Μάνος Κατράκης


«Η ζωή, αχ η ζωή! Πάρε λίγο φως από τον ήλιο, λίγα λουλούδια, λίγα κελαηδήματα πουλιών, κάτι από το ποταμάκι που τρέχει, κάτι από την αγάπη, βαλ’ τα όλα μαζί και τότε θα δεις τι όμορφη που είναι η ζωή...» 

Ο Μάνος Κατράκης ήταν ηθοποιός με σπάνιο ταλέντο και κορυφαία προσωπικότητα στο εγχώριο καλλιτεχνικό στερέωμα. Πρωταγωνιστής και θιασάρχης του θεάτρου, διανοητής της τέχνης και των γραμμάτων, είχε μια αξιοσημείωτη παρουσία και στον Ελληνικό Κινηματογράφο. Με την επιβλητική φυσιογνωμία του, τη στεντόρεια και  καθαρή φωνή του, τον αριστοκρατικό αέρα του και τις έξοχες ερμηνείες του,  κατάφερε να κερδίσει και τον πιο απαιτητικό κριτικό, αλλά και το πλατύ κοινό.

«Σύντροφε Μάνο, κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας, άξιε γιε της Ρωμιοσύνης
Ερωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη
στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη
μες στη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του
μες στη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου.
Σύντροφε Μάνο εσένανε σου πρέπουν αψηλόκορφοι ύμνοι σαν τον πάππο σου τον ψηλορείτη
λόγια τρανά για την αντρειά σου και την τέχνη σου
καθώς αυτά στις ραψωδίες του Ομήρου
όμως εγώ φτωχές ακούω τις λέξεις μου μπροστά στην ελατόφυτη καρδιά σου
κι έτσι μονάχα δέκα στίχους σου αφιέρωσα κι ένα μεγάλο “Γεια σου ορέ ΛεβεντοΜάνο”
ένα μεγάλο “Γεια σου” που αναβλύζει απ’ τις καρδιές και από το στόμα όλων των συντρόφων»
(Γιάννης Ρίτσος 14 IV 81 - Τα λόγια αυτά του Ρίτσου ήταν το δώρο του για τον εορτασμό των 50 χρόνων στο Θέατρο του Μάνου Κατράκη , με τον οποίο πρώτα απ’ όλα μοιράστηκαν τα βάσανα της εξορίας, στη συνέχεια βρέθηκαν πλάι – πλάι στους αγώνες για την ειρήνη και το σοσιαλισμό, χτίζοντας έτσι μια βαθιά φιλία). 

Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος πρωταγωνιστής και θιασάρχης, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου 1908 στο Καστέλι Κισσάμου της Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.

Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο κι έπαιζε αρχικά στην ομάδα του Κεραυνού, σε θέση σέντερ μπακ. Χάρη στη μαχητικότητά του κατόρθωσε να ξεχωρίσει γρήγορα και να πάρει μεταγραφή για τον σαφώς μεγαλύτερο Αθηναϊκό, με τη φανέλα του οποίου επίσης διακρίθηκε πριν τον κερδίσει το Θέατρο σε ηλικία 18 χρονών. 

“…Το να μιλάει κανείς για τον εαυτό του είναι δύσκολο. Τι να σας πω; Εγώ είμαι ένα απλό παιδί. Ξεκίνησα απ’ το άκρο δυτικό της Κρήτης: μας έφερε η μάνα μου στην Αθήνα για να μας κάνει ανθρώπους. Πάρα πολλές ταλαιπωρίες και κακουχίες και δυστυχίες και κατατρεγμοί, λόγω της καταγωγής μας, που ’μαστε απ’ την Κρήτη, και με τα βενιζελοβασιλικά που όποιοι ήτανε Κρητικοί ήτανε κόκκινο πανί. Περάσαμε των παθών μας τον τάραχο, εδώ στην Παλιά Ελλάδα, που λέμε. Και καταλαβαίνετε ότι οι δυσκολίες της ζωής ήτανε τεράστιες και για να σπουδάσει κανείς και για να βρει το δρόμο του.
Εγώ βέβαια δεν ξεκίνησα για ηθοποιός. Δεν ήξερα καλά-καλά τι θα πει θέατρο. Ξεκίνησα για μια πιο θετική δουλειά. Δηλαδή στην αρχή ήμουνα αφιονισμένος με τη θάλασσα, ήθελα να γίνω ναυτικός. Κάναμε ένα γαμπρό που ανακατευόταν με τις οικοδομές, ήθελε να με κάνει μηχανικό οικοδομών, πήγα στο μικρό Πολυτεχνείο, δεν το τελείωσα, τελικά, συμπτωματικά τελείως, βρέθηκα στο θέατρο. Αυτά σας τα λέω τώρα με άλματα μεγάλα, τεράστια άλματα. Τελείως συμπτωματικά βρέθηκα στο θέατρο, σ’ ένα χώρο που δεν είχα καμιά οικείωση και μπορώ να πω ότι ακόμα δεν την έχω. Θέλω να πω ότι η νοοτροπία του θεάτρου δεν μ’ έχει αιχμαλωτίσει, δεν μ’ έχει πάρει με το μέρος της εντελώς. Όπως είναι οι τρόποι που μεταχειρίζονται οι άνθρωποι στο θέατρο. Όχι ότι είναι τρόποι ανεπίτρεπτοι, όχι, αλλά χρειάζεται κάποια ευελιξία, κάποια ανοχή πολλές φορές, ίσως, κάποια ένταξη σε κάποιο ρεύμα ή σε μια αυλή ενός ισχυρού θεατρικού παράγοντα…” (Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Πολιτιστική)

Ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή. Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο Οι Νέοι στο έργο Για την αγάπη της. Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία Το λάβαρο του '21.

Η κριτική αντιμετωπίζει με ενθουσιασμό την παρουσία του στο θέατρο (στο ρόλο του Χαρίδημου, στον Ερωτόκριτο). Ο Αλκης Θρύλος έγραψε: «Υπήρξε μια αποκάλυψη. Ο κ. Κατράκης γέμισε τη σκηνή μόλις παρουσιάστηκε, χόρεψε με χάρη γοητευτική και μια εξαιρετική ευλυγισία και έπαιξε σαν δοκιμασμένος ηθοποιός». Ενώ ο Μιχαήλ Ροδάς τον χαρακτήρισε «λεβέντη στην όψη και στο κορμί», «ελπίδα του νεωτέρου μας θεάτρου, ένα καλλιτεχνικό αστέρι λαμπρό», για το οποίο πίστευε ότι «η Κρήτη που τον έβγαλε έπρεπε να υπερηφανεύεται».

Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη. Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.

Όταν όμως ερχόταν ο καιρός να πληρωθεί, ντροπαλός όπως ήταν, δεν πήγαινε να πάρει το μεροκάματό του. «Ντρεπόμουν να πάω να πληρωθώ! Σκεφτόμουνα, τι κάνω εγώ τώρα; Τι προσφέρω για να πρέπει να πληρωθώ», έλεγε ο ηθοποιός, χρόνια αργότερα. Η ντροπαλοσύνη αυτή τον κυνηγούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα. «Με ρωτούσαν «πόσα θέλετε κύριε Κατράκη» για μια ηχογράφηση, ας πούμε, κι έλεγα: Τίποτα, ευχαριστώ. Όμως, από ένα σημείο και μετά, κατάλαβα ότι έπρεπε να πληρωθώ. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ήταν βλέπεις και θέμα επιβίωσης». Ο Μάνος Κατράκης εξακολουθούσε να είναι σεμνός και ντροπαλός καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Δυσκολευόταν να πει όχι και να χαλάσει χατίρι στον οποιονδήποτε, αν και οι ρόλοι του συνήθως τον παρουσίαζαν δυναμικό, σκληρό και αδίστακτο.

Πριν καν ξεκινήσει ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Κατράκης έχει αρχίσει και στήνει γερές βάσεις στην καριέρα του ενώ παντρεύεται την επίσης ηθοποιό Άννα Λώρη. Κάνει σπουδαίες συνεργασίες όπως με το Θίασο του Μήτσου Μυράτ και της Μαρίκας Κοτοπούλη, ενώ προσλαμβάνεται και στο νεοϊδρυθέν τότε Εθνικό Θέατρο.

Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα τραγικά χρόνια του εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της αντίστασης και εξορίστηκε στη Μακρόνησο και στον Αη – Στράτη. Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες και πάντα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του.

Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο (εκδιώχτηκε το 1940 λόγο της ιδεολογίας του). 

Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940, ο Μάνος Κατράκης, έφυγε για το μέτωπο. Ο ηθοποιός ήταν άτυπα, προστάτης οικογένειας, καθώς ο πατέρας του, που ήταν έμπορος, έλειπε συνεχώς για δουλειές στο εξωτερικό. Έτσι ο Κατράκης άφησε πίσω του τη μητέρα και τις αδελφές του. Την ημέρα της αναχώρησης ένας συνάδελφός του, που τον είδε πάνω στο άλογο, του είπε: «Ε, μωρέ Κατράκη, σαν τον Άη Γιώργη τον καβαλάρη μοιάζεις». Κι όμως, το άλογο αυτό που έκανε τον ηθοποιό να μοιάζει με άγιο, παραλίγο να γίνει η αιτία για να χάσει τη ζωή του. Την ημέρα του ατυχήματος, ο Κατράκης είχε σταλεί από το διοικητή του, να βοηθήσει τον οδηγό μιας κλινάμαξας που είχε μείνει σε μια ανηφόρα. Το άλογο του όμως την ημέρα εκείνη ήταν δύστροπο και ανυπάκουο και έτσι ο Κατράκης πήρε άπραγος το δρόμο της επιστροφής. Την ώρα που κατηφόρισε ένα κακοτράχαλο δρόμο, στο χείλος του γκρεμού, πέρασε με ταχύτητα ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, που τρόμαξε το άλογο. Το ζώο σηκώθηκε στα δύο του πόδια και τότε ο ηθοποιός σκέφτηκε πως ήρθε το τέλος του,αφού ήταν δίπλα στον γκρεμό, αλλά για καλή του τύχη το άλογο παραπάτησε και έπεσε προς τη μεριά του δρόμου. Το πόδι του ηθοποιού όμως πλακώθηκε από το χτυπημένο ζώο και εγκλωβίστηκε. Προσπάθησε φωνάζοντας,  να προλάβει τους επιβάτες του αυτοκινήτου, που ήταν η αιτία του κακού, αλλά μάταια. Το όχημα είχε απομακρυνθεί αρκετά και κανείς δεν τον άκουσε. Το άλογο ήταν βαριά τραυματισμένο και δεν μπορούσε να σηκωθεί με αποτέλεσμα ο Κατράκης να μείνει για πολλές ώρες καταπλακωμένος. Όπως είπε αργότερα, ούτε που θυμόταν πόσες ώρες είχαν περάσει μέχρι που τον βρήκαν κάποιοι περαστικοί στρατιώτες και τον μετέφεραν στο Μέτσοβο. Οι συμπολεμιστές του, ήταν έτοιμοι να τον κηρύξουν αγνοούμενο, όταν εμφανίστηκε μπροστά τους σώος και αβλαβής. Παρά την περιπέτειά  δεν έπαψε να αγαπά τα άλογα.

Όσο καλός ηθοποιός και να ήταν ο Κατράκης δεν θα μπορούσε να γλιτώσει από την μεγάλη πείνα του χειμώνα του 1941. Η πείνα θερίζει και ο Κατράκης προσπαθεί να βρει τρόπο για να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό. Δουλειές δεν υπάρχουν και έτσι αναγκάζεται να πουλήσει ακόμα και τα κοστούμια του για να φέρει λεφτά στην οικογένεια του (στο μεταξύ έχει χωρίσει και έχει παντρευτεί για δεύτερη φορά).

Ο ίδιος ο Μάνος Κατράκης στη βιογραφία του (εκδόσεις Κάκτος) αφηγείται στον Αλέξη Κομνηνό εκείνες τις δύσκολες ημέρες:
 
"Λίγο μετά που γύρισα από το μέτωπο παντρεύτηκα. Είχα ένα δεσμό πριν φύγω και όταν επέστρεψα είχε πεθάνει ο πατέρας της, ήταν εισαγγελέας. Τη λέγανε Νένα. Ξέρεις όταν είσαι στο μέτωπο δένεσαι με αυτούς αφήνεις πίσω. Εκεί πάνω η πραγματική σου συντροφιά είναι κάθε στιγμή ο θάνατος. Και τότε σκέφτεσαι γιατί να κάνω εκείνο, αρχίζεις πλέον και να κάνεις αυτοέλεγχο. Να αυτοελέγχεσαι. Λες ας πούμε τι με ένοιαζε εμένα να κάνω αυτό.. ματαιότητα ήταν το ένα, ματαιότητα ήταν το άλλο. Και μετά σκέφτεσαι πόσο αλλαγμένος θα είσαι αν γυρίσεις πίσω, πώς θα είσαι, τι θα κάνεις, πώς θα φερθείς, πώς θ’ αγαπάς; Όλα αυτά σε οδηγούν σε μια ανακατάταξη και ανακατανομή αξιών μέσα στο μυαλό και στην ψυχή σου. Κι όταν γύρισα φυσικά παντρευτήκαμε κάποια στιγμή, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο μισθός του Εθνικού Θεάτρου είχε καταντήσει ίσα- ίσα για ένα πιάτο φαΐ. Που να φτάσει να θρέψεις, μάνα, αδελφή, γυναίκα έγκυο. Η γυναίκα μου τελικά έκανε αποβολή οκτώ μηνών, είχε δίδυμα…. ”

Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. 



“…Δύσκολα χρόνια, πολύ δύσκολα. Πέρασα πάρα πολύ δύσκολες στιγμές. Ήρθαν στιγμές που ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, μάλιστα σε μια περίοδο τελείως καθοριστική της παραπέρα πορείας μου και της εξέλιξής μου. Ήτανε το 1946. Στο θέατρο «Ρεξ» έγινε ένας μικρός πειραματικός θίασος, παράρτημα του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, με την επωνυμία «Αυλαία», και με την εμπνευσμένη διεύθυνση του Τάκη Μουζενίδη, ενός σκηνοθέτη που έμελλε να γίνει ο μόνιμος σχεδόν συνεργάτης μου στα κατοπινά χρόνια, όταν έκαμα το «Λαϊκό Θέατρο». Οφείλω πολλά στη συνεργασία μου, του «Λαϊκού Θεάτρου», με τον Μουζενίδη. Τότε λοιπόν ανεβάσαμε 4 έργα: τον «Δον Κάρλος» του Σίλερ, ένα έργο επαναστατικό, το έργο του Τσβάιχ, «Του φτωχού τ’ αρνί», επίσης προοδευτικό έργο, το επαναστατικό έργο είναι «Άνθρωπος του διαβόλου» του Μπέρναρντ Σω και το κορύφωμα, το επιστέγασμα της χρονιάς εκείνης ήτανε το εγχείρημα να ανεβάσουμε την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, που περιέχει έναν τεράστιο ρόλο, το ρόλο του Πρόσπερου, που είχε ανατεθεί σε μένα.
Εγώ ήμουνα βέβαια το βασικό στέλεχος της δουλειάς αυτής μαζί με άλλα αξιόλογα στελέχη, τον Νίκο Χατζίσκο, τον Νίκο Τζόγια, τον Γιώργο Δρακόπουλο, τον Κώστα Παππά και διάφορους άλλους. Ο ρόλος όμως έσπαγε κόκαλα, ήθελε πολλή πείρα, πολλή ωριμότητα και πολλά άλλα στοιχεία που έπρεπε να έχει ένας ηθοποιός. Με βασάνισε τόσο πολύ που κάποτε ορκίστηκα στον εαυτό μου και στο «θεό του θεάτρου» ―διότι ο «θεός του θεάτρου» είναι ξεχωριστός απ’ τους άλλους θεούς― ότι, αν αποτύχω, θα φύγω απ’ το θέατρο. Και πράγματι, βασανίστηκα πάρα πολύ για να βγάλω τον ρόλο. Το αποτέλεσμα ήταν, δυστυχώς, ευνοϊκό για τις τότε προσδοκίες μου. Γιατί λέω «δυστυχώς»; Είναι άλλο θέμα αυτό, δεν θα επεκταθώ. Θα το εξηγήσω με δυο λόγια μοναχά. Πέτυχα λοιπόν στον Πρόσπερο και φυσικά δεν έφυγα απ’ το θέατρο.
Είπα «δυστυχώς» γιατί όταν κανείς δουλεύει όπως δούλεψα εγώ ―και δουλεύουν κι άλλοι άνθρωποι βέβαια, δεν είμαι ο μόνος στο θέατρο― δεν χαίρεται ζωή. Δεν ζεις, δεν έχεις Κυριακή, δεν έχεις σχόλη, δεν έχεις γιορτή, δεν έχεις καθημερινή, δεν έχεις ανάπαυλα, δεν έχεις διακοπές. ” (Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Πολιτιστική)

Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.

"Η πρώτη φορά που επιχείρησα να κάνω διακοπές στη ζωή μου, πιστέψτε το, είναι τώρα. Κι αν σας πω ότι οι καλύτερες διακοπές μου ήταν η περίοδος της πεντάχρονης εξορίας μου;  Παρά τους βασανισμούς, παρά τα μαρτύρια, παρά τις κακουχίες, πιστέψτε με, είχαμε κάποιες στιγμές που αναπνέαμε καθαρό αέρα, με καταλαβαίνεις; Εδώ δεν τις έχουμε ούτε αυτές τις στιγμές. Αυτό που σου λέω είναι γεγονός. Μπορεί στη Μακρόνησο να με λιανίσανε στο ξύλο, αλλά όταν την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα και πήρα μια βαθιά ανάσα, ανάπνευσα ιώδιο, αέρα καθαρό, και ο αέρας ο καθαρός και το ιώδιο, πίστεψέ με, ήταν τα γιατρικά και τα φάρμακά μας την εποχή εκείνη…”

Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο που έχουν διηγηθεί, τόσο ο Γιάννης Ρίτσος, όσο και η Ρούλα Κουκούλου, όταν οι Αλφαμίτες τον βασάνιζαν: 
«Γονάτισε Κατράκη » – του έλεγαν – «αλλιώς θα πεθάνεις». 
«Οχι, ρε παιδιά, τέτοια χάρη δε σας την κάνω». 
«Τι παριστάνεις, ρε;» – συνέχιζαν – «Τον Μαρίνο Κοντάρα;» (τον ήρωα της ομώνυμης ταινίας που είχε ενσαρκώσει τον ατρόμητο ήρωα). 
Κι ο Κατράκης αποκρίθηκε «…όχι ρε παιδιά, δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κοντάρα, απλά τον άνθρωπο».


Ο Μάνος Κατράκης με τον Γιάννη Ρίτσο, εξόριστοι στη Μακρόνησο


Όταν ο Μάνος Κατράκης γνωρίζει στην Μακρόνησο, τον Γιάννη Ρίτσο, γίνονται αμέσως φίλοι. Μένουν μαζί και στην ίδια σκηνή.

Ο Κατράκης στην βιογραφία του σημειώνει: 
«Θυμάμαι με συγκίνηση το πάθος του Ρίτσου για γράψιμο. Πάθος που δεν τον άφησε ποτέ. Ξύπναγε το πρωί, ανασηκωνόταν λιγάκι και άρχιζε να γράφει. Έγραφε… Έγραφε… Έσκιζε, ξαναέγραφε, χωρίς να πιει καφέ. Δεν ήταν καλά. Είχε ταλαιπωρηθεί από τις περιπέτειες. Όταν μπορούσα, πήγαινα και μάζευα κανένα χορταράκι να βράσω, να πιει το ζουμί του, που ήταν δυναμωτικό».

Ο Ρίτσος φοβάται ότι θα βρουν και θα καταστρέψουν τα ποιήματά του. Ο Κατράκης αποφασίζει να τα κρύψει σε μπουκάλια και να κάνει ότι πάει να μαζέψει χόρτα. Με το μαχαίρι σκάβει ένα μικρό λάκκο, και τα κρύβει. Λίγο πριν τον στείλουν στον Άη-Στράτη, τα ξεθάβει και τα παίρνει μαζί του. Ποιήματα γραμμένα Αύγουστο και Σεπτέμβρη του 1949. Είναι τα «Μακρονησιώτικα» ή «Πέτρινος Χρόνος».

Οι δυσκολίες της εξορίας, τα βασανιστήρια, η αλληλεγγύη ανάμεσα στους δοκιμαζόμενους συναγωνιστές καταγράφονται από τον Κατράκη με ποιητικό τρόπο:

«Κείνο το βράδυ στη χαράδρα…Δεν το ξεχνάω φίλε
Είχανε σπάσει δυο μπαμπού
στα κόκαλά μου…
Η ανανδρία θυμάμαι
τα ‘βαλε με τη λεβεντιά
κείνο το βράδυ
Μα το νεράκι πού το βρήκες
σύντροφέ μου;
Τώρα που πέρασαν οι πόνοι
σε βλέπω αδύνατο κι ωχρό
να σεργιανάς
Κι είπα να σου ‘δινα το χέρι
για να ξοφλήσω τη δροσιά
κείνης της νύχτας
Μα το νεράκι πώς το βρήκε
το νεράκι
σ’ εκείνο τ’ άνυδρο το ρέμα».

«Η ζωή άρχισε από τότε που μπήκα στο Κόμμα μου», είχε πει ο ίδιος. «Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής. Αισθάνομαι υπερηφάνεια για το κόμμα, για τις εκατοντάδες χιλιάδες τους συντρόφους, που αποτελούν τον κορμό του μεγάλου δέντρου του μέλλοντος. Από αυτό αντλούμε όλη τη δύναμη για την τελική δικαίωση των αγώνων και θυσιών του λαού μας. Από τη ζωοδότρα πηγή αυτού του λαού παίρνουμε εμείς οι καλλιτέχνες το υλικό, που το κάνουμε λόγο, εικόνα, ποίηση, μουσική, θέατρο και ό,τι άλλο βοηθά στην καλυτέρευση του νου και της ψυχής».


Ο Μάνος Κατράκης με την μητέρα του

Θυμίζουμε έναν, καταγραμμένο, σχεδόν δύο δεκαετίες πριν στο «Ρ», διάλογό του με τη μάνα του, ως δείγμα του χαρακτήρα και των δυο. Η κυρα-Ειρήνη, όπως όλες οι μανάδες των κρατουμένων αγωνιστών, υπέφερε με τον εγκλεισμό του παιδιού της. Σε μια συνάντησή τους στην εξορία, ο Κατράκης δοκίμασε την ψυχική αντοχή της μάνας του: 

-«Τι είναι Μανόλη;»
-«Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα;» 
-«Πώς θα ‘ρθεις;» 
-«Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω»
- «Ιντα να υπογράψεις;» 
-«Δήλωση» 
-«Ιντα δήλωση;» 
-«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…» 
-«Και δεν είσαι;» 
-«Είμαι» -«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…».


Γιάννης Ρίτσος, Χαρίλαος Φλωράκης και Μάνος Κατράκης

Σύμφωνα με τα όσα γνωρίζουμε ο φάκελος του Κατράκη στην Ασφάλεια ανοίγει το 1942 και δεν σταματάει να γεμίζει μέχρι και την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών. Οι κρατικές αρχές ζητούν από τον Κατράκη να υπογράψει δήλωση μετάνοιας. Όσο περισσότερο επιμένει ο Κατράκης τόσο πιο εκδικητικό γίνεται το κράτος απέναντί του. Μέσα στο φάκελο του υπάρχει και ο «Χαιρετισμός Εξορίστων» από τον «Αγ. Ευστράτιον» προς το «Β Συνέδριον Ειρήνης». Το 1950, οι εξόριστοι στον Αη Στράτη είχαν στείλει στον ΟΗΕ κείμενο με τίτλο «Η Ειρήνη αξίζει όλας τας ουσίας»!



Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης). Στη συνέχεια και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκραντέ, Βαθιές είναι οι ρίζες, Το κορίτσι με το κορδελάκι κ.ά).

"΄Ολες αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες τα φάρμακα που υπάρχουν, θα μπορούσαν να είχαν μειωθεί στο ελάχιστο αν ακολουθούσαμε μια φυσική ζωή οι άνθρωποι. Να μάθουμε ν’ αντέχουμε το κρύο, να μαθαίνουμε να περπατάμε, να μαθαίνουμε να γυμναζόμαστε λιγάκι, να μαθαίνουμε να τρώμε και όσπρια, και τη σαρδέλα και το μπιφτέκι, και το φιλέτο, να τρώμε κυρίως φυσικές τροφές, λάχανα, χόρτα, σπόρους. Δεν θα είχαμε τώρα το να περνάει η ζωή μας μέσα από ένα σάντουιτς ή από ένα τοστ με ζαμπόν και φρέσκο βούτυρο και κάτι πασαλειμμένες κονσερβοποιημένες κρέμες, που ποιος ξέρει τι προσθέτουν στον ήδη κλονισμένο οργανισμό μας. Τώρα γιατί σας τα λέω αυτά τα πράγματα. Δεν είμαι γιατρός. Αλλά για να σας δώσω να καταλάβετε τη δίψα μου να ζήσω κι εγώ κάποιες στιγμές όπως ονειρευόμουνα όταν ήμουνα παιδί, που ήμουνα φοβερά ελεύθερο παιδί και με πετροπολέμους και με εκδρομές και με φουτμπόλ και με πορείες και με ορειβασίες…" (Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Πολιτιστική)




Το 1954 μπήκε στη ζωή του η διακεκριμένη χορεύτρια,Λίντα Άλμα (Ελένη Μαλιούφα). Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στις παραστάσεις του έργου το ” Τέλος του Ταξιδιού “. Εκείνη όπως ισχυρίστηκε μαγεύτηκε από την ώρα που τον πρωταντίκρυσε στη σκηνή. Θα ερωτευτούν και θα μείνουν μαζί ως το τέλος, επισφραγίζοντας την αγάπη τους το 1979 και με ένα γάμο. Η Άλμα άφησε την καριέρα της για το Μάνο, δίχως να το μετανιώσει στιγμή. Εκείνος την αποκαλούσε «μάνα, πατέρα, ερωμένη, σύζυγο, φιλενάδα, υπηρέτη, αφέντη αλλά και θύμα». Πίστευε πώς μαζί του στερήθηκε μια καλύτερη ζωή και μια λαμπρή καριέρα.Εκείνη βέβαια από την πλευρά της τον ευγνωμονούσε που της γνώρισε τη ζωή. Συμμερίστηκε μάλιστα τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις και στάθηκε πλάι του.


“…Πριν από τριάντα χρόνια αντίκρισα για πρώτη φορά τα φώτα της ράμπας από τη μικρή κι  αξέχαστη σκηνούλα του θεάτρου των «Νέων του Παγκρατιού». Ήταν μια νύχτα του Ιουνίου  του 1928. Γιάννης Ξανθάκης λεγόταν ο άνθρωπος που με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε στο «Ντελίς», στην πρόβα του θιάσου, που έπαιζε κείνη την εποχή στο Παγκράτι υπό τους Παντόπουλο και Νικολόπουλο. Σήμερα, ύστερα από τρεις δεκαετηρίδες, έχω τη μεγάλη ευτυχία να διευθύνω το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο…”

Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Σ' αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ, Φουέντε Οβεχούνα). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.

Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).



Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Νικηφόρο​υ Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.



"Το σανίδι είναι γλυκό, δεν φεύγει κανείς εύκολα από το σανίδι. Δεν φτάνει το ταλέντο για να είσαι καλός ηθοποιός, για να μείνεις καλός ηθοποιός. Δεν λέω να γίνουν όλοι πρωταγωνιστές, δεν γίνονται όλοι. Το θέατρο δεν ζει μόνο με πρωταγωνιστές, ζει και με βοηθητικά πρόσωπα, αλλά τα βοηθητικά πρόσωπα να ξέρουνε τι λένε, να ξέρουνε πού πατάνε, να ξέρουνε πώς τα λένε. Πρώτα πρώτα να ξέρουνε, να μαθαίνουνε την ελληνική γλώσσα. Γιατί σπάνια, λίγοι απ’ αυτούς μιλάνε ελληνικά. Μιλάνε παρεφθαρμένα ελληνικά.
Τριάντα σου λέει, φεγγάρι. Δεν είναι ούτε τριά-ντα, ούτε φε-γγάρι. Είναι τριάν-τα και φε(ν)γγάρι. Αυτό το ν, το μικρό αυτό γραμματάκι που λέγεται ν, ενδιάμεσα, στην εκφορά του λόγου, έχει πολύ μεγάλη σημασία για τη μουσικότητα, για τον ήχο και την αισθητική μιας γλώσσας. Στις ξένες χώρες, πάρτε την αγγλική σχολή ας πούμε, οι απόφοιτοι μαθητές μιας σχολής μιλάνε άπταιστα, αλάθητα τη γλώσσα τους, πολύ ωραία, καταλαβαίνεις τι λένε. Εδώ τρομάζεις να πάρεις μια φράση σωστή απ’ τη σκηνή, από πόσους ανθρώπους να πάρεις σωστή φράση; Πόσοι άνθρωποι μιλάνε σωστά στο ελληνικό θέατρο; Κατά τη γνώμη μου η θεατρική παιδεία είναι ελλειπής. Αν ιδρυθούν ακαδημίες σωστές, επανδρωμένες με σωστά στελέχη, πρέπει οι σχολές αυτές να διαλυθούν. Βέβαια ο ηθοποιός πρέπει να ’ναι ελεύθερος να διαλέγει τη σχολή του και που θα πάει να σπουδάσει. Όσα χρόνια θέλει να σπουδάζει. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να παίρνει δίπλωμα ότι είναι ηθοποιός. Τι δίπλωμα ηθοποιού; Δεν υπάρχει δίπλωμα ηθοποιού. Μπορεί κάποιος να είναι καλύτερος ηθοποιός κι από μένα κι απ’ όλους τους άλλους. Αν του δοθεί η ευκαιρία, να βγει στο σανίδι να τα πει. Αν θέλει από κει και πέρα να σπουδάσει και να προχωρήσει, τότε να πάει να μορφωθεί σε μια σχολή, στο εξωτερικό, όπου θέλει να πάει." (Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Πολιτιστική)

Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.



Ο Μάνος Κατράκης ήταν λάτρης της λογοτεχνίας και έγραψε ποιητικά έργα και πεζά. Μέσα από αυτά τα ποιήματα φαίνεται πως στην ψυχή του ζει πάντα η ελπίδα για τον καινούργιο κόσμο: 

«Στ’ ακροθαλάσσι του Αϊ-Στράτη
κρυφά από του Θεού το μάτι
Ζουν άνθρωποι και ωριμάζουν
καινούριο κόσμο ετοιμάζουν».

Τζένη Καρέζη - Μάνος Κατράκης - Γιάννης Ρίτσος

Κλασικές έχουν μείνει δεκάδες απαγγελίες του σε διάφορες εκδηλώσεις και στο ραδιόφωνο, όπου με τη μοναδική του φωνή έδινε φλόγα στον νεοελληνικό ποιητικό λόγο.

Εκτός από το θέατρο ο Μάνος  Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες Κινηματογράφου από «Το λάβαρο του ’21» (1928) έως το «Το Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) στο οποίο έχουμε και τη συγκλονιστικότερη ερμηνεία του.

Έπαιξε σε περισσότερες από 80 ταινίες, και οι ερμηνείες του έχουν αφήσει εποχή. Συνήθως, υποδυόταν χαρακτήρες που είχαν θέση στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, χάρη στο επιβλητικό παρουσιαστικό του. Με την υποκριτική του ικανότητα κατάφερνε να δίνει ειδικό βάρος και υπόσταση σε κάθε ρόλο του, ακόμα κι αν δεν ήταν πρωταγωνιστικός. 


Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.



Το Μάρτη του 1981 διοργανώθηκε στο Παρίσι τιμητική εκδήλωση για εκείνον, από το  σκηνοθέτη Γιάννη Ιορδανίδη.
Στην εναρκτήρια βραδιά της εκδήλωσης ο Μάνος Κατράκης απευθύνθηκε στους παρευρισκόμενους. Για ακόμα μια φορά, με μίλησε μέσα από την καρδιά του, αγγίζοντας τις ψυχές όσων των άκουσαν.

«Και να γνώριζα τη γλώσσα του Ρακίνα και του Μολιέρου πάλι θα σας μίλαγα ελληνικά.
Δεν θέλω τίποτα να ψευτίσει τη συγκίνησή μου και την ευγνωμοσύνη μου για την τιμή που μου κάνετε. Γι` αυτό χρησιμοποιώ τις λέξεις της γλώσσας μου που ταυτίζονται με την ψυχή μου.
Είναι λέξεις που κρύβουν μέσα τους την καθαρότητα του ελληνικού ουρανού και του ασίγαστου πόντου. Εσείς τιμάτε τα 50 χρόνια της καλλιτεχνικής μου δραστηριότητας.
Σας ευχαριστώ. Εγώ όμως θέλω να σας πω ποιος είμαι. Θέλω να με γνωρίσετε σωστά. Θέλω να σας πω πως γεννήθηκα στην Κρήτη.
Μεγάλωσα ξυπόλητο παιδί στις αμμουδιές της πατρίδας μου, που έβαζα στ` αυτιά μου τα κοχύλια της θάλασσας να ακούσω τη βουή του ωκεανού.
Δεν ήξερα να αποζητώ την ομορφιά, μα η ομορφιά ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μου. Δεν ήξερα να αποζητώ τη λεβεντιά.
Μα η λεβεντιά με συνέπαιρνε μέσα μου από τις ιστορίες του παππού μου. Αφήστε να παινέψω την πατρίδα μου.
Το αξίζει.
Εγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός. Ηθελα να ξοδιάσω όσες δυνάμεις κρύβαν τα μπράτσα μου και η ψυχή μου».

Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.

“…Όταν ήμουν στο Εθνικό Θέατρο οι σκηνοθέτες μεταξύ τους είχαν αντιζηλίες, ο ένας είχε τη μία του αυλή, ο άλλος την άλλη του αυλή, οι διευθυντές είχαν τα σαλόνια τους με τις αυλές τους κλπ. Εγώ δεν ήμουνα ποτέ ικανός να ενταχθώ πουθενά. Και καταλαβαίνετε ότι όλη αυτή η ιστορία μου δημιούργησε κάποιες δυσκολίες. Μιλώντας για τον εαυτό μου και συνοψίζοντας αυτά πού σας λέω και με πολλά άλλα γεγονότα που για να τα πούμε χρειάζονται ίσως μέρες και όχι ώρες, εκείνο που μπορώ να πω για τον εαυτό μου υπεύθυνα ―χαίρομαι που είμαι σε θέση στα 75 μου χρόνια να το διαπιστώνω και να το λέω― είναι ότι η ζωή μου υπήρξε μια ζωή φαινομενικά ήρεμη, ουσιαστικά όμως φοβερά ανήσυχη, φαινομενικά ίσως λίγο άτονη, ουσιαστικά φοβερά έντονη και αγωνιστική…” (Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Πολιτιστική)

Περισσότερα από 50 χρόνια συνεχούς προσφοράς στο θέατρο, με στόχους υψηλούς, με ερμηνείες συγκλονιστικές, με βραβεία και κριτικούς επαίνους. Πιστεύοντας πως η τέχνη δεν υπάρχει από προσωπική ανάγκη για έκφραση, αλλά είναι ένα σπουδαίο κοινωνικό λειτούργημα, που εξυπηρετεί την ανάπτυξη της κοινωνίας μας, έστρεψε την τέχνη του και τον εαυτό του στην εξυπηρέτηση υψηλών στόχων, σκοπών και προοπτικών.


“…Το συμπέρασμά μου είναι ότι πορεύτηκα μάλλον έντιμα στη ζωή μου, και στην πολιτική και στην ιδιωτική, και στην επαγγελματική μου ζωή. Και κει ίσως οφείλω ένα πάρα πολύ μεγάλο μέρος της σημερινής τοποθέτησης που έχει κάνει ο κόσμος στη δουλειά μου: στην εντιμότητά μου, στο ότι δεν είμαι άνθρωπος των παραχωρήσεων, των υποχωρήσεων. Παραχωρήσεις βέβαια και ο λεγόμενος «θεός» μπορεί να έχει κάνει, πολλές φορές για χάρη του υιού του Ιησού ή της παρθένου Μαρίας. Φυσικά κι εγώ πιθανόν να έχω κάνει μερικές παραχωρήσεις αλλά τέτοιες: «θεϊκές». Δεν έχω κάνει πολλές παραχωρήσεις. Αυτά μπορώ να σας πω για τον εαυτό μου, συνοψίζοντας τη ζωή μου.”   (Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Πολιτιστική)


Πηγή: sansimera.gr, atexnos.gr, finosfilm.com, klik.gr, imerodromos.gr, Ριζοσπάστης, newsbeast.gr, katiousa.gr, ΚΑΤΡΑΚΗΣ, η ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη όπως την αφηγήθηκε στον ΑΛΕΞΗ ΚΟΜΝΗΝΟ», εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, mixanitouxronou.gr


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

1918 - 2018: 100 Χρόνια ΚΚΕ, Οι ημερομηνίες σταθμοί: Η ίδρυση του ΚΚΕ. Περίοδος μεταπολεμικής επαναστατικής ανόδου.

Σαν Σήμερα 12 Σεπτεμβρίου

Θεόφραστος - Χαρακτήρες: 15. Αυθάδεια

Σαν Σήμερα 31 Οκτωβρίου

Σαν Σήμερα 8 Μαρτίου

Νόμπελ Λογοτεχνίας: Ανορθογραφίες και λάθη της Σουηδικής Ακαδημίας

Σαν Σήμερα 18 Απριλίου