Ρωμαίος και Ιουλιέτα - Αποσπάσματα


Πρόλογος

Χορός:

Από τα απαίσια σπλάχνα αυτών των δυο εχτρών βγήκαν ζευγάρι άμοιροι εραστές, που αυτοί με θάνατό τους άγριον και λυπητερόν εθάψανε την έχτρα την προγονικήν. 
Η δόλια αγάπη τους, γραμμένη του θανάτου, κι η λύσσα των γονιών τους, που άλλο απ' τον χαμό των τέκνων τους δεν μπόρειε να τη βάλει κάτου, το δίωρο της σκηνής μας θέμα θα 'ναι εδώ


Πρώτη πράξη

Ρωμαίος:
Ωιμέ! οι θλιμμένες ώρες τι μεγάλες φαίνονται. Δεν ήταν ο πατέρας μου που 'φυγε βιαστικός;

Μπενβόλιος: 
Αυτός. Τι θλίψη μεγαλώνει του Ρωμαίου τις ώρες;

Ρωμαίος: 
Τους λείπει αυτό που αν το 'χαν θα τις μίκραινε.

Μπενβόλιος: 
Αγάπη;

Ρωμαίος: 
Το αντίθετο

Μπενβόλιος: 
Απ' την αγάπη;

Ρωμαίος: 
Μου λείπει η ανταγάπη απ' την αγάπη

Μπενβόλιος: 
Αλίμονο! Η αγάπη η τόσο ωραία στην όψη πώς γίνεται σκληρή, τυραννική στην αίσθηση;


Ρωμαίος: 

Αν τ' άγιο τούτο εικονοστάσι εγγίζω με μιαρό κι ανάξιο χέρι, η αμαρτία μου μικρή.
Τα χείλια μου, προσκυνητές σεμνοί ειν' εδώ να σβήσουν τ' άγριο τ' άγγιγμα με τρυφερό φιλί.


Ιουλιέτα: 
Προσκυνητή μου, αδικείς το χέρι σου πολύ που εφάνη θρήσκο με το κάμωμα του αυτό. Γιατί έχουν οι άγιοι χέρια, που τ' αγγίζουν οι πιστοί κι ασπάζονται το κόνισμα με σεβασμό


Μόνη μου αγάπη από τον μόνο εχτρό: νωρίς πολύ σ'αντάμωσα άγνωστον, αργά πολύ σε γνώρισα! Γεννήθη μέσα μου ένα πάθος φοβερό που πρέπει ν' αγαπώ τον άσπονδο μου εχτρό.



(Η Ιουλιέτα στην παραμάνα)


Πράξη δεύτερη

Ρωμαίος:

Γελάει με τα τραύματα όποιος δεν πληγώθηκε ποτέ. Μα σουτ ! τι φως προβάλλει εκεί απ' το παράθυρο; Ειν' η ανατολή κι είναι η Ιουλιέτα ο ήλιος. Πρόβαλε, ήλιε, σκότωσε τη φτονερή σελήνη που κιόλα ειν' άρρωστη, χλωμή από τον καημό της που εσύ η παρθένα της είσαι ομορφότερή της ! 



Ιουλιέτα: 

Ρωμαίο, Ρωμαίο! Γιατί να 'σαι ο Ρωμαίος; Αρνήσου τον πατέρα σου, άσε τ' όνομά σου, ή, αν δε θέλεις, μόνο αγάπη ορκίσου μου κι εγώ θα πάψω να 'μαι η Καπουλέτου.

Ρωμαίος: 
(μόνος του) Ν' ακούσω κι άλλα ή ν' αποκριθώ σ' αυτά;


Ιουλιέτα:

Όχι άλλο, τ' όνομά σου μόνον ειν' εχτρός μου. Εσύ 'σαι ό,τι είσαι, κι αν δεν λέγεσαι Μοντέγος. Τι 'ναι Μοντέγος; Χέρι, πόδι, μπράτσο, πρόσωπο, ή οποιοδήποτε άλλο μέρος πόχει ο άνθρωπος; Ω, πάρε εν' όνομα άλλο. Τι έχει τ' όνομα; Αυτό που λέμε ρόδον, όπως κι αν το πεις, το ίδιο θα μοσκοβολάει. Κι ο Ρωμαίος, αν δεν λεγόταν Ρωμαίος, πάλι θα κρατούσε όλη τη σπάνια χάρη που 'χει και χωρίς τον τίτλο αυτόν. Ρωμαίο, άσε τ' όνομά σου και γι αυτό τ' όνομα που μέλος σου δεν είναι πάρε όλη εμένα. 

Ρωμαίος:

Στον λόγο μου σε παίρνω, μόνο πες με αγάπη σου κι ευτύς ξαναβαφτίζομαι. Στο εξής ποτέ δε θα 'μαι πια Ρωμαίος. 


Ιουλιέτα:

Πώς ήρθες εδώ πέρα, πες μου, και γιατί; Του κήπου μας η μάντρα είναι ψηλή και δύσκολη ν' ανέβεις και το μέρος θάνατος για σ'ένα, αν σ' εύρει εδώ κανένας συγγενείς μου.

Ρωμαίος:

Με τ' αλαφριά φτερά του έρωτα υπερπήδησα τη μάντρα. πέτρινα όρια δε μπορούνε ν' αποκλείσουν τον έρωτα, που ό,τι μπορεί, μπορεί και το τολμάει. Γι' αυτό δεν μου είναι εμπόδιο οι δικοί σου.

Ιουλιέτα:

Εδώ αν σε δουν θα σε σκοτώσουν.

Ρωμαίος:

Ωιμέ! είναι πιο μεγάλος κίνδυνος τα μάτια σου παρ' είκοσι σπαθιά τους: μόνο δες με εσύ γλυκά κι είμαι εξασφαλισμένος απ' την έχτρα τους.

Ιουλιέτα:

Για όλο τον κόσμο εδώ δε θα 'θελα να σ' εύρουν.

Ρωμαίος:

Τα ράσα της νυχτός με κρύβουν απ' τα μάτια τους. Μόνο να μ' αγαπάς κι ας μ' εύρουν: πιο καλά να δώσει στη ζωή μου τέλος η έχτρα τους, παρά ο θάνατος ν' αργεί και να μου λείπει η αγάπη σου.

Ιουλιέτα:

Ποιος σου 'δειξε το δρόμο;

Ρωμαίος:

Ο Έρωτας, που μ' έβαλε να ψάξω: αυτός μου 'δωσε την ιδέα, εγώ του 'δωσα τα μάτια.


Ρωμαίος: 

Ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα! Πως φοβάμαι, μην, όντας νύχτα, ολ' αυτά είναι μόνον όνειρο πάρα πολύ γλυκό για να 'ναι αλήθεια.


Ρωμαίος: 

Η αγάπη στην αγάπη τρέχει σαν παιδιά που σκόλασαν, και φεύγει καθώς παν σκολειό τους με βαριά καρδιά.


Πάτερ Λαυρέντιος:

Η ωραία Αυγή χαμογελάει στη νύχτα την κατσούφα βάφοντας παρδαλά τα νέφη της ανατολής, και το σκοτάδι σα μεθύστακας τρεκλίζει μακριά απ' τις πυρωμένες ρόδες του Τιτάνα.


Πάτερ Λαυρέντιος: 

Τέκνο μου, στην ορμή σου μίλα απλά και καθαρά, μπλεγμένη εξομολόγηση μπλεγμένη θα ' χει συμβουλή. 


Πράξη τρίτη

Ρωμαίος:

Εδώ είναι το φως, οπού 'ναι και η Ιουλιέτα: η κάθε γάτα, ο σκύλος, το ποντίκι κάθε τι ανάξιο μπορεί να ζει στο φως εδώ και να τη βλέπει, μα ο Ρωμαίος δεν μπορεί.


Ηγεμόνας:


Ειρήνη θλιβερή μας φέρνει τούτη η αυγή, του ήλιου η όψη πέπλα πένθιμα φορεί. Πάμε να πούμε κι άλλα για τη λύπη αυτή: άλλος συγχώρεση, άλλος τιμωρία να βρει, γιατί ποτέ ιστορία δεν είχε τόσον σπαραγμό σαν του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας τούτη εδώ. 

(τα τελευταία λόγια του έργου)



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μάρκος Αυρήλιος - Αποφθέγματα

Κ.Π.Καβάφης - Καλός και Κακός Καιρός

Παροιμίες για τον Ιανουάριο

Κλεοπάτρα - Η τελευταία βασίλισσα της Αιγύπτου

Αναστάσιος Αλεβίζος (Τάσσος)

Ο Ιερός Ναός της Αγίας Παρασκευής στην Παιανία