9 - 12 Αυγούστου 1953 - Οι σεισμοί του Ιονίου Πελάγους, Μαρτυρίες ανθρώπων που τους έζησαν



1. Αθηνά Θεοδόση:

«Με τον πρώτο σεισμό είχανε ξεκολλήσει μερικές πέτρες στο σπίτι μας. Ήταν ένα πέτρινο, δίπατο, στο Κεραμιδάκι. Έτσι λέγεται η γειτονιά μας γιατί υπάρχουνε πολλές πηγές και τότενες δεν υπήρχαν βάνες. Έτσι είχανε βάλει ένα κεραμίδι ανάποδα, στην μεγάλη, πέτρινη βρύση, και έτρεχε το νερό συνέχεια από ’κει. Όλη η Ζάκυνθος ερχότανε το απόγευμα με μπότσες να πάρουνε φρέσκο νερό.

Το πρωί της Τετάρτης (12 Αυγούστου) είχα πάει στο μπακάλικο και εκεί οι γυναίκες λέγανε ότι ακούγονται φήμες για μεγάλο σεισμό αλλά από την Νομαρχία το κρύβανε για να μην φοβηθεί ο κόσμος. Έτσι καθόμασταν στη βεράντα και είχα συνέχεια το νου μου στα παιδιά. Ήμουν με τον μεγάλο μου γιο και τον μπέμπη, αβάπτιστο ακόμα, και την πεθερά μου. Από την βεράντα, που ήταν λίγο υπερυψωμένη, αφού η γειτονιά μας είναι στους πρόποδες του λόφου και είναι αμφιθεατρική, έβλεπα και τις δύο μου κόρες (8 και 6 χρονών), κάτω στην πέτρινη βρύση που παίζανε μπουγέλο μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς.

Στις εντεκάμιση έγινε ο μεγάλος σεισμός. Το σπίτι πίσω μας έπεσε και σηκώθηκε σκόνη παντού. Άρπαξα τα αγόρια μου και φώναζα τα κορίτσια αλλά δεν άκουγα τίποτα από την φασαρία. Η γη έτρεμε συνέχεια. Η πεθερά μου με τράβηξε να ανεβούμε ψηλά στο λόφο για να σωθούμε. Όταν ανεβήκαμε πιο ψηλά, μαζί με άλλους γείτονες που είχαν γλιτώσει, βλέπαμε κάτω να μην έχει μείνει τίποτα όρθιο. Και σε εκείνο το χαλασμό σκεφτόμουνα ότι είχα αφήσει τις κόρες μου. Πέταξα τα αγόρια στην πεθερά μου να πάω να τις σώσω. Εκείνη μου ούρλιαζε ότι τα έχασα τα κορίτσια μου, ότι σκοτωθήκανε, και να μην πάω γιατί θα σκοτωθώ και εγώ και θα μείνουνε και τα αγόρια μου ορφανά. Εγώ δεν την άκουσα και πήγα. Όταν κατέβηκα κάτω, στην γειτονιά μας ξανά, δεν έβλεπα τίποτα και δεν μπορούσα να σταθώ όρθια. Φώναζα τα ονόματα των κοριτσιών και κατευθυνόμουνα προς την βρύση μπουσουλώντας. Άκουσα τη φωνή της μικρής μου κόρης να με φωνάζει και προσανατολίστηκα. Την βρήκα και την τράβαγα να την πάρω αγκαλιά να φύγουμε. Ήταν μούσκεμα και νόμιζα ότι ήταν βρεγμένη από την βρύση. Αλλά ήταν από αίμα. Το κεφάλι της ήταν πλακωμένο από δύο μεγάλες πέτρες, από την παμπάλαια βρύση που είχε καταρρεύσει. Δεν ξέρω πού βρήκα την δύναμη να κουνήσω εκείνους τους ογκόλιθους! Πήρα την κόρη μου και ανέβαινα τον λόφο, για να την αφήσω στην πεθερά μου και να γυρίσω να βρω την μεγάλη μου. Αλλά ευτυχώς η μεγάλη είχε γλιτώσει και είχε βρει την γιαγιά της, στο λόφο. Μετά με αγωνία περιμέναμε τον άντρα μου, που ήταν στη δουλειά.

Αργότερα ξέσπασε η φωτιά και όλο ανέβαινε προς τον λόφο. Αναγκαστήκαμε να ανεβούμε πιο ψηλά, στο λόφο του Στράνη. Όλη τη νύχτα ακούγαμε τα ουρλιαχτά από τους φυλακισμένους που είχαν εγκλωβιστεί και βλέπανε να έρχεται η φωτιά. Καθόμασταν ανάμεσα στις ελιές τρομαγμένοι, ενώ κινδυνεύαμε και από τα άλογα, που είχανε αφηνιάσει και είχανε λυθεί και τρέχανε ανάμεσα στον κόσμο και μας πλακώνανε.

Μετά από τρεις μέρες ήρθαν από τον Ερυθρό Σταυρό και μου δώσανε μία ασπιρίνη για την τραυματισμένη μου κόρη. Μετά από καμιά εβδομάδα, μια νοσοκόμα από την Κατερίνη, περιποιήθηκε το κεφάλι της κόρης μου και βάφτισε τον μπέμπη. Δεν ξέραμε τι μας περίμενε. Μετά μας ρίχνανε τα αμερικάνικα αεροπλάνα ψωμί, κονσέρβες με κρέας αλόγου και κουβέρτες. Μετά και ρούχα. Μέσα σε ένα πανωφόρι παιδικό βρήκαμε και μία σύσταση από μία οικογένεια ξένων. Όταν ξαναλειτούργησε το ταχυδρομείο, το χειμώνα πια, έστειλα ένα γράμμα στη διεύθυνση εκείνη και μετά μας ήρθε ένα πακέτο με ένα σωρό δώρα και πλάκες χοντρές από αμερικάνικες σοκολάτες. Δεν ξέρω αν έχουμε ξαναφάει τόσο νόστιμη σοκολάτα!

Ένα ολόκληρο χειμώνα περάσαμε μέσα στις σκηνές, μέχρι που ήρθε ο στρατός και μαζέψανε τα μπάζα και άρχισαν να ξαναχτίζονται τα σπίτια. Κάθε πρωί, ψάχναμε τα παπούτσια μας στα χωράφια, που τα είχανε παρασύρει τα νερά από τις βροχές, που τρέχανε κάτω από τα ντιβάνια που είχαμε από τον στρατό».

2. Άννα Τορτορέλη:


«Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού του 1953 είχανε γίνει μερικοί μικροί σεισμοί. Είχανε αρχίσει οι φήμες για πολύ μεγάλο σεισμό, όμως αυτό γίνεται πάντα, και δεν είχαμε ανησυχήσει ιδιαίτερα. Ωστόσο, τις τελευταίες μέρες πριν από την καταστροφή είχα ένα κακό προαίσθημα. Έψαχνα να βρω το πιο γερό μέρος του σπιτιού. Ήταν ένα μικρό, δίπατο, πέτρινο σπιτάκι, στη πλατεία Ρούγα (Ζάκυνθος). Σκεφτόμουνα ότι κάτω από την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο ανώι θα μπορούσαμε να προστατευτούμε σε περίπτωση που ξεκόλλαγαν και έπεφταν πέτρες. Ένα βράδυ είδα την Παναγιά στον ύπνο μου. Μου είπε να προφυλαχτούμε στην ξύλινη σκάλα. Το επόμενο πρωί έπιασα τα παιδιά μου και τον άντρα μου και τους είπα ότι αν γίνει το βράδυ σεισμός να τρέξουν όλοι κάτω από την σκάλα. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας έγινε ο πρώτος σεισμός (11 Αυγούστου 1953). Έγιναν πολλές ζημιές, πολλά σπίτια έγιναν ετοιμόρροπα αλλά μόνο ένα έπεσε εντελώς. Ήταν το δικό μας. Όταν άρχισε ο σεισμός, οι τοίχοι μούγκριζαν και κουνιόνταν σαν να ήταν από χαρτί. Ήταν συγκλονιστικό να βλέπεις να γέρνουν τόσο πολύ εκείνοι οι βαριοί πέτρινοι τοίχοι. Φώναξα στα παιδιά να τρέξουν κάτω από τη σκάλα και ήταν το μοναδικό κομμάτι του σπιτιού που έμεινε όρθιο. Η σκόνη δεν με άφηνε να δω αν όλα τα παιδιά είχαν έρθει εκεί και από την αγωνία δεν άκουγα, δεν καταλάβαινα. Δεν μπορούσαμε να ανασάνουμε κιόλας. Να μείναμε κάνα μισάωρο εκεί μέσα; Οι γείτονες πετάχτηκαν έξω από τον σεισμό και αμέσως παραμέρισαν τα μπάζα και μας απελευθέρωσαν.
Μας βοήθησε που ήταν το μοναδικό σπίτι που είχε πέσει. Αν το σπίτι άντεχε και είχαμε εγκλωβιστεί με τον μεγάλο σεισμό (12 Αυγούστου 1953), δεν θα μας βοήθαγε κανένας και θα καιγόμασταν ζωντανοί, αφού η γειτονιά μας, μετά το σεισμό, κάηκε. Όπως βρήκανε μία γειτόνισσά μας με την κόρη της αγκαλιασμένες, καμένες, κάτω από τη σκάλα τους, όπου είχανε εγκλωβιστεί. Μετά φύγαμε στην περιοχή της Παναγούλας, στα χωράφια, όπου κατέφυγαν και άλλοι που φοβότανε να μπουν στα σπίτια τους και στήσαμε σκηνές. Από εκεί παρακολουθήσαμε τον μεγάλο σεισμό. Τα σπίτια πέφτανε σαν χάρτινα και το ένα πλάκωνε το άλλο. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο! Μετά σηκώθηκε σκόνη και τα σκέπασε όλα. Νομίζαμε ότι ήμασταν οι μόνοι που είχαμε γλιτώσει! Παρακολουθούσαμε παγωμένοι και κλαίγαμε για τους συγγενείς που είχαμε αφήσει πίσω. Μετά από λίγο άρχισαν να καταφτάνουν στα χωράφια όσοι είχανε γλιτώσει. Εκτυλίχτηκαν σκηνές αλλοφροσύνης. Άλλοι ήταν χτυπημένοι, σακατεμένοι, με αίματα και φάρμακα δεν υπήρχαν. Σχίζαμε τα ρούχα μας για τους δέσουμε τις πληγές. Γυναίκες έψαχναν τα παιδιά και τους άντρες τους, ενώ όλη τη νύχτα ακουγότανε ουρλιαχτά από την πόλη. Φοβόμασταν όμως να πάμε να τους βοηθήσουμε γιατί είχε ξεσπάσει ήδη η φωτιά και όλα καίγονταν!».

3. Γεώργιος Μόραλης, Βετεράνος Ναύαρχος του Π.Ν.: 


«Πρώτα έγινε ένας σεισμός στη Σάμη της Κεφαλονιάς. Η Κυβέρνηση έστειλε τον Υπουργό Πρόνοιας, τον Αδαμόπουλο, με βοήθεια προς τους πληγέντας. Η βοήθεια έφτασε στο νησί με το Α/Γ «ΑΛΦΕΙΟΣ» και Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Κ. Μόσχο.

Μετά τη Σάμη το «ΑΛΦΕΙΟΣ» έπλευσε στο Αργοστόλι με τον Υπουργό. Τότε έγινε ο μεγάλος σεισμός που χτύπησε όλα τα νότια Επτάνησα. Ο Μόσχος έστειλε σήμα στην Αθήνα ότι «το Αργοστόλι βυθίζεται». Η Κυβέρνησις έστειλε αμέσως τον Αντιστράτηγο Ιατρίδη για να αναλάβει την οργάνωση της βοήθειας. Ο ΑΓΕΝ Αντιναύαρχος Π. Παππάς με έστειλε μαζί με τον Στρατηγό να αναλάβω τον συντονισμό των διαφόρων πλοίων.

Οι πρώτοι που μας εβοήθησαν ήσαν δύο Κορβέτες του Ισραήλ που ήσαν έξω από την Κεφαλονιά την ώρα του μεγάλου σεισμού. Δεύτερος κατέπλευσαν ο Αγγλικός Στόλος Μεσογείου που βρισκόταν σε άσκηση κοντά στα Επτάνησα, τρίτοι οι Αμερικανοί και μετά οι Ιταλοί και οι Γάλλοι.

Το Ναυτικό έστειλε σε κάθε νησί από ένα αντιτορπιλικό με βοήθεια, όπου και παρέμειναν για να βοηθήσουν και στην ανοικοδόμηση. Βέβαια η αντιπολίτευση και μερικές εφημερίδες κατηγόρησαν για ελλειπή αντιμετώπιση. Γεγονός είναι ότι έγιναν μερικά σφάλματα, αργοπορίες, κτλ. Ήταν όμως τόσο μεγάλη η καταστροφή και το Κράτος τότε δεν είχε προβλέψει να έρθει αντιμέτωπο με ένα τόσο συγκλονιστικό γεγονός.

Υπήρξε πολύς κόσμος που εβοήθησε το Ναυτικό και το Στρατό μας στο έργο του. Πολίτες, εθελόντριες νοσοκόμες, πρόσκοποι, οδηγοί και πολλοί άλλοι. Δεν θα ξεχάσω μερικές κυρίες, την Ελένη Κοσμετάτου, Μελλά και Κασιοπούλου, που οι δραστηριότητα και η προσφορά τους υπήρξε μεγαλειώδης.

Πρώτο μας μέλημα ήταν να οργανώσουμε σε κατασκηνώσεις τον κόσμο (…)».


4. Μία μαρτυρία από την Κεφαλλονιά - Απόσπασμα από το βιβλίο «Πορεία προς τον 21ο αιώνα».

Κυριακή 9 Αυγούστου του 1953. Ψάλτες δεξιός Γερασιμάκης Κουταβάς, αριστερό στασίδι Νίκος Κανελόπουλος. Βρισκόμαστε στο σημείο της ακολουθίας που ο Γερασιμάκης ψάλει το «οι τα Χερουβίμ…» μόπου μια σεισμική δόνηση μεγάλης διάρκειας έκανε τους πολυελαίους να χορεύουν τον τρελό της καταστροφής ρυθμό, το κτίσμα του ναού να τρέμει με κίνηση ταλαντευόμενη και βίαια και το εκκλησίασμα σύξυλο, να ακούει τον τρομακτικό θόρυβο από την πτώση των κορνιζών των κτιρίων. Ο παπά–Γιάννης τρομαγμένος στην πύλη εθεώρει την επερχόμενη θύελα άναυδος.
Αφού το κακό σταμάτησε, τέλειωσε τη λειτουργία διαβαστά και αφού έκλεισε το ναόν εξήλθε. Aντικρύζοντας το δρόμο ανατρίχιασε από το θέαμα που αντίκρυσε. Μπαλκόνια, κεραμμίδια, ατσούπια, κορνίζες ατάκτως και βιαίως εριμμένα στον δρόμο, άλλα να κρέμμονται σα σάβανα, άλλα πεσμένα να φράσουν το διάβα. Περάσαμε τον δρόμο εν τάχει και μπαίνοντας σε πλατεία και λεωφόρο, αντικρύσαμε κόσμο συγκεντρωμένο, πούχε το φόβο συνοδό και στις ψυχές διάχυτη την λύπη. Πλησιάζοντες το σπίτι, καταλάβαμε πως είχε υποστεί σοβαρές ζημιές, μα μη έχοντας που αλλού να πάμε μείναμε, με τη σκέψη, αν συμβεί νέος σεισμός να πεταχτούμε γρήγορα στον κήπο. Λάθος μεγάλο η αντίληψή μας.
Η ζωή από κείνη τη στιγμή άλλαξε για όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι αλάλιασαν, άλλοι γινήκανε αλλόφρονες, άλλοι έχασαν τον εαυτό τους. Δεν ήταν τίποτα όπως πρώτα, ούτε μέσα μας, ούτε όξου μας, μήτε στις συμπεριφορές μας. Ο φόβος στην προσμονή του χειρότερου είχε κυριαρχήσει. Τόβλεπες στη φύση στα ζώντανά παντού. Η αποφυγή των στενών δρόμων και η προτίμηση των ανοιχτών χώρων, ήτανε κυριαρχούν συναίσθημα. Κατήντησε κουβεντιάζοντας να παπαγαλίζουμε τα ίδια και τα ίδια, γίναμε ειδικοί, μιλούσαμε γιατί έπρεπε να μιλούμε, κι όχι γιατί γνωρίζαμε τι λέγαμε. Είμαστε σε παραλογισμό. Οι ζημιές στην πόλη σημαντικές. Η πολιτεία είχε στείλει έναν Υπουργό για μια πρώτη εκτίμηση της κατάστασης. Μα καταστροφές είχαν γίνει και σε άλλα κομμάτια του νησιού, Ιθάκη και Σάμη και Εληό και Παλική.
Πέρασε το βραδινό της Κυριακής και η Δευτέρα ήσυχα, χωρίς δονήσεις, χωρίς διαταραχή του ύπνου μας. Την Τρίτη το χάραμα όμως κατά τις 5 τοπική ώρα, άρχισε η γη να κουνιέτε δυνατά, λες κι ήθελε να ξεράσει τα σωθικά της, κι απάνω σ’ αυτή τη στιγμή πετάχτηκα από το κρεβάτι και τρέχοντας μέσα στο σαλόνι, κρατούσα με φωνές πατέρα μάνα κι αδέλφια νάμαστε όλοι μαζί, παρακολουθούντες την καταστροφή, ανήμποροι και μικροί για να επηρεάσουμε το θεριό πάνω στου θυμού του την έξαρση. Η προσευχή και οι επικλήσεις, όσες κι αν ήτανε δε φτάνανε στο Θεό κείνες τις ώρες.
Αφού τέλειωσε η μάνα γη τον θυμό της, κοιταχτήκαμε στο θαμπό φως του χαράματος, για να διαπιστώσουμε πως ήμασταν ολάσπροι από την σκόνη, μα και γιατί δεν είχαμε μέσα μας αίμα ζεστό, είχε παγώσει, κυκλοφορώντας αδύνατα σε οργανισμούς, υποστάντας βαρύ το σοκ. Το σπίτι σαραβαλιάστηκε, είχε καταστεί ετοιμόρροπο πλέον, όπως και άλλα σπίτια της γειτονιάς. Όποιος έμπαινε μέσα κινδύνευε την ζωή του, έτσι μέναμε στο ύπαιθρο στον κήπο μας, που παρείχε τουλάχιστον την ουράνιο κάλυψη. Αργότερα μετακομίσαμε απο την πεσμένη λιθιά στης Μαριγούλας της Μενάγενας στον κήπο της, που οι πορτοκαλιές της πρόσφεραν λίγη ισκιάδα. Για την ιστορία κάποιο αγκωνάρι έκανε βίζιτα στο μαξιλάρι μου, είπα στάθηκες τυχερός που πετάχτηκες νωρίς.
Σεισμική μέρα δεύτερη. Η πολιτεία ειχε μισοσαραβαλιαστεί. Σπίτια και μέγαρα με ρωγμές, άλλα μισοδιαλυμένα, μπαλκόνια στους δρόμους, με στενά μπλοκαρισμένα από τα μπάζα, μαντρότοιχοι είχαν σωριαστεί, ρήγματα σε δρόμους και πεζόδρομους, αρκετά δέντρα είχαν ξεριζωθεί, στέγες έχασκαν και κεραμίδια στους δρόμους διάσπαρτα. Το Λιθόστρωτο δρόμος τσάκα, χωρίς άνθρωπο να τον περιδιαβένει με την ντουγάνα διαλυμένη, και τις λαμαρίνες να χάσκουν, άλλες πεσμένες κάτω κι άλλες να κρέμμονται. Ατμόσφαιρα θολή, αχαρακτήριστη, γιομάτη πιότερο φόβο και αγωνιώδη αναμονή για το χειρότερο, ναι για το χειρότερο, πού φάνταζε άγνωστο. Ύστερα από όλο τούτο το κακό, την καταστροφή δηλαδή που υπέστημεν, είναι δυνατό να περιμένεις κι άλλα; Ναί περίμεναμε το ακόμα χειρότερο, το πιστεύαμε πως θάχουμε καταστροφή. Ήτανε συνειδησιακή πεποίθηση εμπεδωμένη μέσα μας.
Ημέρα Τετάρτη Αυγούστου 12 γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα των Κερκυραίων. Ενισχύσεις Χωροφυλακής είχαν φτάσει από την Ελλάδα. Το πλοίο της γραμμής «Τόγιας» βρισκόταν στο λιμάνι. Ο Υπουργός στην πλατεία. Φοβισμένες ομάδες ανθρώπων συζητούσαν τα συμβαινόμενα. Το μέγαρο ήταν άδειο από υπαλλήλους, πλην των της τηλεφωνίας, που είχαν διαταχθεί να παραμείνουν εκτελώντας το καθήκον. Μα για ποιό καθήκον μιλούμε, οταν οι γραμμές υπολειτουργούν ή και καθόλου; Ένα αίσθημα παράξενης αναμονής, φόβου και απόγνωσης είχε φωλιάσει σε κάθε ζωή. Τα μαντάτα από τα χωριά του νησιού ηταν άσχημα. Νεκροί, τραυματίες, χωριά καταπλακωμένα από τους βράχους των βουνών, δρόμοι σχισμένοι, ανοίγματα στο έδαφος καταστροφή παντού. Εκείνες τις ώρες τίποτα δε μπορούσε να εκτιμηθεί. Από τους προηγούμενους σεισμούς είχε διακοπεί κάθε επικοινωνία, πληροφορίες μόνον δια ζώσης κυκλοφορούσαν. Ηλεκτρισμός δεν υπήρχε. Ένας ασύρματος στην κεντρική πλατεία κρατούσε την επαφή με τον έξω κόσμο. Χρόνος γεμάτος αγωνία και δέος.
Σαν και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου «ώρα 11 και 20 λεπτά», ο ανθρώπινος νους δε μπορεί να φανταστεί το ανακάτωμα της γης μας, το τι γινόταν γύρω μας και αποκάτουθέ μας. Όλο το έδαφος ταλανιζόταν σ’ ένα τρομερό χορό ΖΙΚ-ΖΑΚ με επιταχυνόμενη παλινδρόμηση με τα κτίρια να χορεύουν να κρέμονται και μετά να πέφτουν καταγής, ή και τόνα πάνω στ’ άλλο, μέσα σε ανατριχιαστικούς τριγμούς, άλλα να χάνονται μέσα από τα θεμέλια, οι δρόμοι να σκίζονται, οι βράχοι των βουνών να κυλούν με δαιμονισμένη ταχύτητα στη θάλασσα, τα δέντρα της λεωφόρου να ξεριζώνονται, να νοιώθεις τη γη κινούμενη χωρίς σταματημό. Ισορροπία δεν ήταν δυνατό για να κρατηθεί, στηρίχτηκα από τα χέρια σε δυο χωροφύλακες που βρεθήκανε κοντά μου στη μέση της λεωφόρου, κι έξω από την Εμποροναυτική σχολή. Αμάθητοι από τέτοια συντέλεια φωνάζανε Θεέ μου-Θεέ μου. Και σαν να μην έφτανε ο χορός, μια νέα σεισμική ιδιοτροπία μας έφερνε στα χαμηλά οπότε νοιώσαμε πως βυθιζόμαστε για να μας ανεβάσει ψηλά, νέα παλινδρόμηση πάνω-κάτω και ξανά μείναμε ψηλά. Το ανεβοκατέβασμα τούτο χωρίς υπερβολή θάτανε 50 πόντοι.
Μονομιάς όλα ησύχασαν. Νεκρική σιγή επεκράτησε που φάνηκε περίοδος μεγάλη. Βρεθήκαμε σε μιά λανθάνουσα κατάσταση ύπαρξης και μη ύπαρξης, με τη γη μας ανεβασμένη κατά 0,60 εκατοστά του μέτρου. Μια περίεργη σιωπή κι ένα σκοτάδι που δάχτυλο δεν ατένιζες. Αφού πέρασε ο μπουχός πούχε κλείσει στήθος, λαιμά και όραση κι ατένιζες σιγά-σιγά το σύθαμπο στα δύο – τρία – τέσσερα μέτρα, αντιλαμβανόσουν την καταστροφή που σε τριγύριζε. Δεν υπήρχε πολιτεία, όλα ερείπια, όλα φλάτ. Αυτές τις τραγικές στιγμές ζούσε το προσωπικό του ασυρμάτου της πλατείας, όταν εξέπεμπε το SOS που συνελάμβαναν τα πολεμικά καράβια του Israel. Η ακοή μας δεν ακουόταν κι αν ακουόταν έμοιαζε σαν απόμακρη, λες και ήσουνα κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο κόσμο μακριά, ανάμεσα σε ζωή και το πάρα-πέρα.
Πέρασαν λεπτά για να συνέλθω και να χωνέψω την τραγικότητά μας. Σκιές πούμοιαζαν ανθρώπινες φώναζαν ονόματα με κραυγαλέες φωνές, που νιαουριστά ακουγόντουσαν. Μια πόλη που κάθισε βίαια κάτω, με τα συντρίμμια της να αιωρούνται, λες κι ήτανε παλιόπανα μπουγάδας, τοπίο Δαντικής φαντασίας. Πάνωθε ο ήλιος έσμιγε τον τόπο κι αναρωτιόταν «έχασα την τροχιά μου;» Τι συμφωνία μακάβριας αλλαγής είναι τούτο που αντκρύζω; Η σχολή συνετρίβη σαν τραπουλόχαρτο, η πτώση της μου έφραξε το δρόμο προς τον κήπο, εκεί που είχα αφήσει τους δικούς μου και των οποίων την τύχη αγνοούσα. Πήρα την απόφαση να ανεβώ τα ερείπια της οδού Δαυή για να φτάσω στον κήπο. Από Θεού πρόνοια όλοι ήσαν παρόντες. Και οδυρόμενοι. Οδηγηθήκαμε στο μικρό βουναλάκι, γιατί ήθελα να βλέπω ορίζοντα και γιατί δεν εμπιστευόμουν τη θάλασσα. Η γη μας συνεχώς έτρεμε, συνηθίσαμε να λέμε πως είναι μετασεισμοί.
Ταλαιπωρημένοι αφού πέρασε το απόγιομα στο ύπαιθρο, κατεβήκαμε στο χωράφι των Σκλαβουνάκηδων με σκοπό να διανυκτερεύσουμε εκεί. Ήτανε κι άλλοι γειτόνοι στα ίδια χάλια με μας, ήτανε κι οι πλούσιοι της γειτονιάς μας στα ίδια χάλια με μας, ο σεισμός ισοπέδωσε τις κοινωνικές μας διακρίσεις, ένα καθεστώς του Αργοστολιού που καλλιέργηθηκε από τη Βενετοκρατία. Πήρα την αδελφή μου και πήγαμε στο ερείπιο μας, ο φόβος χάθηκε, το κακό ειχε συντελεστεί, με σκοπό να πάρουμε κουβέρτες και σκεπάσματα για τη νύχτα. Όντως πήραμε ο,τι μπορέσαμε να βγάλουμε. Τον Αύγουστο είναι ευχάριστος ο ύπνος στην ύπαιθρο, μα όχι υπό τέτοιες συνθήκες. Εμείς είχαμε το θλιβερό προνόμιο να καταστραφούμε, νάχουμε τη γή μας να τρέμει όλη νύχτα, κι από πάνω μας θωρούσαμε με δέος το απόλυτο χάος. Κοντά μας κλάμμα και οδύνη για τους χαμένους μας ανθρώπους, φίλους, γνωστούς, συγγενείς, γειτόνους. Έτσι καθιστοί και μισοκοιμισμένοι, χορεύαμε στους ρυθμούς των μετασεισμών, προσμένοντας το φως της επόμενης μέρας.
Είχαν δεν είχαν περάσει πέντε – έξι ώρες, μπαίναμε στο χάραμα πια, που ακούστηκε από τη μεριά του Μέτελα θόρυβος από μηχανές πλοίων. Ο θόρυβος και μόνον αυτός, δημιούργησε μέσα μας αγαλλίαση, δυνάμωσε την πίστη πως δεν είμαστε μόνοι, να πως κάποιοι μας άκουσαν, κάποιοι ήλθαν. Ύστερα από λίγο ατενίζαμε ξένες μελαχροινές σιλουέτες να μας μιλούν σε ακαταλαβίστικη γλώσσα, να μας δίνουν νερό, γαλέτα και σοκολάτες και προφανώς να μας λένε κουράγιο. Ήτανε το ναυτικό του Ισραήλ που πήρε το σήμα του ασυρμάτου της πλατείας. Ναι ήτανε τα παιδιά του Ισραήλ που έφτασαν πρώτοι να δώσουν σε μας την ελπίδα. Ποτέ δεν ξέχασα το γέννημα της ελπίδας που πήρα από την παρουσία τους. Το Αργοστόλι εκτίμησε την προσφορά ονομάζοντας τον δρόμο που ανέβηκαν «οδός Ισραήλ». Με το που ξημέρωσε και αντικρύζοντας την καταστροφή, βοήθησαν σε διανοίξεις δρόμων, σε ανατινάξεις επικινδύνων κτιρίων, σε διασώσεις παγιδευμένων, σε μεταφορές τραυματιών στην Πάτρα, εδωσαν οτι είχαν νερό και θάρρος για την ζωή. Τέτοιες προσφορές σε τέτοιες δύσκολες ώρες δεν ξεχνιούνται τις γράφουν η Ιστορία οι άνθρωποι και τα βιβλία.
Την άλλη μέρα γιομισε ο κόλπος του Λειβαδιού πολεμικά πλοία. Βρεττανοί, Ιταλοί, Γάλλοι, Αμερικανοί έσπευσαν να βοηθήσουν τον κόσμο των νησιών. Άρχισε επιχείρηση διάσωσης των τραυματιών από ελικόπτερα και σκαπανείς. Αυτοί με τα ειδικά σκυλιά τους έσωσαν πολλές ζωές. Μπήκε στον κόλπο και το Φραγκλίνος Ρούσβελτ που με τη δύναμή του έδωσε από εναέρια μεταφορά ασθενών και τραυματιών σε νοσοκομεία της Πάτρας, μέχρι ψωμί και φαϊ για όλο το νησί. Ήλθαν και οι Έλληνες από τον Πειραιά με στρατό Υπουργό και διατάγματα… Σημαντική η προσφορά της ελληνικής πολιτείας. Φάνηκαν και οι Βασιλείς για να τονώσουν το ηθικό του κόσμου.
Ένα κυρίως μέλημα είχαν οι αρχές μας «να κρατήσουν τον κόσμο στα νησιά, να μη δημιουργηθεί προσφυγικό θέμα στην κυβέρνηση που μόλις ανέπνεε από την περιπέτεια του ανταρτοπολέμου». Έτσι μπήκαν περιορισμοί στη μετακίνησή μας και από την άλλη ιδρύθηκε Υφυπουργείο στο Αργοστόλι με απεριόριστες εξουσίες περί την ανοικοδόμηση. Εξεδώθησαν διατάγματα που κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων έδιδαν εξουσίες στον Υφ/ργό για ενέργειες που σκοπούσαν στην άμεση πρόχειρη στέγαση των κατοίκων.
Έφτασαν εταιρείες από Αθηνών ο «κύκλος» και ο ¨Αρχιμήδης» με γερανούς, μηχανήματα, μπουλντόζες και ειδικευμένους εργάτες για έργα που επρόκειτο να γίνουν. Παράλληλα είχαμε κατακλυστεί από χιλιάδες εργάτες για ανεύρεση εργασίας. Ήθελα νάξερα πόσες εκατοντάδες ή και χιλιάδες έμειναν έκτοτε στο νησί σαν κάτοικοι, κι ακόμη πόσες χιλιάδες Κεφαλλήνες πήραν την οδό της διαφυγής, με αποτέλεσμα την πληθυσμιακή αλλοίωση. Ετσιθελικά συνέβησαν πολλά τότες. Ήλθαν και Γιουγκοσλάβοι με λυόμενα και Ανατολικογερμανοί με δείγματα λυομένων κατοικιών.


9 - 12 Αυγούστου 1953 - Οι σεισμοί του Ιονίου Πελάγους, Οι φωτογραφίες της μεγάλης καταστροφής

9 - 12 Αυγούστου 1953 - Οι σεισμοί του Ιονίου Πελάγους

9 - 12 Αυγούστου 1953 - Οι σεισμοί του Ιονίου Πελάγους, Η μαρτυρία ενός πολιτικού κρατούμενου

Χρονολόγιο Σεισμών σε Ζάκυνθο και Κεφαλλονιά

Πηγή: kefalonitis.com, psalidios.blogspot.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μάρκος Αυρήλιος - Αποφθέγματα

Ναζίμ Χικμέτ - Τα τραγούδια των ανθρώπων

Αγία Μαρία του Κλωπά η μυροφόρος

Σύναξη της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας στην Μεσσηνία

Οι γνωστοί-άγνωστοι του ελληνικού κινηματογράφου

Ευγένιος Ο' Νηλ - Αποφθέγματα