Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης


Από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912 η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους τη Βουλγαρία και τη Σερβία (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος). Θέατρο των επιχειρήσεων, η περιοχή της Μακεδονίας.

Ο Ελληνικός Στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στη Δυτική Μακεδονία. Όμως, από την αρχή των εχθροπραξιών σοβούσε σοβαρή διαφωνία μεταξύ του Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου.

Ο Διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς βορράν, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού. «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής» του τηλεγραφεί επιτακτικά.

Τα τηλεγραφήματα τα οποία αντάλλαξαν οι δύο άνδρες έμειναν στην ιστορία και αποτέλεσαν το προοίμιο του Εθνικού Διχασμού.

Βενιζέλος: 
«Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώρα ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην».

Κωνσταντίνος: 
«Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε». 

Βενιζέλος: 
«Σας το απαγορεύω!» 

Ο Βενιζέλος έβλεπε το αδιέξοδο και απευθύνθηκε στον βασιλιά, Γεώργιο Α’, προκειμένου να καμφθούν οι αντιρρήσεις του διαδόχου και να διασφαλιστεί η προέλαση του στρατού προς τη Θεσσαλονίκη.

Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του, Βασιλιά Γεωργίου Α’, και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης.

Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του Ελληνικού Στρατού.

Ο Χασάν Ταξίν Πασάς, που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη, δεν είχε άλλη δυνατότητα παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.

Στις 25 Οκτωβρίου στον σταθμό του Τοπσίν, 23 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, αντιπρόσωποι του Χασάν Ταχσίν Πασά, διοικητή της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας, έφεραν στο Ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού, το οποίο έδρευε εκεί, προτάσεις για την αναίμακτη παράδοση της Θεσσαλονίκης. Οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταξίν να αποσυρθεί με το στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου.

Ο Κωνσταντίνος, φυσικά, απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την παράδοση του στρατού του και τη μεταφορά του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης.

Η παράδοση της Θεσσαλονίκης

Ο οθωμανός αξιωματούχος δέχτηκε, τελικά, τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς (ο κατοπινός δικτάτορας) και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα (με δέκα άρθρα, γραμμένα στη γαλλική γλώσσα) παράδοσης της πόλης στον Ελληνικό Στρατό.

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίδονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί.

Στην κατοχή του Ελληνικού Στρατού περιερχόταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τυφέκια και πυρομαχικά).

«Ωρα 4.39 εσπέρας, ο Ταχσίν πασάς μοι έστειλεν επιστολήν δι΄  αξιωματικού δηλών μοι ότι δέχεται τας προτάσεις μου. Όθεν διέκοψα αμέσως την προέλασιν και απέστειλα δύο αξιωματικούς προς σύνταξιν σχετικού πρωτοκόλλου καταθέσεως των όπλων και παραδόσεως της πόλεως, προ της οποίας ευρίσκονται ήδη τα στρατεύματα ημών. Κωνσταντίνος». 
(τηλεγράφημα του αρχιστρατήγου προς τον βασιλιά και τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου 1912).

Η παράδοση της πόλης έγινε άνευ όρων και σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου «Η πόλις της Θεσσαλονίκης παραδίδεται στον ελληνικό στρατό ως την συνομολόγηση της ειρήνης». Βέβαια οι Έλληνες φάνηκαν γενναιόδωροι και έδωσαν το δικαίωμα στους ανώτερους Τούρκους στρατιωτικούς να διατηρήσουν τα ξίφη τους και να είναι ελεύθεροι στη Θεσσαλονίκη (αρθρο 4). Επίσης όλοι οι ανώτεροι πολιτικοί αξιωματούχοι και υπάλληλοι του βιλαετίου θα είναι ελεύθεροι (άρθρο 5) . 

Ήταν το τέλος ενός αγωνιώδους σύρε έλα των διαπραγματευτών ανάμεσα στο τουρκικό τότε Διοικητήριο και το ελληνικό επιτελείο του Κωνσταντίνου που είχε εγκατασταθεί στην ιστορική βίλα Μοδιάνο, στη Γέφυρα (το παλιό Τόψιν), που στεγάζει σήμερα το Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων.

Όπως σημειώνει ο στρατηγός Δούσμανης στα απομνημονεύματά του, «η σύνταξις της συμβάσεως και η υπογραφή επερατώθη περί την 1.30 μετά μεσονύκτιον (της 27ης), εσυμφωνήσαμεν όμως να θέσωμεν ως ημερομηνίαν την 26ην Οκτωβρίου, διότι εξ υπαιτιότητος των Τούρκων εβραδύναμεν να συναντηθώμεν…»

Από τις πρώτες πρωινές ώρες οι ξένοι ανταποκριτές που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη και παρακολουθούσαν τις εξελίξεις του βαλκανικού πολέμου, έκαναν γνωστή την είσοδο του ελληνικού στρατού στη διεθνή κοινή γνώμη. Το πρώτο τηλεγράφημα του αυστριακού πρακτορείου ειδήσεων έγραφε: «Ταύτην την στιγμήν αγγέλλεται ότι η Θεσσαλονίκη παραδοθείσα κατελήφθη υπό του ελληνικού στρατού».

Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη.

Η απελευθέρωση της πόλης και η παρουσία των Βουλγάρων

Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά.

Την ίδια μέρα κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως για τους γείτονες ήταν ήδη αργά. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους, στρατηγός Τεοντορόφ, ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου, και ύστερα από διαπραγματεύσεις επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους βούλγαρους πρίγκιπες Βόριδα και Κύριλλο.

Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα, γεγονός που εκνεύρισε τον Βενιζέλο.

Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφατικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Ο σπόρος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου είχε ριχτεί.

Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του Βασιλιά Γεωργίου Α’ να εισέλθει στην πόλη και να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους έλληνες κατοίκους της, με απάθεια ανάμικτη με φόβο από το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ οι Εβραίοι, που ήταν η πολυπληθέστερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης, δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, καθώς προωθούσαν σχέδιο διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.

Πηγή: sansimera.gr, mixanitouxronou.gr, thessmemory.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άντον Τσέχωφ: Ο Γλάρος - Αποσπάσματα

Παύλος Σιδηρόπουλος - Το ξύπνημα

Δάντης Αλιγκέρι - Αποφθέγματα

Ουαρσαν Σαιρ: Πατρίδα

Μέμα Σταθοπούλου

Πιέρ Πάολο Παζολίνι - Αποφθέγματα

Τ. Σ. Έλιοτ - Αποφθέγματα