Νίκος Καζαντζάκης - Πάλι τα ίδια λοιπόν, γέροντά μου; Πάλι πλούσιοι και φτωχοί;


Άντρες και γυναίκες είχαν τρυπώξει μέσα στη σπηλιά από το πρωί κι έψελναν όλοι μαζί, κι ύστερα βγήκαν και κάθισαν στον ήλιο, κι ο παπα-Φώτης στάθηκε ανάμεσά τους ο όρθιος. Ύστερα από τη λειτουργία, κάθε Κυριακή, συνηθούσε πάντα να μιλάει στο χριστιανικό κοπάδι του και να το γκαρδιώνει. Τους χαιρετούσε πρώτα, έλεγε στον καθένα κι από έναν καλό λόγο, κι ύστερα άρχιζε να τους κηρύχνει το λόγο του Θεού και τον ειδικό του. Στην αρχή η φωνή του πάντα ήταν γαληνή, μα σιγά-σιγά αγρίευε, τα λόγια του κατρακυλούσαν σαν από ψηλά και πέφταν στις ψυχές των ανθρώπων.

- Ζούμε ακόμα, δεν το βάνουμε κάτω, γεια σας, παιδιά μου!
 είπε και σήμερα πρόσχαρα, για να τους δώσει κουράγιο.

Πότε παραβολές τους έλεγε, πότε για τη δική του τη ζωή, τα όσα είδε κι έπαθε, πότε έπαιρνε το Ευαγγέλιο, το άνοιγε όπου λάχαινε, διάβαζε δυο τρία λόγια και έπαιρνε φόρα. Κι ομπρός στα συνεπαρμένα μάτια των κατατρεμένων ανοίγουνταν κι οι εφτά ουρανοί, και γίνονταν φτερούγες τα κουρέλια. Φτερούγες πετούσαν και τα πεινασμένα σπλάχνα και ξεχνούσαν την πείνα.

- Την πιο μεγάλη αλήθεια τι λέμε παραμύθι, άρχισε σήμερα ο παπα-Φώτης. Ένα παραμύθι θα σας πω σήμερα, παιδιά μου, ελάτε πιο κοντά. Εσείς, γυναίκες που κλαίτε, για σας μιλώ, ζυγώστε!

Ζύγωσαν οι γυναίκες με τα παιδιά τους, κουκούβισαν γύρα του, πίσω τους οι άντρες έμειναν όρθιοι, κι οι γέροι, ακουμπισμένοι στα ραβδιά τους, αφουκράζουνταν.

- Μια φορά και έναν καιρό, άρχισε ο παπα-Φώτης, βγήκαν δυο πουλολόγοι σ’ ένα βουνό κι έστησαν τα δίχτυα τους. Τ’ άπλωσαν, και την άλλη μέρα το πρωί πήγαν, και τι να δουν; Τα δίχτυα ήταν γεμάτα αγριοπερίστερα. Χιμούσαν τα κακόμοιρα απελπισμένα να ξεφύγουν, μα τα μάτια του διχτυού ήταν στενά πολύ, πού να περάσουν! Σωριάστηκαν το λοιπόν όλα μαζί τρεμάμενα και περίμεναν. “Πετσί και κόκκαλο είναι τ’ άτιμα, είπε ο ένας κυνηγός, πώς θα τα πουλήσουμε στο παζάρι; - Ας τα ταΐσουμε καλά μερικές μέρες, να παχύνουν”, είπε ο άλλος. Τους έριξαν μπόλικο τάιστρο, τους έβαλαν και νερό, ρίχτηκαν τα περιστέρια να τρων και να πίνουν. Ένα μονάχα δεν θέλησε να φάει, έμεινε μυστικό. Τις άλλες μέρες, καινούργιο τάιστρο. Τα περιστέρια άρχιζαν κάθε μέρα και πάχαιναν, και μονάχα το ένα λίγνευε κι όλο και μάχουνταν να περάσει από το δίχτυ. Ώσπου μια μέρα ήρθαν οι κυνηγοί να τα μαζέψουν και να τα πάνε στο παζάρι. Το περιστέρι, που είχε μείνει νηστικό, τόσο είχε λιγνέψει, που έδωκε μια, πέρασε από το δίχτυ και φτερούγισε λεύτερο στον αγέρα... Αυτό ‘ναι το παραμύθι, παιδιά μου. Γιατί σας το διηγήθηκα: Ποιος μπορεί να το ξεδιαλύνει; Εσείς οι γέροι, τι λέτε; Στύψετε το μυαλό σας!

Μο οι γέροι σώπαιναν. Πετάχτηκε τότε ο σαραντάπηχος ο φλαμπουριάρης.
- Θες να πεις, θαρρώ, γέροντα, για την πείνα μας. Πως αυτή θα μας βοηθήσει να βρούμε τη λευτεριά μας... Είμαστε, θες να πεις, κι εμείς σαν το περιστέρι που νήστευε... Μα παρακάτω δεν καταλαβαίνω... Δεν πάει το μυαλό μου πιο πέρα, και να με συμπαθάς.
- Το βρήκες το σπουδαιότερο, Λουκά, έχε την ευκή μου, είπε ο γέροντας. Να σας εξηγήσω, παιδιά μου, τα παρακάτω. Είχαμε αρχίσει στο πλούσιο το χωριό μας να βαραίνουμε, να πολυτρώμε και να παραφορτώνουμε την ψυχή μας με κρέατα. Ειρήνη, ασφάλεια, καλοπέραση, η σάρκα είχε θρασέψει κι είχε καταπλακώσει την ψυχή. Λέγαμε: όλα πάνε καλά, δικαιοσύνη βασιλεύει στον κόσμο, κανένας δεν πεινάει, κανένας δεν κρυώνει, κόσμος καλύτερος δεν υπάρχει. Κι ο Θεός μας λυπήθηκε - μας έστειλε τον Τούρκο που μας ξεπάτωσε, μας πέταξε στους πέντε δρόμους, αδικηθήκαμε κι είδαμε πως ο κόσμος είναι γεμάτος αδικίες. Πεινάσαμε και κρυώσαμε, κι είδαμε πως υπάρχει πείνα και κρύο, και δίπλα από τους ανθρώπους που κρυώνουν και πεινούν - το ‘δαμε κι αυτό! - άλλοι που τρων τον αβλέμονα, κι είναι πάντα αναμμένα τα τζάκια τους, και βλέπουν τους γυμνούς και πεινασμένους και γελούν. Μας άνοιξε η συμφορά τα μάτια μας, είδαμε. Μας άνοιξε η πείνα τα φτερά μας, ξεφύγαμε από το δίχτυ της αδικίας και της καλοπέρασης, είμαστε λεύτεροι! Μπορούμε τώρα ν’ αρχίσουμε μιαν καινούργια, πιο τίμια ζωή, δόξα σοι ο Θεός!

Κανένας δεν μίλησε. Οι γέροι κουνούσαν τα κεφάλια τους, οι γυναίκες δεν έπαψαν το σιγανό τους θρήνο, και μονάχα οι άντρες κοίταζαν στα μάτια του γέροντα κι  αναφτεράκιζε μέσα τους η παλικαριά και το πείσμα.

Και μονάχα πάλι ο φλαμπουριάρης σήκωσε τη φωνή:
- Γέροντα μου, καλός ο λόγος σου, ο Θεός μας λυπήθηκε και μας έστειλε τη συμφορά. Όμοια μαστιγώνει κι ο καλός καβαλάρης το τεμπέλικο άτι... Μαστίγωσε η συφορά τα αίματα μας, άνοιξε την καρδιά μας, λευτερωθήκαμε. Μα τώρα πώς θα βάλουμε κάτω τη συφορά; Αυτό να μας πεις. Αν δεν βάλουμε εμείς κάτω, αυτή θα μας βάλει. Αυτή θα μας φάει, γέροντα μου! ξεφώνισε και τα μάτια του βούρκωσαν, θυμήθηκε το αγοράκι του, το Γιωργιό, που του είχε πεθάνει στο δρόμο. 

- Θα τη βάλουμε στο ζυγό τη συμφορά, μη φοβάσαι, Λουκά μου! του αποκρίθηκε ο παπάς. Θα μπει στη δούλεψή μας, θα το δεις. Δουλειά, υπομονή, αγάπη, να τ’ άρματά μας. Έχετε εμπιστοσύνη. Εγώ σφάλνω τα μάτια και βλέπω: σπίτια τριγύρα μου πετροχτισμένα, εκκλησιά με το καμπαναριό της, σκολείο δίπατο με φαρδιάν αυλή γεμάτη παιδιά, και γύρα από το χωριό περιβόλια, αμπέλια και σπαρτά... Κάμαμε κιόλα αρχή. Βρήκαμε ανάμεσα στις πέτρες λιγοστή γης, τη φυτέψαμε. Βάλαμε τα ρέμπελα νερά σε αυλάκια, κεντρίσαμε τ’ αγριόξυλα, αρχίσαμε κιόλα να χτίζουμε... Δυο τρεις καλοί ανθρώποι μένουν ακόμα στο αρχοντοχώρι αυτό, όνομα και πράμα Λυκόβρυση, και μας θυμούνται. Ποτέ ένας μας φέρνει όλο το βιός του, τρεις χρυσές λίρες, πότε άλλος μας στέλνει κοφίνια ζωθροφές και πότε μια αμαρτωλή γυναίκα την προβάτα της. Κι ένας άλλος αμαρτωλός, που πέθανε προχθές, μας θυμήθηκε την ώρα που ψυχομαχούσε και μας κληροδότησε ένα σεντούκι γεμάτο - ο Θεός να συγχωρέσει την ψυχή του την αμαρτωλή! Ριζώνουμε, παιδιά μου, πιάνουμε πάλι στο χώμα, θα πετάξουμε πάλι μπόι, έχετε εμπιστοσύνη!

- Θα ξαναρχίσουμε πάλι τα ίδια, γέροντά μου; φώναξε ένα αγριεμένο παλικάρι, μ’ ένα κουρέλι στη μέση, χλομιασμένο από την πείνα. Πάλι τα ίδια, γέροντά μου; Φτου κι απαρχής; Το θυμάσαι καλά, δεν ήταν μονάχα πλούσιοι στο χωριό μας, ήταν και φτωχοί. Εμένα η μάνα μου πέθανε της πείνας, την εποχή που το χωριό κολυμπούσε στο λάδι και στο κρασί κι όλοι οι φούρνοι της γειτονιάς ξεφούρνιζαν ψωμί κι η μάνα μου λιγοθυμούσε από τη μυρωδιά... Πάλι τα ίδια λοιπόν, γέροντά μου; Πάλι πλούσιοι και φτωχοί;

Ο παπα-Φώτης κατέβασε το κεφάλι, κάμποση ώρα έμεινε συλλογισμένος.

- Πέτρο, είπε τέλος, είσαι ντόμπρος και αψύς και μου αρέσεις. Ότι ρωτάς συ από μένα, το ρωτώ κι εγώ μέρα-νύχτα από το Θεό και τον παρακαλώ να με φωτίσει. “Καινούργια θεμέλια, φωνάζω στο Θεό, θέμε καινούργια θεμέλια, Κύριε, για το καινούργιο χωριό μας. Όχι πια αδικίες. Ή όλοι να πίνουν και να κρυώνουν ή όλοι να τρων και να ντύνουνται. Δεν μπορούμε, Κύριε, να βάλουμε δικαιοσύνη στον κόσμο;” 

Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ντάριο Φο: Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες...

Ο δεκάλογος της θεωρίας της Maria Montessori

Νίκος Ξυλούρης - Αποφθέγματα

Κλεοπάτρα - Η τελευταία βασίλισσα της Αιγύπτου

Νάνος Βαλαωρίτης - H τιμωρία των Μάγων