμφωνα με το διαβατήριό μου είμαι ένας μικροαστός από το Κίεβο. Ο πατέρας μου, καθώς ξέρεις, ήταν μικροαστός από το Κίεβο, μόλο που ήταν και πολύ γνωστός ηθοποιός. Όταν λοιπόν στο σαλόνι της μητέρας μου, όλοι αυτοί οι συγγραφείς και καλλιτέχνες με κοίταζαν έτσι, τάχα μ’ επιρείκια κι ευσπλαχνία, μου φαινόταν πως με το βλέμμα τους μετρούσαν την ασημότητά του. Εμάντευα τις σκέψεις τους και υπέφερα από την ταπείνωση...


Τρέπλιεβ:

Ακούω βήματα!... (Αγκαλιάζει το θείο του.) Χωρίς αυτήν δεν μπορώ να ζήσω!...
Αγαπώ ακόμα και τον ήχο απ’ τα βήματά της! Είμαι πολύ, μα πολύ ευτυχισμένος!...
(Τρέχει να συναντήσει τη Νίνα που έρχεται.) Νεράιδα μου! Όνειρο μου!

Νίνα:

(Ταραγμένη) Δεν άργησα, ε; Βέβαια, δεν άργησα...

Τρέπλιεβ:

(Φιλώντας τα χέρια της) Όχι, όχι, όχι!...

Νίνα:

Όλη τη μέρα ανησυχούσα. Φοβόμουνα τόσο πολύ... Φοβόμουνα μήπως ο πατέρας
μου δεν μ’ αφήσει... Αλλά πριν λίγη ώρα βγήκε όξω με τη μητριά μου. Κόκκινος ο
ουρανός, άρχίζε να βγαίνει το φεγγάρι κι εγώ έτρεχα με τ’ άλογο... (Γέλα.) Είμαι
τόσο χαρούμενη!... (Σφίγγει θερμά το χέρι του Σόριν)

Σόριν:

(Γελά.) Τα ματάκια σου μου φαίνονται κλαμένα... Α-α!... Αυτό δεν είναι καλό!...

Νίνα:

Ω, δεν είναι τίποτα... Βλέπετε πόσο λαχάνιασα... Πρέπει σε μισή ώρα να φύγω!
Πρέπει να βιαστούμε! Δεν μπορώ να μείνω, δεν μπορώ!... Για τ’ όνομα του Θεού,
μη με κρατάτε. Ο πατέρας μου δεν το ξέρει πως βρίσκομαι δω!...

Τρέπλιεβ:

Αλήθεια, ειν’ ώρα ν’ αρχίσουμε! Πρέπει να πάμε να καλέσουμε και τους άλλους.

Σορίν:

Πηγαίνω εγώ και τελείωσε. Αμέσως... (Προχωρεί δεξιά τραγουδώντας.)
“Γυρνούνε γρεναδιέροι δυο, αιχμάλωτοι απ’ τη Ρωσία…” (Γυρίζει και τους κοιτάζει)
Έτσι άρχισα να τραγουδώ μια φορά κι ένας φίλος του εισαγγελέα που μ’ άκουσε,
γύρισε και μου ‘πε: “Έχετε δυνατή φωνή, εξοχότατε!...” Μετά σκέφτηκε λίγο και
ξανάπε: “Αλλά αποκρουστική!...” (Φεύγει γελώντας.)

Νίνα:

Ο πατέρας μου κι η γυναίκα του δε μ’ αφήνουν να ‘ρχομαι. Λένε πως εδώ ζούνε
τόσο μποέμικα... Φοβούνται μη βγω στο θέατρο. Μα εγώ νιώθω πως η λίμνη με
τραβάει εδώ σαν το γλάρο. Η καρδιά μου είναι γεμάτη από σένα!...
(Κοιτάζει τριγύρω)

Τρέπλιεβ:

Είμαστε μόνοι…

Νίνα:

Θαρρώ πως κάποιος είν’ εδώ.

Τρέπλιεβ:

Κανείς δεν είναι. (Φιλιούνται)

Νίνα:

Τι δέντρο ειν’ αυτό;

Τρέπλιεβ:

Φτελιά.

Νίνα:

Γιατί ειν’ έτσι σκοτεινό;

Τρέπλιεβ:

Είναι βράδυ κι όλα σκοτεινιάζουν. Μη φύγεις νωρίς σε παρακαλώ!

Νίνα:

Αδύνατο!...

Τρέπλιεβ:

Κι αν έρθω κι εγώ μαζί σου, Νίνα;... Θα στέκομαι όλη νύχτα στον κήπο και θα
κοιτάζω το παράθυρό σου.

Νίνα:

Όχι, όχι!... Θα σε δει ο νυχτοφύλακας. Κι ο Τρεζώρ δε σε γνωρίζει ακόμη και θα
γαβγίζει.

Τρέπλιεβ:

Σ’ αγαπώ.




Νίνα:



Τι δύσκολο να παίξει κανείς στο έργο σου. Δεν υπάρχουν μέσα σε αυτό ζωντανοί χαρακτήρες.


Τρέπλιβ:

Ζωντανοί χαρακτήρες! Πρέπει να ζωγραφίσουμε τη ζωή όχι όπως είναι, μήτε όπως θα ‘πρεπε να ‘ναι, αλλά όπως την ονειρευόμαστε.






Δεύτερη πράξη



Αρκάντινα:

Τίποτα δεν κάνεις για την υγεία σου, αδελφέ μου. Αυτό δεν είναι καλό.

Σόριν:

Θα θελα να κάνω κάτι, μετά χαράς, αλλά να, ο γιατρός από δω δεν θέλε…

Ντορν:

Θεραπεία στα εξήντα σου χρόνια!

Σορίν:

Μα και στα εξήντα του κανείς θέλει να ζήσει!






Παλίνα:



Κάθε μέρα οι ίδιες παρεξηγήσεις. Αν ξέρατε πόσο μ’ αναστατώνουν ολ’ αυτά! Με κάνουν κι αρρωσταίνω! Να, κοιτάξτε πως τρέμω!... Δεν μπορώ να υποφέρω τη χωριατιά του! Ευγκένιε, αγαπημένε μου, φως των ματιών μου, ακριβέ μου, πάρτε με κοντά σας! Τα χρόνια μας περνούν, δεν είμαστε πια νέοι. Ας μην κρυβόμαστε πια, τώρα στα τελευταία χρόνια της ζωής μας, ας μη λέμε ψέματα!

Ντορν:

Είμαι πενήντα πέντε χρόνων. Πολύ αργά για ν’ αλλάξω ζωή.

Παλίνα:

Το ξέρω. Δεν με θέλετε γιατί υπάρχουν κι άλλες γυναίκες που ενδιαφέρεστε. Μα δεν μπορείτε να τις πάρετε όλες!... Με συγχωρείτε. Σας κουράζω…

Ντορν:

Όχι - δεν πειράζει…

Παλίνα:

Η ζήλια με βασανίζει. Βέβαια, είστε γιατρός, δεν μπορείτε ν’ αποφύγετε τις γυναίκες... Καταλαβαίνω…






Νίνα:



Τι παράξενο να βλέπεις μία διάσημη ηθοποιό να κλαίει, για μία τόσο δα ασήμαντη αφορμή!... Και δεν είναι παράξενο, ένας ξακουσμένος συγγραφέας, που τον λατρεύει ο λαός, που γι’ αυτόν γράφουνε όλες οι εφημερίδες, που η φωτογραφία του πουλιέται, που τα έργα του μεταφράζονται στις ξένες γλώσσες - να ξοδεύει τη μέρα του στο ψάρεμα και να είναι κατά χαρούμενος που έπιασε έναν κοκοβιό!... Εγώ θαρρούσα πως οι διάσημοι είναι περήφανοι, απλησίαστοι, ότι περιφρονούν τον όχλο και πως με τη φήμη τους, με τη δόξα τους, με τ’ όνομα τους, σαν να τον τιμωρούνε, γιατί αυτό το χυδαίο κοπάδι βάζει τ’ αξιώματα και τον πλούτο πάνω απ’ όλα. Αλλά να, κι αυτοί κλαίνε και ψαρεύουν, παίζουν χαρτιά, γελούνε, θυμώνουν, όπως όλοι... 





Νίνα:



Άλλαξες τόσο πολύ... Δε σε αναγνωρίζω.

Τρέπλιεβ:

Ναι, από τότε που κι εγώ έπαψα να σ’ αναγνωρίζω. Και σύ άλλαξες. Τα μάτια σου είναι ψυχρά. Η παρουσία μου σε στενοχωρεί!

Νίνα:

Είσαι τόσο νευρικός τώρα τελευταία. Μιλάς τόσο ακατανόητα, σαν να μιλάς συμβολικά. Να, κι αυτός ο γλάρος, κάποιο σύμβολο θα είναι, αλλά, συγχώρεσέ με, εγώ δεν καταλαβαίνω... Είμαι τόσο απλοϊκή για να σε καταλάβω.

Τρέπλιεβ:

Αυτό άρχισε από κείνη τη βραδιά που το έργο μου είχε τόσο άδοξο τέλος. Οι γυναίκες ποτέ δε συγχωρούν την αποτυχία. Το έκαψα όλο, κάθε κομματάκι, κάθε φύλλο. Αν ήξερες μονάχα πόσο δυστυχισμένος είμαι! Αυτή η ψυχρότητα σου είναι για μένα τρομερή, απίστευτη... Σαν να ξύπνησα και βλέπω ξαφνικά τη λίμνη ξεραμένη ή σαν να βούλιαξε μέσα στη γη. Τωρα μου λες πως είσαι πολύ απλοϊκή για να με καταλάβεις. Ω, μα τι υπάρχει για να με καταλάβεις; Το έργο μου δε σ’ άρεσε. Καταφρόνεσες την έμπνευσή μου και τώρα με θεωρείς κοινό, ασήμαντο, όπως τόσους άλλους… Πόσο καλά το καταλαβαίνω αυτό, πόσο καλά το καταλαβαίνω! Σαν να ‘χω στο μυαλό μου εδώ μπηγμένο ένα καρφί.Στ’ ανάθεμα να πάει κι αυτό και η ματαιοδοξία που μου πιπιλίζει τη ζωή, που μου πιπιλίζει σαν το φίδι το αίμα μου… Να, έρχεται η πραγματική μεγαλοφυΐα, περπατώντας με ένα βιβλίο στο χέρι, σαν το Άμλετ… (Μιμείται) “Λόγια, λόγια, λόγια…” Ο ήλιος αυτός μόλις σε φώτισε κι αρχίζεις κιόλας να χαμογελάς. Τα μάτια σου λιώνουνε από τις αχτίνες του. Δε θέλω να σας γίνομαι εμπόδιο. 






Τρίτη πράξη



Τριγκόριν:

Ας μείνουμε!...

Αρκάντινα:

Αγαπητέ μου, εγώ ξέρω ότι σε κρατάει εδώ. Αλλά συγκράτησε τον εαυτό σου. Είσαι λιγάκι μεθυσμένος... Συνελθε!...

Τριγκόριν:

Κι εσύ να συνέλθεις. Γίνου φρόνιμη και λογική, σε παρακαλώ. Κοίταξε τα όλ’ αυτά, όπως θα ‘κανε ένας αληθινός φίλος. (Της πιάνει το χέρι.) Εσύ μπορείς να κάνεις θυσίες. Γίνου φίλη μου. Άφησε με!...

Αρκάντινα:

(Σε μεγάλη ταραχή.) Είσαι τόσο γοητευμένος!

Τριγκόριν:

Με τραβάει! Ίσως είναι αυτό ακριβώς που μου χρειάζεται!

Αρκάντινα:

Η αγάπη μιας επαρχιωτοπούλας; Ω, πόσο λίγο ξέρεις τον εαυτό σου!

Τριγκόριν:

Κάποτε οι άνθρωποι κοιμούνται καθώς μιλούνε. Λοιπόν, κι εγώ, τώρα που μιλώ μαζί σου, κοιμούμαι… Βλέπω αυτήν στον ύπνο μου… Είμαι παραδομένος σε γλυκά, θεσπέσια όνειρα… Άφησέ με!...

Αρκάντινα:

(Τρέμοντας) Όχι, όχι!... Είμαι κι εγώ γυναίκα όπως όλες, δεν μπορείς να μου μιλάς εμένα έτσι… Μη με βασανίζεις, Μπαρίς… Φοβάμαι!...

Τριγκόριν:

Αν ήθελες, μπορούσες να μην είσαι μια γυναίκα όπως όλες!... Έρωτας νεανικός, ωραίος, ποιητικός, που να σ’ ανεβάζει στον κόσμο των ονείρων!... Να το μόνο πράγμα στη ζωή, που σε κάνει ευτυχισμένο! Εγώ τέτοιον έρωτα δεν εδοκίμασα ακόμα. Στα νιάτα μου ποτέ δεν είχα καιρό. Πάντα βολόδερνα στα γραφεία των εφημερίδων παλεύοντας με τη φτώχεια. Τώρα αυτός ο έρωτας ήρθε, είναι εδώ, μου γνέφει! Γιατί να τον αποφύγω;

Αρκάντινα:

(Οργισμένα) Τρελλάθηκες;

Τριγκόριν:

Έστω! Άφησέ με…

Αρκάντινα:

Όλοι βαλθήκατε σήμερα να με βασανίσετε; (κλαίει)

Τριγκόριν:

(Αρπάζει το κεφάλι του.) Δεν με καταλαβαίνει! Δε θέλει να με καταλάβει!...

Αρκάντινα:

Είμαι, λοιπόν, τόσο γριά κι άσκημη, που να μιλάς έτσι χωρίς ντροπή μπροστά μου γι’ άλλες γυναίκες; (Τον αγκαλιάζει και τον φιλεί) Ω, μα όχι, εσύ έχασες τα λογικά σου! Καλέ μου, χρυσέ μου, αγαπημένε μου!... Εσύ ‘σαι η τελευταία σελίδα της ζωής μου. (Γονατίζει μπροστά του.) Η χαρά μου, το καμάρι μου, η ευτυχία μου!... (Αγκαλιάζει τα γόνατά του.) Αν εσύ μ’ αφήσεις, έστω και μια ώρα, εγώ δε θα ζήσω, θα τρελαθώ, ακριβέ μου, μοναδικέ μου, αφέντη μου!...

Τριγκόριν:

Σήκω… Μπορεί να ‘ρθει κανείς… (Τη βοηθά να σηκωθεί.)

Αρκάντινα:

Ας έρθουν! Εγώ δεν ντρέπομαι την αγάπη μου για σένα! (Φιλεί τα χέρια του.) Θησαυρέ μου!... Θεότρελε, θέλεις να κάνεις τρέλες, αλλά εγώ δεν το θέλω, δε θα σ’ αφήσω! (Γελά.) Είσαι δικός μου… δικός μου!... Κι αυτό το μέτωπο είναι δικό μου, και αυτά τα μάτια είναι δικά μου, κι αυτά τα όμορφα μεταξένια μαλλιά κι αυτά είναι δικά μου!... Είσαι ολόκληρος δικός μου… Είσαι τόσο μεγάλος, τόσο έξυπνος. Ο καλύτερος απ’ όλους τους σύγχρονους συγγραφείς, η μοναδική ελπίδα της Ρωσίας! Έχεις τόση ειλικρίνεια, τόση απλότητα, δροσεράδα, αληθινό χιούμορ!... Με μια σου γραμμή μπορείς να παραστήσεις ακριβώς τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου, ενός τοπίου!... Οι άνθρωποι σου είναι ζωντανοί! Εσένα κανείς δεν μπορεί να σε διαβάσει χωρίς να ενθουσιαστεί! Θαρρείς πως σε λιβανίζω, πως σε κολακεύω;... Μα κοίταξέ με λοιπόν στα μάτια… κοίταξέ με!... Μοιάζω για ψεύτρα; Το βλέπεις, είμαι η μόνη που ξέρει την αξία σου, είμαι η μόνη που σου λέω την αλήθεια, μονάκριβέ μου, θαυμαστέ μου αγαπημένε!... Θα ‘ρθεις;... Ναι;... Δε θα μ’ αφήσεις;... 



Πράξη Τέταρτη


Δύο χρόνια μετά 


Τρέπλιεβ:


Τι εύκολο πράγμα είναι, γιατρέ, να κάνει κανείς το φιλόσοφο στο χαρτί. Και πόσο δύσκολο είναι στην πραγματικότητα. 


Τρέπλιεβ:

Ολοένα αρχίζω να πιστεύω πως δεν υπάρχει ζήτημα νέων τρόπων ή  παλιών, αλλά πώς ο άνθρωπος απλούστατα γράφει. Γράφει, χωρίς να σκέφτεται τους τρόπους και τους κανόνες. Γράφει γιατί αυτό ξεπηδά λεύτερα μέσα από την ψυχή του.

Πηγή: Παγκόσμιο Θέατρο, Άντον Τσέχωφ - Τόμος Ά, Εκδόσεις Δωδώνη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κάρεν Μπλίξεν - Αποφθέγματα

Ντάριο Φο: Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες...

Νίκος Ξυλούρης - Αποφθέγματα

Το Βόρειο Σέλας στην Ελλάδα

Διονύσιος Σολωμός - Η γυναίκα της Ζάκυνθος, Κεφάλαια 3 & 4

Νάνος Βαλαωρίτης - H τιμωρία των Μάγων