Νίκος Καζαντζάκης - Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Απόσπασμα


Κάθεται ο Αγάς της Λυκόβρυσης στο μπαλκόνι του απάνω από την πλατεία του χωριού, καπνίζει το τσιμπούκι του και πίνει ρακή. Ψιχαλίζει ήσυχα, τρυφερά, και στα γυρτά χοντρά μουστάκια του, τα φρεσκοβαμμένα με καραμπογιά, κρέμουνται λαμπυρίζοντας μερικές ψιχάλες, κι ο Αγάς, ξαναμμένος από τη ρακή, τις αναγλείφει να δροσερέψει. Δεξά του στέκεται όρθιος ο σεΐζης, ένας θεόρατος άγριος ανατολίτης, αλλήθωρος και κακομούτσουνος, με την τρουμπέτα του. Ζέρβα του κάθεται διπλοπόδι, απάνω σε βελουδένιο μαξιλάρι, ένα όμορφο στρουμπουλό τουρκόπουλο, που του ανάβει κάθε τόσο το τσιμπούκι και του γεμίζει ακατάπαυστα την κούπα του ρακή. 

Μισοσφαλνάει τα μαχμουρλίδικα μάτια και χαίρεται ο Αγάς τον απάνω κόσμο. Όλα τα ‘καμε καλά ο Θεός, συλλογιέται, πετυχεμένο πράμα είναι ο κόσμος τούτος, τίποτα δεν του λείπει: αν πεινάσεις, έχει ψωμί και κρέας κοκκινιστό και πιλάφι με κανέλα, αν διψάσεις, έχει το αθάνατο νερό, τη ρακή. Αν νυσταξεις, έχει κάμει ο Θεός στον ύπνο, ένα κι ένα για τη νύστα. Αν θυμώσεις, έχει κάμει το βούρδουλα και τα πισινά του ραγιά, αν σε πιάσουν τα μεράκια σου, έχει κάμει τον αμανέ. Κι αν θες να ξεχάσεις τα ντέρτια και τα βάσανα του κόσμου, έχει κάμει το Γιουσουφάκι.

- Μεγάλος μάστορας είναι ο Αλλάχ, μουρμούρισε συγκινημένος, μεγάλος μάστορας, μερακλής. Κόβει το μυαλό του. Πώς του ήρθε τώρα και έκαμε τη ρακή και το Γιουσουφάκι!

Βουρκώνουν τα μάτια του Αγά από τη θρησκευτική κατάνυξη κι από το πολύ ρακοπότι. Σκύβει από το μπαλκόνι και καμαρώνει τους ραγιάδες του να σουλατσέρνουν στην πλατεία φρεσκοξουρισμένοι, γιορτοντυμένοι, με τα κόκκινα φαρδιά ζωνάρια, με τα νιοπλυμένα κοντοβράκια, με τα γαλάζια τουζλούκια. Άλλοι φορούν φέσι, αλλοι σαρίκι, αλλη Σκούφο από αρνίσια προβιά. Οι πιο ασίκηδες έχουν και στο αυτί τους ένα κλωνί βασιλικό ή ένα τσιγάρο. 

Τρίτη της Λαμπρής, τώρα τέλεψε η λειτουργία. Γλυκιά, τρυφερή μέρα, ήλιος, ψιχαλίζει, μύρισαν οι λεμονανθοί, μπουμπουκιάζουν τα δέντρα, ανασταίνουνται τα χόρτα, ανεβαίνει ο Χριστός από κάθε σβωλαράκι χώμα. Σουλατσάρουν οι χριστιανοί στην πλατεία, σμίγουν οι φίλοι, ασπάζεται ο ένας τον άλλο, λεν “Χριστός Ανέστη” κι ύστερα καθίζουν στον καφενέ του Κωνσταντή η κάτω από το μεγάλο πλάτανο στη μέση της πλατείας, παραγγέλνουν ναργιλέδες και καφέδες κι αρχίζει, σαν την ψιλή βροχή, το γλυκό κουβεντολόι. 

[...]

Στην άλλην άκρα της πολιτείας, πίσω από τον πλάτανο, υψώνεται φρεσκοασβεστωμένη, με το χαριτωμένο καμπαναριό της, η εκκλησία του χωριού, η Σταύρωση του Χριστού. Η πόρτα της είναι σήμερα στολισμένη με βάγια και δάφνες. Γύρα τρογύρα, τα μαγαζάκια και τα εργαστήρια του χωριού: Το σαμαράδικο του αγριάνθρωπου Παναγιώταρου, που τον λεν και Γυψοφά, γιατί μια φορά έφεραν στο χωριό το γύψινο αγαλματάκι του Μέγα Ναπολέοντα, και το ‘φαε. Κι ύστερα έφεραν ένα άλλο, του Κεμάλ-Πασά, και το ‘φαε κι αυτό. Κι ύστερα έφεραν του Βενιζέλου, και το ‘φαε κι αυτό. Δίπλα, το μπαρμπέρικο του Αντώνη “Ο Ερωτόκριτος”, κι απάνω στην πόρτα κρεμασμένη μια ταμπέλα, με μεγάλα κόκκινα γράμματα του αιμάτου: “Εξέρχονται και οδόντες”! Πιο πέρα το χασάπικο του κυρ Δημητρού του κουτσού: “Κεφαλάκια φρέσκα, η Ηρωδιάς”! Κάθε Σάββατο σφάζει ενα μούσκαρι και, πριν το σφάξει, του χρυσώνει τα κέρατα, του μπογιατίζει το κούτελο, του περνάει κόκκινες κορδέλες στο λαιμό και το γυρίζει στο χωριό κουτσαίνοντας και τελαλίζει τις χαρές του. Και τέλος ο περίφημος καφενές του Κωνσταντή, μακρόστενος, δροσερός, μοσχομυρίζει καφέ και τουμπεκί και φασκόμηλο το χειμώνα. Και στον τοίχο του δεξά κρέμουνται, καμάρι του χωριού, τρεις μεγάλες γυαλιστερές λιθογραφίες: η Γενοβέφα από τη μια μεριά, μισόγυμνη μέσα σ’ ένα δάσο τροπικό, από την άλλη μεριά, η βασίλισσα Βικτώρια, παχιά, γαλανομάτα, με τεράστιο στήθος παραμάνας και στη μέση, άγριος, με γκρίζα θυμωμένα μάτια, μ’ έναν αψηλό σκούφο αστρακάν, ο Κεμάλ-πασάς.

Όλοι αγαθοί άνθρωποι, δουλευταράδες, καλοί νοικοκυραίοι, πλούσιο το χωριό, κι ο Αγάς του καλός άνθρωπος κι αυτός, μερακλής, που πολύ αγαπάει τη ρακή, τις βαριές μυρωδιές, μόσκο και πατσουλί, και το αφράτο τουρκόπουλο, που κάθεται ζέρβα του, στο βελουδένιο μαξιλάρι. Κοιτάζει τώρα τους χριστιανούς, οπως κοιτάζει ο βοσκός τα καλοθρεμμένα αρνοπρόβατά του και χαίρεται. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Βασίλης Ρώτας: Το Χριστινάκι

Εορτολόγιο - Βίοι Αγίων 2 Δεκεμβρίου

Μύθοι του Αισώπου - 1. Ο αετός και η αλεπού

Θάλεια - Η μούσα που το όνομά της δόθηκε στη νέα κακοκαιρία

Ναζίμ Χικμέτ - Τα τραγούδια των ανθρώπων

Βυζαντινοί Ναοί Παναγίας - 2. Κονταριώτισσα Πιερίας