Λίντα Άλμα



Η Λίντα Αλμα, με πραγματικό όνομα Ελένη Μαλιούφα, ήταν μια από τις καλύτερες χορεύτριες που πέρασαν από την Ελλάδα στο μουσικό θέατρο. Καλλιτεχνικό ζευγάρι για 28 ολόκληρα χρόνια με τον εξαίρετο χορογράφο και χορευτή Γιάννη Φλερύ, έγραψε μια λαμπρή καριέρα στο θέατρο και στον κινηματογράφο στην Ελλάδα, αλλά για κάποια χρόνια και στο εξωτερικό.


Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας, που είχε χάσει την πατρική φροντίδα (ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν πολύ μικρή), η Λ. Αλμα κατάφερε να σπουδάσει, χάρη στις ακούραστες προσπάθειες της μητέρας της. Πήρε μαθήματα κλασικού χορού στη σχολή Μοριάνοβ και πολύ αργότερα, συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι (σχολή Πρεομπραζένσκα όπου ήταν από τις πρώτες μαθήτριες) και στην Αμερική (σχολές Γιασβίνσκυ, Κέιτον). 

Ρένα Βλαχοπούλου και Λίντα Άλμα
Το 1943, ο Απόλλων Γαβριηλίδης την είδε να χορεύει στη σχολή της και της πρότεινε να εμφανιστεί στο βαριετέ του Ορέστη Λάσκου που παρουσίαζε στο «Αλκαζάρ», ιδιοκτησίας του Γιάννη Φίνου, πατέρα του Φιλοποίμενα. Στη συνέχεια εμφανιζόταν και σε άλλα βαριετέ σαν ντουέτο με την αδελφή της, η οποία σύντομα σταμάτησε την καλλιτεχνική της καριέρα. Την επόμενη χρονιά, τη γνώρισε και ο Γιάννης Φλερύ στο βαριετέ «Παναθήναια», καθώς έψαχνε να βρει αντικαταστάτρια της παρτενέρ του, η οποία είχε πάθει κάποιο ατύχημα. 


"Πάνω στη σκηνή η Λίντα μετουσιωνότανε, έπαιρνε μια έκφραση το πρόσωπό της ανάλογα με το ρόλο, που ήταν έκτακτη. Σε κείνους τους ρόλους δε, που έπρεπε να προβάλλεται ο παράγων γυναίκα, ήταν ανυπέρβλητη. Το περίεργο της Λίντας ήταν ότι ενώ είχε αυτή την τρομερή ακτινοβολία της θηλυκάδας, δεν προκαλούσε πόθους. Ήταν ένα μπιμπελό, προκαλούσε θαυμασμό." (Γ.Φλερύ, από το βιβλίο Επιθεώρηση Καψούρα μου, Σπεράντζα Βρανά, εκδόσεις Γλάρος)
Ο Φλερύ την πήγε στην ομάδα του Νίκολς για να συνεχίσει τις σπουδές της και παράλληλα άρχισαν να χορεύουν στα μουσικά θέατρα και τα βαριετέ της εποχής και αργότερα, μετά τον πόλεμο, στα κοσμικά κέντρα της πρωτεύουσας. Το 1945 συναντιούνται με τη Ρένα Βλαχοπούλου στο θέατρο «Ακροπόλ», στις θρυλικές επιθεωρήσεις Μπλε και άσπρο και Ελεύθερες Νύχτες. Το 1946 το ζεύγος Φλερύ-Άλμα εμφανίζεται στο κέντρο «Μαϊάμι». Εκεί θα τους συναντήσει το 1946 η Edith Piaf που πραγματοποιεί έκτακτες εμφανίσεις στην Αθήνα. Εντυπωσιάζεται από τις χορευτικές τους επιδόσεις και τους προτείνει να την ακολουθήσουν στην περιοδεία της ανά την Ευρώπη. Το 1946 η Λ. Αλμα και ο Γ. Φλερύ έφυγαν από την Ελλάδα και μετά από πρόταση της Εντίθ Πιαφ συμμετείχαν σε παραστάσεις της, στο «Ετουάλ», στο Παρίσι και αργότερα σε μεγάλα θέατρα του κόσμου όπου εμφανίστηκαν δίπλα και σε άλλες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, όπως Αζναβούρ, Ίβ Μοντάν, Ζακ Μπρελ, Μπουρβίλ και άλλοι. Το 1955 η Λ. Αλμα επέστρεψε στην Ελλάδα, γιατί ήταν η μητέρα της άρρωστη. Ηρθε για λίγο, γιατί μετά ακολουθούσαν πολλά συμβόλαια και πολύ σημαντικά. Όμως γνώρισε τον Μ. Κατράκη και δεν ξανάφυγε ποτέ. 


Μάνος Κατράκης, Τζένη Καρέζη, Λίντα Άλμα
Μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα, εμφανίζονταν μαζί με τον Φλερύ σε μουσικά θέατρα, σε κέντρα και στον κινηματογράφο. Στη Φίνος Φιλμ χόρεψαν μαζί σε αρκετές ταινίες, ενώ σε δύο από αυτές χόρεψαν με δική της χορογραφία: «Κάτι Κουρασμένα Παλικάρια» και «Κοντσέρτο για Πολυβόλα».


Το 1953 συναντούν και πάλι τη Ρένα Βλαχοπούλου στο θεάτρο «Περοκέ». Από τότε και ως το 1967 συνεργάζονται σχεδόν κάθε χρονιά, είτε σε θέατρα είτε σε βαριετέ και νυχτερινά κέντρα. Θρυλική ήταν η τετράδα Γιώργος Οικονομίδης-Ρένα Βλαχοπούλου-Γιάννης Φλερύ-Λίντα Άλμα που δέσποζε στα νυχτερινά κέντρα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50. Οι δυο γυναίκες συνδέονται με μια βαθιά φιλία που θα κρατήσει πολλά χρόνια και μετά το τέλος της συνεργασίας τους. Ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας θα κρατήσει τη Λίνταμακριά από το θέατρο για δύο χρόνια και το ’69 θα επιστρέψει, νικήτρια, στο θέατρο «Ακροπόλ» στο πλευρό της στενής της φίλης Ρένας, στην επιθεώρηση Γυναίκα του ’69.


Από το 1955 που γνωρίζονται η Λίντα Άλμα και ο Μάνος Κατράκης θα δεθούν ως το τέλος της ζωής του. Εκείνη τον στηρίζει σε όλες τις δυσκολίες που περνάει με τις θιασαρχικές του ταλαιπωρίες αλλά και τις κατά καιρούς διώξεις του. Το 1968 του γίνεται έξωση από το Πεδίον του Άρεως και ο Κατράκης συνεργάζεται πλέον με άλλους θιάσους (Ε. Λαμπέτη, Α. Βουγιουκλάκη, Μ. Μερκούρη) αλλά και με το Εθνικό Θέατρο.
Η Άλμα είχε πει για εκείνον: "Επαιζε στο Θέατρο Αθηνών το «Τέλος του ταξιδιού» του Σέριφ, μαζί με τον Κωνσταντάρα, που τον ήξερα πολύ καλά. «Ελα να δεις αυτή την παράσταση», μου είπε. Εκεί τον πρωτοείδα. Μ’ εντυπωσίασε πολύ και σαν ηθοποιός και σαν παρουσία και θέλησα να τον γνωρίσω από κοντά. Με τα πρώτα λόγια που μου είπε, σαν να χτύπησε η καρδιά μου. Ηταν κάτι καινούργιο για μένα – κι ας είχα γνωρίσει με την Πιαφ τόσους μεγάλους. Ετσι αρχίσαμε…».

Η Άλμα και ο Κατράκης συζούν από τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους χωρίς να έχουν παντρευτεί. Το 1979 όμως εκείνος θα την αιφνιδιάσει οργανώνοντας κρυφά τον γάμο τους. Παρούσα φυσικά και η φίλη της, η «αδελφή» της Ρένα Βλαχοπούλου που μοιράζεται τη χαρά τους.
Ο μεγάλος ηθοποιός δήλωσε στον συγγραφέα της βιογραφίας του Αλέξη Κομνηνό (Κατράκης, εκδ. Κάκτος): «Η Λίντα αντικατέστησε ό,τι είναι δυνατόν να υπάρξει αγαπημένο σ’ έναν άνθρωπο. Μάνα. Πατέρα. Ερωμένη. Σύζυγο. Φιλενάδα. Θύμα. Τι να σου πω. Υπηρέτη. Αφέντη. Τι να σου πω. Δηλαδή δε νομίζω ότι βρίσκονται εύκολα τέτοιοι άνθρωποι. Είναι ένα πλάσμα άλλου κόσμου! […] Εγώ της έδωσα μάλλον πίκρες. Όμως την λατρεύω. Και τελικα πέρα από τη Λίντα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πια. Ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει. Κι αυτό από τον πρώτο καιρό που την γνώρισα».
Στο θέατρο η Λίντα Αλμα δούλεψε μέχρι το 1979, χρονιά που παντρεύτηκε με τον Μ. Κατράκη. Μετά τον θάνατο του Κατράκη η Λίντα Άλμα θα οργανώσει το αρχείο του και θα φροντίσει για την αξιοποίηση του υλικού που άφησε πίσω του (σκοντάφτοντας συνήθως στην αδιαφορία της πολιτείας και άλλων επίσημων φορέων). Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο ξενοδοχείο του ανιψιού της και εκεί πέθανε στις 2 Αυγούστου 1999, χτυπημένη από τον καρκίνο.Η Λίντα Αλμα έφυγε πικραμένη, με ανεκπλήρωτο ένα μεγάλο όνειρο ζωής: Την ίδρυση του Μουσείου Μάνου Κατράκη...

«Εγώ από τη στιγμή που γνώρισα τον Μάνο», θυμόταν η ίδια στη συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία» το 1985, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Κατράκη, «άρχισα να καταλαβαίνω διαφορετικά τη ζωή. Ως τότε μπορώ να πω ότι ήμουν ένα παιδί. Είχα βέβαια αγωνιστεί πολύ, είχα μάθει πολλά, αλλά όχι στο επίπεδο που με έμαθε ο Μάνος: να υπερασπίζομαι τη ζωή μου και τη δουλειά μου, αυτά που κάνω να έχουν κάποιο σκοπό. Το χρέος που είχα απέναντι στον εαυτό μου και στη δουλειά μου, αυτός μου τα 'μαθε».
Πηγή: finosfilm.com, rizospastis.gr, ellinikoskinimatografos.gr, wikipedia

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Νίκος Ξυλούρης - Αποφθέγματα

Ντάριο Φο: Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες...

Ο δεκάλογος της θεωρίας της Maria Montessori

Νάνος Βαλαωρίτης - H τιμωρία των Μάγων

Γιώργος Ζήκας: Πέθανε ο γνωστός μουσικοσυνθέτης