Νίκος Καζαντζάκης - Οι Αδερφοφάδες, Απόσπασμα
Πόλεμος ακατάπαυτος με το Θεό, με τους αγέριδες, με το χιόνι, με το θάνατο είναι η ζωή τους. Γι’ αυτό, όταν πλάκωσε ο αδερφοσκοτωμός, δεν ξαφνιάστηκαν οι Καστελιανοί, δεν τρόμαξαν, δεν άλλαξαν συνήθειες. Μονάχα ότι ως τότε κουφόβραζε μέσα τους, βουβό κι αφανέρωτο, ξεσπούσε τώρα κι αυθαδίαζε λεύτερο. Τινάχτηκε από τα στήθια τους αχαλίνωτη η αρχέγονη λαχτάρα του ανθρώπου να σκοτώσει. Καθένας είχε κι ένα γείτονα ή κι ένα φίλο ακόμα ή κι αδερφό, που τον μισούσε, χρόνια, χωρίς αφορμή, κάποτε χωρίς κι ο ίδιος να το ξέρει, στέρνιαζε χρόνια το μίσος και δεν έβρισκε κανάλι να βγει. Και τώρα, να, ξαφνικά τους μοίραζαν τουφέκια και χειροβομβίδες, ανέμιζαν απάνω απ’ τα κεφάλια τους τρισεύγενες σημαίες, τους ξόρκιζαν οι παπάδες, οι γαλονάδες, οι γαζετατζήδες, να σκοτώσουν το γείτονα και το φίλο και τον αδερφό - έτσι μονάχα, τους φώναζαν, η πίστη κι η πατρίδα θα σωθούν. Ο φόνος, η παμπάλαιη ανάγκη του ανθρώπου, έπαιρνε ένα υψηλό μυστικό νόημα, κι άρχισε το αδερφοκυνηγητό.
Άλλοι κότσαραν κόκκινους σκούφους και πήραν τα βουνά, άλλοι, ταμπουρωμένοι στο χωριό, είχαν καρφωμένα τα μάτια τους αντίκρα στην κορφή του βουνού, στην Αϊτοράχη, όπου λημέριαζαν οι αντάρτες. Πότε ροβολούσαν χουγιάζοντας οι κοκκινοσκούφηδες, πότε έκαναν γιουρούσι οι μαυροσκούφηδες και πιάνουνταν μέση με μέση κι άρχιζε το γλυκό το αδερφοφάγωμα. Ξεπετιούνταν ανεμαλλιάρες κι οι γυναίκες από τις αυλές, σκαρφάλωναν στις ταράτσες και σκλήριζαν, ν’ αγκρίσουν τους άντρες. Ούρλιαζαν και τα σκυλιά του χωριού, έτρεχαν ξεγλωσσισμένα πίσω από τ’ αφεντικά τους κι έμπαιναν κι αυτά στο κυνήγι, ωσότου έπεφτε η νύχτα και κατάπινε τους ανθρώπους.
Ένας μονάχα στέκουνταν ανάμεσά τους ξαρμάτωτος, απελπισμένος, με τις αγκάλες ανοιγμένες κι αδειανές, ο ιερέας του χωριού, ο παπα-Γιάνναρος. Κοίταζε ποτέ δεξά, πότε ζερβά, δεν ήξερε κατά που να πάρει. Μέρα και νύχτα ένα μονάχα αναρωτιόταν με αγωνία, ετούτο: Αν κατέβαινε ο Χριστός, με ποιους θα πήγαινε; Με τους μαύρους; Με τους κόκκινους; Ή θα στέκουνταν και αυτός στη μέση, με τις αγκάλες ανοιχτές, και θα φώναζε: “Αδέρφια, αδερφοθείτε! Αδέρφια, αδερφοθείτε!”
Όμοια στέκουνταν κι ο αντιπρόσωπος του Θεού στον Κάστελο, ο παπα-Γιάνναρος, με ανοιχτές τις αγκάλες και φώναζε. Φώναζε, μα όλοι, μαύροι και κόκκινοι, προσπερνούσαν και τον γιουχάιζαν:
- Εαμοβούλγαρε, προδότη, μπολσεβίκο!
- Λαοπλάνε, φασίστα, ταυραμπά!
Κι ο παπα-Γιάνναρος κουνούσε τη βαριά κεφάλα του, ανταρεμένος, και προσπερνούσε.
“Ευχαριστώ σε, Θεέ μου”, μουρμούριζε, “Ευχαριστώ σε γιατί μ’ έβαλες σ’ ένα τέτοιο επικίντυνο πόστο να πολεμώ. Όλους τους αγαπώ, κανένας δε με αγαπάει, μα αντέχω. Μα μην παρατεντώνεις στο σκοινί, Χριστέ μου, άνθρωπος είμαι, δεν είμαι βουβάλι μήτε άγγελος, είμαι άνθρωπος - ως πότε θ’ αντέχω; Μια μέρα μπορεί και να σπάσω, σου το λέω, γιατί - ήμαρτον, Θεέ μου - καμιά φορά το ξεχνάς και ζητάς από τον άνθρωπο πιο πολλά κι από τους αγγέλους.”
Το πρωί που ξυπνούσε κι άνοιγε το σταυρωτό παραθυράκι του κελιού του κι έβλεπε κατάστηθά του το κακοτράχαλο βουνό, την Αϊτοράχη, χωρίς νερά, χωρίς δέντρα, χωρίς πουλιά, όλο πέτρα, αναστέναζε. Ο νους του έφευγε και γύριζε πίσω στο αρχοντοχώρι, όπου τώρα κι 70 χρόνια είχε γεννηθεί, στον Άι-Κωνσταντίνο, πέρα, μακριά πολύ, σ’ ενα αμμουδερό ακρογιάλι της Μαύρης Θάλασσας. Τι ησυχία, τι ευτυχία, πόσο το φρόντιζε ο Θεός! Σίγουρα ότι στορούσε το μεγάλο κόνισμα, ζερβά του Χριστού, στο τέμπλο της εκκλησίας του χωριού, δεν ήταν θεοπαρμένη φαντασία του ζωγράφου, ήταν αληθινό: ο προστάτης του χωριού, ο ισαπόστολος Κωσταντίνος, κρατούσε στην απαλάμη του, σα μια φωλιά αυγά, το χωριό και το απίθωνε στα πόδια του Θεού. Κι όταν έμπαινε ο Μάης κι έφτανε η γιορτή του Αγίου, τι μεθύσι ιερό χωρίς κρασί, τι θεοκατάνυξη κυρίευε το χωριό! Πώς όλοι ξεχνούσαν τις καθημερινές έγνοιες, ξεχνούσαν πως ήταν ανθρώπινα σκουλήκια, και πετούσαν πολύχρωμες, μεγάλες ίσαμε τον ουρανό, φτερούγες! Μπορεί το λοιπόν ο άνθρωπος να ξεπεράσει τον άνθρωπο; αναρωτιόταν ο παπα-Γιάνναρος. Μπορεί, μπορεί, αποκρίνουνταν ο ίδιος, μα μονάχα για μιαν ώρα, για δυο ώρες, μπορεί και για μια μέρα αλάκερη, μα φτάνει. Αυτό θα πει αιωνιότητα, αυτό θα πει Πυρκαγιά Θεού, που οι απλοί άνθρωποι το λένε Παράδεισο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου