Αντουάν Ντε Σαιντ Εξυπερύ: Ο Μικρός Πρίγκιπας - Αποσπάσματα





Οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν ποτέ το παραμικρό μόνοι τους, και για τα παιδιά είναι πολύ κουραστικό να τους δίνουν ξανά και ξανά εξηγήσεις.


Οι μεγάλοι αγαπούν τα νούμερα. Όταν τους μιλάς για ένα καινούργιο σου φίλο, δεν σε ρωτάνε πότε για την ουσία. Ποτέ δεν σου λένε: “Πώς είναι η φωνή του; Ποιά παιχνίδια προτιμάει; Κάνει συλλογή από πεταλούδες;” Σε ρωτάνε: “Πόσο χρονώ είναι; Πόσους αδελφούς έχει; Πόσο είναι το βάρος του; Πόσα κερδίζει ο πατέρας του;” Και τότε μόνο θαρρούν πως τον ξέρουν. Αν πεις τους μεγάλους: “Είδα ένα ωραίο σπίτι από τριανταφυλλιά τούβλα, με γεράνια και περιστέρια στη σκεπή”, δεν καταφέρνουν να σχηματίσουν την παραμικρή ιδέα για το σπίτι αυτό. Πρέπει να τους πεις: “Είδα ένα σπίτι που κοστίζει δέκα χιλιάδες χρυσές”. Θα τους ακούσεις τότε ν’ αναφωνούν: “ Τι όμορφο που είναι”.
Έτσι, αν τους πεις: “Η απόδειξη πως ο μικρός πρίγκιπας έζησε πραγματικά, είναι πως ήταν γοητευτικός, πως γελούσε και πως ήθελε ένα αρνί. Όταν θες ένα αρνί αυτό πάει να πει πως υπάρχεις”. Εκείνοι θ’ ανασηκώσουν τις πλάτες και θα σε πουν πως παιδιαρίζεις! Αν όμως τους πεις: “Ο πλανήτης απ’ όπου ερχόταν ο πρίγκιπας είναι ο αστεροειδής Β 612”, τότε τους πείθεις και παύουν να σε σκοτίζουν με τις ερωτήσεις τους. Έτσι είναι αυτοί. Δεν πρέπει να τους κρατάμε κακία. Τα παιδιά πρέπει να έχουν πολλή επιείκεια για τους μεγάλους.
Αλλά βέβαια, εμείς που καταλαβαίνουμε τη ζωή, σκοτιστήκαμε για τα νούμερα! Θα μ’ άρεσε ν’ αρχινούσα τούτη την ιστορία όπως αρχίζουν τα παραμύθια. Θα μ’ άρεσε να έλεγα:
“Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός πρίγκιπας που ζούσε πάνω σ’ ένα πλανήτη μόλις λίγο πιο μεγάλο από τον ίδιο, κι είχε ανάγκη από ένα φίλο…”. Για κείνους που καταλαβαίνουν τη ζωή, η ιστορία έτσι θα φαινόταν πολύ πιο αληθινή.
Γιατί δε μ’ αρέσει να διαβάζουν το βιβλίο μου επιπόλαια. Νιώθω τόση θλίψη ανιστορώντας αυτές τις αναμνήσεις. Πάνε κιόλας έξι χρόνια που ο φίλος μου έφυγε μαζί με τ’ αρνί του. Αν προσπαθώ τώρα να τον περιγράψω εδώ, είναι για να μην τον ξεχάσω. Είναι θλιβερό να ξεχνάς ένα φίλο. Δεν είναι όλοι που αποκτούν ένα φίλο. Και μπορώ να γίνω κι εγώ σαν τους μεγάλους που δεν ενδιαφέρονται πια παρά για τα νούμερα.


Α, μικρέ πρίγκιπα, έτσι γνώρισα λίγο λίγο τη μικρή, μελαγχολική ζωή σου. Για καιρό δεν είχες να σε διασκεδάσει τίποτ’ άλλο παρά τη γλύκα που αναδίδουν τα ηλιοβασιλέματα. Την καινούργια του τη λεπτομέρεια, την έμαθα την τέταρτη μέρα το πρωί, όταν μου είπες:
“- Μ’ αρέσουν πολύ τα ηλιοβασιλέματα. Πάμε να δούμε ένα ηλιοβασίλεμα…
- Μα πρέπει να περιμένουμε…
- Να περιμένουμε τι;
- Να περιμένουμε να βασιλέψει ο ήλιος.”
Στην αρχή φάνηκες ν’ απορείς πολύ, κι ύστερα γέλασες με τον εαυτό σου. Και μου είπες:
“- Θαρρώ πως βρίσκομαι ακόμα στον τόπο μου!”
[...]
“-Μια μέρα, είδα τον ήλιο να βασιλεύει σαράντα τρεις φορές!”
Κι ύστερα από λίγο απόσωσες:
“- Ξέρεις... όταν είναι κανείς πολύ λυπημένος, αγαπά τα ηλιοβασιλέματα…
- Ήσουν λοιπόν τόσο λυπημένος τη μέρα με τις σαράντα τρεις φορές;”
Μα ο μικρός πρίγκιπας δεν αποκρίθηκε.


“-Τ’ αγκάθια σε τι χρησιμεύουν;”
Ο μικρός πρίγκιπας, έτσι και σου έβαζε μια ερώτηση, δεν σε άφηνε πια ήσυχο, αν δεν του απαντούσες. Εγώ είχα νευριάσει με το μπουλόνι μου και αποκρίθηκα ότι μου κατέβηκε:
“ - Τ’ αγκάθια δεν χρησιμεύουν σε τίποτα, τα βγάζουν τα λουλούδια μόνο απ’ την κακιά τους!
- Ω!”
Μεσολάβησε μία στιγμή απόλυτης σιωπής. Έπειτα μου πέταξε με κάποια μνησικακία:
“- Δεν σε πιστεύω! Τα λουλούδια είναι αδύνατα πλάσματα. Είναι αθώα. Δίνουν κουράγιο στον εαυτό τους όπως μπορούν. Θαρρούν πως είναι τρομερά με τ’ αγκάθια τους…”
Δεν του απάντησα. Εκείνη τη στιγμή έλεγα μέσα μου: “ Αν αυτό το μπουλόνι μου αντισταθεί κι άλλο, θα του δώσω μια με το σφυρί και θα το πετάξω”. Πάλι ο μικρός πρίγκιπας σκότισε το μυαλό μου:
“- Και νομίζεις, εσύ, πώς τα λουλούδια…
- Μα όχι! Όχι! Δε νομίζω τίποτα. Σου είπα ότι μου κατέβηκε. Εγώ έχω δουλειά, εγώ, με σοβαρά πράγματα.”
Με κοίταξε κατάπληκτος.
“- Σοβαρά πράγματα!” Μ’ έβλεπε, με το σφυρί στο χέρι, τα δάχτυλα μου μαύρα Στη λίγδα, να σκύβω πάνω από ένα πράγμα που του φαινόταν πολύ άσχημο.
“- Μιλάς σαν τους μεγάλους!”
Εγώ ντράπηκα κομμάτι… Εκείνος όμως πρόσθεσε, αμείλικτος:
“- Εσύ όλα τα μπερδεύεις... ανακατώνεις τα πάντα!”
Ήταν στ’ αλήθεια πολύ νευριασμένος. Κουνούσε το κεφάλι, και τα ολόχρυσα μαλλιά του ανεμίζανε.
“- Ξέρω έναν πλανήτη όπου ζει κάποιος με πρόσωπο κατακόκκινο, κρεμεζί. Ποτέ του δε μύρισε ένα λουλούδι. Ποτέ του δεν κοίταξε ένα αστέρι. Ποτέ του δεν αγάπησε κανένα. Δεν έκανε ποτέ τίποτ’ άλλο από προσθέσεις. Κι όλη τη μέρα κοπανάει όπως κι εσύ: “Εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος! Εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος!” Κι αυτό τον κάνει να φουσκώνει από περηφάνια. Μα δεν είναι άνθρωπος αυτός, είναι μανιτάρι!
- Τι είναι;
- Μανιτάρι!”
Ο μικρός πρίγκιπας είχε τώρα χλωμιάσει από το κακό του.
“ Εκατομμύρια χρόνια τώρα τα λουλούδια φτιάχνουν αγκάθια. Κι όμως τ’ αρνιά, εκατομμύρια χρόνια τώρα, τρώνε τα λουλούδια. Και δεν είναι σοβαρό πράγμα να ψάξεις να καταλάβεις γιατί κουράζονται να φτιάχνουν αγκάθια που ποτέ δεν χρησιμεύουν σε τίποτα; Δεν έχει, δηλαδή, σημασία ο πόλεμος των αρνιών με τα λουλούδια; Δεν είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό και σημαντικό από τις προσθέσεις ενός χοντρού κοκκινομούρη κυρίου; Κι αν ξέρω, εγώ, ένα λουλούδι μοναδικό στον κόσμο, που δεν βρίσκεται αλλού πουθενά παρά μόνο στον πλανήτη μου, και που μπορεί ένα αρνάκι να το εξοντώσει με μία δαγκαματιά, έτσι δα, ένα πρωί, χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει, αυτό δεν είναι σπουδαίο, δηλαδή;”
Κοκκίνισε κι ύστερα ξανάπιασε:
“- Αν κάποιος αγαπάει ένα λουλούδι που δεν υπάρχει ταίρι του στα εκατομμύρια και τα εκατομμύρια των άστρων, αυτό φτάνει για να τον κάνει ευτυχισμένο σαν τα κοιτάζει. Λέει μέσα του: “ Εκεί κάπου βρίσκεται το λουλούδι μου…” Αν όμως τ’ αρνί φάει το λουλούδι, θα σου φανεί σαν ξαφνικά να σβήσανε όλα τ’ αστέρια! Και δεν είναι σπουδαίο αυτό;”


Δεν πρέπει να τ’ ακούς ποτέ τα λουλούδια. Πρέπει να τα βλέπεις και να τα μυρίζεις. Το δικό μου μοσκοβολούσε ολόκληρο τον πλανήτη μου, μα εγώ δεν ήξερα πώς να το χαρώ. Εκείνο το ζήτημα ... που τόσο με νευρίασε, θα έπρεπε να είχε γεμίσει την καρδιά μου τρυφερότητα. Δε στάθηκα τότε άξιος να καταλάβω τίποτα! Θα έπρεπε να το κρίνω από τις πράξεις κι όχι από τα λόγια του. Με γέμιζε μοσκοβολιά και φως. Δεν έπρεπε να φύγω ποτέ. Θα έπρεπε να μαντέψω την τρυφερότητά του κάτω από τις φτωχούλικες πονηριές του. Τα λουλούδια είναι τόσο αντιφατικά! Αλλά ήμουν πάρα πολύ νέος για να ξέρω πώς να τ’ αγαπήσω.


Όλες όμως αυτές οι καθημερινές δουλειές, εκείνο το πρωί του φάνηκαν (του μικρού πρίγκιπα) πολύ αγαπητές. Κι όταν πότισε για τελευταία φορά το λουλούδι, κι ετοιμαζόταν να το προστατέψει κάτω από τη γυάλα του, ανακάλυψε πως του ερχόταν να κλάψει.
“Αντίο”, είπε στο λουλούδι, μα εκείνο δεν του απάντησε. “Αντίο”, είπε πάλι. Το λουλούδι έβηξε. Όχι όμως επειδή ήταν συναχωμένο.
“Ημουν ανόητο”, του είπε στο τέλος. “Σου ζητώ συγνώμη. Κοίταξε να ζήσεις ευτυχισμένος”. Απόρησε που δεν του παραπονιόταν. Στεκόταν εκεί πέρα, σαστισμένος, κρατώντας τη γυάλα μετέωρη. Δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή την ήρεμη γλυκύτητα.
“ Μα βέβαια, σ’ αγαπώ”, του είπε το λουλούδι. “ Δεν το κατάλαβες ποτέ, από δικό μου φταίξιμο. Αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Κι εσύ όμως στάθηκες το ίδιο ανόητος με μένα. Κοίταξε να ζήσεις ευτυχισμένος... Άσε την ήσυχη αυτή τη γυάλα. Δεν τη θέλω πια.”
“Μα ο αέρας …”
“Δεν είμαι δα και τόσο συναχωμένο... Το δροσερό αεράκι της νύχτας θα μου κάνει καλό. Λουλούδι είμαι.”
“ Μα τα ζώα…”
“ Θα χρειαστεί ν’ ανεχτώ δυο ή τρεις κάμπιες, αν θέλω να πιάσω γνωριμία με τις πεταλούδες. Φαίνεται πως είναι πολύ όμορφες. Διαφορετικά, ποιος θα μου κάνει επίσκεψη; Εσύ θα είσαι μακριά. Όσο για τα θηρία, δε φοβάμαι κανένα τους. Έχω τα νύχια μου.” Κι έδειχνε με αφέλεια τα τέσσερά του αγκάθια. Ύστερα πρόσθεσε:
“Μην το χασομεράς έτσι, με χτυπάει στα νεύρα. Τ’ αποφάσισες να φύγεις. Πήγαινε.”
Γιατί δεν ήθελε να το δει να κλαίει. Ήταν ένα λουλούδι τόσο περήφανο...


Τότε ήταν που παρουσιάστηκε η αλεπού:
– Καλημέρα, είπε η αλεπού.
– Καλημέρα, απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας, που γύρισε προς το μέρος απ’ όπου ακουγόταν η φωνή, μα δεν είδε τίποτε.
– Εδώ είμαι, είπε η φωνή, κάτω από τη μηλιά …
– Ποια είσαι συ; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη …
– Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.
– Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος …
– Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού, δεν είμαι εξημερωμένη.
– Α! συγνώμη, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Μα, αφού σκέφτηκε λίγο, πρόσθεσε:
– Τι πάει να πει «εξημερωμένη»;
– Δεν θα είσαι από ‘δω, είπε η αλεπού, τι ψάχνεις να βρεις;
– Ψάχνω να βρω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι σημαίνει εξημερωμένη;
– Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγούν. Αυτό είναι πολύ ενοχλητικό. Ακόμη ανατρέφουν κότες. Είναι το μόνο που τους ενδιαφέρει. Μήπως ψάχνεις για κότες;
– Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας, ψάχνω για φίλους. Τι σημαίνει «εξημερώνω»;
– Είναι κάτι ξεχασμένο για τα καλά, τώρα πια, είπε η αλεπού. Αυτό σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς».
– Δημιουργώ δεσμούς;
– Ναι, βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα εσύ δεν είσαι ακόμη παρά ένα αγοράκι όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα μικρά αγόρια. Και δεν έχω την ανάγκη σου. Κι εσύ το ίδιο δεν έχεις την ανάγκη μου. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Μα, αν εσύ με εξημερώσεις, θα ‘χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα ‘σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα ‘μαι για σένα μοναδική στον κόσμο…
– Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Υπάρχει ένα λουλούδι… νομίζω πως μ’ έχει εξημερώσει…
– Καθόλου απίθανο, είπε η αλεπού. Πάνω στη Γη βλέπει κανείς κάθε λογής πράματα …
– Ω! Αυτό δεν έγινε στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Η αλεπού φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ.
– Σ’ ένα άλλο πλανήτη;
- Ναι.
– Υπάρχουν κυνηγοί σε κείνο εκεί τον πλανήτη;
– Όχι.
– Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον! Και κότες;
– Όχι.
– Τίποτε δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού. Όμως, η αλεπού ξαναγύρισε στην ιδέα της:
– Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγώ κότες, οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Όλες οι κότες μοιάζουν μεταξύ τους κι όλοι άνθρωποι μοιάζουν το ίδιο. Λοιπόν, κι εγώ κάπως βαριέμαι. Όμως, αν με εξημερώσεις, η ζωή μου θα μοιάζει σαν να την πλημμύρισε ο ήλιος. Θα γνωρίσω ένα θόρυβο από βήματα διαφορετικά απ’ όλα τ’ άλλα. Τα άλλα βήματα με κάνουν να καταχωνιάζομαι μέσα στη γη. Το δικό σου θα με φωνάζει να βγω έξω από την τρύπα μου, σαν να ‘ναι μια μουσική. Κι ύστερα, κοίταξε! Βλέπεις εκεί κάτω τα σταροχώραφα; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Για μένα, το σιτάρι δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Κι αυτό είναι θλιβερό! Μα εσύ έχεις χρυσαφένια μαλλιά. Θα ‘ναι υπέροχα όταν θα μ’ έχεις εξημερώσει! Το στάρι που είναι χρυσαφένιο, εσένα θα μου θυμίζει. Και θ’ αγαπώ το θόρυβο του ανέμου καθώς θα περνάει ανάμεσα από τα στάχυα του σταριού. Η αλεπού σώπασε και βάλθηκε να κοιτάζει το μικρό πρίγκιπα για πολλή ώρα.
– Σε παρακαλώ, εξημέρωσέ με, είπε!
– Πολύ το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, μα δεν έχω καιρό. Έχω ν’ ανακαλύψω φίλους και να γνωρίσω πολλά πράγματα.
– Δεν ξέρουμε παρά εκείνα που μας δίνουν την δυνατότητα να δημιουργούμε δεσμούς, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να μάθουν κάτι. Αγοράζουν πράγματα ετοιματζίδικα, φτιαγμένα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια από τους εμπόρους. Και καθώς δεν υπάρχουν ποτέ έμποροι που να γίνονται φίλοι, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσε με!
– Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
– Πρέπει να είσαι πολύ υπομονετικός, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα πρέπει να καθίσεις κάπως μακριά από μένα, όπως κάνω τώρα εγώ, πάνω στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου και συ δεν θα λες τίποτε. Η κουβέντα γίνεται αιτία να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Όμως, κάθε μέρα, θα μπορείς να ‘ρχεσαι και να κάθεσαι κάπως πιο κοντά σε μένα … Την άλλη μέρα, ο μικρός πρίγκιπας ξαναγύρισε.
– Θα ‘ταν καλύτερα να ‘ρχεσαι την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν, για παράδειγμα, πρόκειται να έρθεις στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις κιόλας εγώ θ’ αρχίσω να ‘μαι ευτυχισμένη. Όσο θα προχωρεί η ώρα, τόσο περισσότερο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις κιόλας θ’ αρχίσω να εκνευρίζομαι και ν’ ανησυχώ. Θα ‘χω ανακαλύψει το τίμημα της ευτυχίας! Μα όταν εσύ θα ‘ρχεσαι μια οποιαδήποτε ώρα, δεν ξέρω ποια, ποτέ δεν θα ξέρω πότε να φορέσω στην ψυχή μου τα καλά της… Χρειάζονται ορισμένα τυπικά.
– Τι είναι ένα τυπικό; ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
– Είναι κι αυτό κάτι ξεχασμένο από πολύν καιρό, είπε η αλεπού. Κάτι που κάνει κάποια μέρα να ‘ναι διαφορετική από τις άλλες μέρες, μια ώρα διαφορετική από τις άλλες ώρες. Για παράδειγμα, υπάρχει μια τυπικότητα στους κυνηγούς. Την Πέμπτη χορεύουν με τις κοπέλες του χωριού. Τότε, η Πέμπτη είναι μια μέρα υπέροχη! Κατηφορίζω για περίπατο μέχρι τ’ αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν κάθε φορά που θα τους ερχόταν το κέφι, οι μέρες θα ‘μοιαζαν όλες ίδιες, με αποτέλεσμα να μην έχω εγώ ποτέ διακοπές. Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίαζε να ‘ρθει η ώρα του αποχωρισμού:
– Αχ! είπε η αλεπού … Θ’ αρχίσω τα κλάματα.
– Δικό σου είναι το λάθος, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
– Ναι, σωστά, είπε η αλεπού.
– Μα συ θα βάλλεις τα κλάματα, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
– Και βέβαια, είπε η αλεπού.
– Τότε, από αυτό, δεν κερδίζεις τίποτε!
– Κάτι κερδίζω, είπε η αλεπού είναι το χρώμα του σταριού. Ύστερα πρόσθεσε:
-Πήγαινε πάλι να δεις τα τριαντάφυλλα, θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο.
– Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις κι εγώ θα σου κάνω δώρο ένα μυστικό. Ο μικρός πρίγκιπας έφυγε για να πάει να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα:
– Δεν είναι ολότελα όμοια με το δικό μου, ακόμη δεν είσαστε, τους είπε. Κανείς δεν σας έχει εξημερώσει και σεις δεν έχετε εξημερώσει κανένα. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Κι εκείνη δεν ήταν παρά όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες. Όμως εγώ την έχω κάνει φίλη μου κι είναι τώρα μοναδική στον κόσμο.
Και τα τριαντάφυλλα έδειξαν να τα ‘χουν πειράξει πολύ τα λόγια του μικρού πρίγκιπα.
– Είσαστε όμορφα, μα είσαστε άδεια, πρόσθεσε. Κανείς δεν θα μπορούσε να πεθάνει για σας. Σίγουρα, κάποιος τυχαίος περαστικός, βλέποντας το δικό μου λουλούδι θα νόμιζε πως σας μοιάζει. Μα, από μόνο του αυτό, είναι πιο σημαντικό από όλα εσάς, γιατί εγώ το ποτίζω, το προφυλάσσω κάτω από ένα γυάλινο δοχείο. Γιατί είναι αυτό που εγώ προφύλαξα με το παραβάν. Γιατί αυτό είναι που του σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο ή τρεις που τις άφησα για να γίνουν πεταλούδες). Γιατί αυτό είναι εκείνο που το άκουσα να παραπονιέται ή να περηφανεύεται ή, μάλιστα, μερικές φορές να σωπαίνει. Γιατί είναι το τριαντάφυλλό μου. Και γύρισε προς την αλεπού.
– Γεια σου, είπε …
– Γεια σου, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: δεν βλέπει κανείς πολύ καλά παρά μονάχα με την καρδιά. Ότι είναι σημαντικό, δεν το βλέπουν τα μάτια.
– Ότι είναι σημαντικό δεν το βλέπουν τα μάτια, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
– Είναι ο χρόνος που έχεις χάσει για το τριαντάφυλλό σου και που το κάνει τόσο σημαντικό.
– Είναι ο χρόνος που έχω χάσει για το τριαντάφυλλό μου … έκανε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
– Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού. Όμως εσύ δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Να γίνεις υπεύθυνος για πάντα εκείνου που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου …
– Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου… επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να μην το ξεχάσει.


Είναι καλό πράγμα να έχεις αποκτήσει ένα φίλο, ακόμα κι αν είναι να πεθάνεις.


“-Η έρημος είναι όμορφη.”
Κι αλήθεια ήταν. Πάντα μου αγαπούσα την έρημο. Κάθεσαι πάνω σ’ έναν αμμόλοφο. Δεν βλέπεις τίποτα. Δεν ακούς τίποτα. Κι ωστόσο κάτι σιωπηλά πάλλεται και λάμπει…
“- Εκείνο που ομορφαίνει την έρημο,” είπε ο μικρός πρίγκιπας, “ είναι πως κάπου κρύβει ένα πηγάδι…”
Απόρησα που καταλάβαινα ξαφνικά αυτό το μυστήριο αχτινοβόλημα της άμμου. Όταν ήμουν μικρός κατοικούσαν σ’ ένα σπίτι πολύ παλιό, κι ένας θρύλος είχε να λέει πως κάποιος θησαυρός ήταν θαμμένος εκεί. Φυσικά, ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να τον ανακαλύψει, μπορεί και να μην έψαξε για να τον βρει. Μα γέμιζε με μαγεία όλο εκείνο το σπίτι. Το σπίτι μου έκρυβε ένα μυστικό στο βάθος της καρδιάς μου…
“- Ναι,” είπα στο μικρό πρίγκιπα, “ είτε για σπίτι πρόκειται είτε για τ’ αστέρια και την έρημο, αυτό που τα κάνει κι είναι όμορφα, μένει αόρατο!”


Οι άνθρωποι, τρυπώνουν μέσα στα τρένα, μα δεν ξέρουν πια τι γυρεύουνε. Τρέχουν λοιπόν και ταράζονται και γυρνούν γύρω γύρω … Δεν αξίζει τον κόπο.


“Οι άνθρωποι του τόπου σου,” είπε ο μικρός πρίγκιπας, “ καλλιεργούν πέντε χιλιάδες τριαντάφυλλα μέσα στον ίδιο κήπο... και δεν βρίσκουν αυτού μέσα εκείνο που γυρεύουνε.”
“ Δεν το βρίσκουν”, αποκρίθηκα.
“- Κι όμως εκείνο που γυρεύουν μπορούσε να βρεθεί σ’ ένα μόνο τριαντάφυλλο ή μέσα σε λίγο νερό …”
“- Σίγουρα”, είπα.
Κι ο μικρός πρίγκιπας πρόσθεσε:
“- Αλλά τα μάτια είναι τυφλά. Πρέπει να γυρεύεις με την καρδιά σου.”


"Τα αστέρια δεν είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους. Γι’αυτούς που ταξιδεύουν, τ’αστέρια είναι οδηγοί. Για άλλους δεν είναι παρά μόνο φωτάκια. Για άλλους - για τους σοφούς - είναι προβλήματα. Για κείνον τον επιχειρηματία, ήταν χρυσάφι. Μα όλα τα αστέρια είναι σιωπηλά. Εσύ θα έχεις αστέρια που δεν τα ‘χει κανείς…
- Τι θέλεις να πεις;
Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό τη νύχτα, κι αφού θα ζω σ’ένα απ’αυτά και θα γελώ σ’ ένα απ’αυτά, για σένα τότε θα’ναι σα να γελούν όλα τα αστέρια. Εσύ θα’χεις αστέρια που θα ξέρουν να γελούν!"
Και γέλασε...
"Και όταν πια θα σου περάσει η στενοχώρια (πάντα παρηγοριόμαστε), θα είσαι ευχαριστημένος που με γνώρισες. Θα είσαι πάντα φίλος μου. Θα έχεις πάντα διάθεση να γελάσεις μαζί μου. Και θ’ανοίγεις πότε-πότε το παράθυρο, έτσι, για γούστο… Και οι φίλοι σου θα παραξενεύονται που θα σε βλέπουν να γελάς κοιτάζοντας τον ουρανό. Κι εσύ τότε θα λες: "Ναι, τ’αστέρια με κάνουν πάντα να γελώ". Και θα σε παίρνουν για τρελό. Θα σου ‘χω παίξει άσχημο παιχνίδι…"
Και γέλασε ξανά...
"Θα είναι σαν να σου’χα δώσει, αντί για αστέρια, ένα σωρό κουδουνάκια που ξέρουν να γελούν…"

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μάρκος Αυρήλιος - Αποφθέγματα

Κ.Π.Καβάφης - Καλός και Κακός Καιρός

Νίκος Καζαντζάκης - Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Απόσπασμα

Κλεοπάτρα - Η τελευταία βασίλισσα της Αιγύπτου

Αναστάσιος Αλεβίζος (Τάσσος)

Ο Ιερός Ναός της Αγίας Παρασκευής στην Παιανία

Πιότρ Τσαϊκόφσκι - Η Λίμνη των Κύκνων