Ορέστης Μακρής


Ο Ορέστης Μακρής γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1899 στη Χαλκίδα. Σπούδασε φωνητική μουσική στο Ωδείο Αθηνών και στα 20 του στρατεύτηκε και υπηρέτησε στη Μικρά Ασία.

Στη σκηνή πρωτοεμφανίστηκε το 1925 ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας στο θίασο της Ροζαλίας Νίκα.

Το 1928 σε περιοδεία στην επαρχία με τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, οι συνάδελφοί του ανακάλυψαν ακόμη ένα ταλέντο του Ορέστη Μακρή, εκτός από το τραγούδι. Ένα μεσημέρι όπως έτρωγαν όλοι μαζί, ο συνήθως μετρημένος και ήσυχος ηθοποιός, αποφάσισε να κάνει ορισμένες μιμήσεις για να τους φέρει στο κέφι. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας από θέση οκλαδόν και με φωνή σπαστή και συρτή τους έκανε τον μεθυσμένο. Όλοι λύθηκαν στα γέλια και δεν θα ήταν παρά ένα αστείο, αν δεν βρισκόταν ανάμεσά τους ο Βεάκης. Μόλις τον είδε, κατάλαβε ότι ο νεαρός τενόρος δεν έπρεπε να περιοριστεί στο τραγούδι. «Δεν χρειάζεται καν να το σκεφτείς. Πρέπει να βγεις στην επιθεώρηση και μόνο με αυτό το νούμερο θα χαλάσεις κόσμο», του είπε χαρακτηριστικά και με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση....

Μεταπήδησε στην επιθεώρηση το 1932. Ο Αντώνιος Βώττης του ανέθεσε το νούμερο τού «μεθυσμένου», που είχε γράψει πριν από τρία χρόνια και δεν έβρισκε τον κατάλληλο ηθοποιό να το ερμηνεύσει. Διέβλεψε ότι ο Μακρής είχε υποκριτικό ταλέντο, εκτός από τη θαυμάσια φωνή του και δεν έπεσε έξω. Τραγουδώντας και παίζοντας το νούμερο «Με λεν μπεκρή» στην επιθεώρηση «Ο παπαγάλος του 1932» με τον θίασο του Σπύρου Πατρίκιου, έγινε εν μία νυκτί πρωταγωνιστής του ελαφρού θεάτρου. Ο ήρωας που υποδυόταν ήταν πραγματικό πρόσωπο που πολύ συχνά περιφερόταν στα γραφικά ταβερνάκια της Πλάκας. Ο Μακρής τον είχε δει και είχε αντιγράψει εκφράσεις και κινήσεις του για να τις μεταφέρει στον ρόλο που έπαιζε στην παράσταση. Που να ήξερε τότε ότι το ρόλο του μεθύστακα θα τον κουβάλαγε σε όλη τη μελλοντική του καλλιτεχνική διαδρομή.

Με τον καιρό τυποποιήθηκε στο ρόλο του μεθύστακα, στον οποίο έδωσε κοινωνικές διαστάσεις· «έπινε» για να ξεπεράσει τα αδιέξοδα της ζωής. Τον ίδιο χαρακτήρα ενσάρκωσε και στον κινηματογράφο το 1950, στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Ο Μεθύστακας». Ο Φιλοποίμην Φίνος που παρακολουθούσε τον Γιώργο Τζαβέλλα να εξηγεί τον ρόλο και τις ατάκες στον Ορέστη Μακρή, έκρινε ότι ο ηθοποιός δεν διέθετε τα απαραίτητα προσόντα. «Τι παιδεύεσαι; Δεν βλέπεις που είναι κάφρος;» είπε στον σκηνοθέτη. Ο Μακρής που άκουσε το αρνητικό σχόλιο δεν απάντησε και βγήκε ατάραχος από το πλατό. Όταν ξαναστήθηκε μπροστά στην κάμερα και άρχισε τον μονόλογό του, ξαφνικά διέκοψε και γυρνώντας προς το Φίνο, τον κοίταξε και του είπε : «Εμένα είπες κάφρο ρε;».

Ο Ορέστης Μακρής δεν έπινε ούτε γουλιά κρασί, όμως «μέθυσε» με το ταλέντο του όλη την Αθήνα...

Παράλληλα, έπλασε τον τύπο του συντηρητικού, γκρινιάρη και ανάποδου γέροντα, που στο βάθος κρύβει καλά αισθήματα, αλλά ταμπουρώνεται πίσω από την παραξενιά του για να επιβιώσει. Τους τύπους αυτούς απαθανάτισε ο κινηματογραφικός φακός στις ταινίες «Ο γρουσούζης» (1952), «Η κάλπικη λίρα» (1955), «Η θεία από το Sικάγο» (1957), «Το αμαξάκι» (1957), «Η κυρά μας η μαμή» (1958), «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα» (1960), που τον ανέδειξαν σε θεμελιωτή του νεορεαλιστικού ύφους στην υποκριτική, σύμφωνα με τον κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο.

Επίσης, έγραψε ιστορία στο θέατρο το 1959, όταν ήρθαν στην Αθήνα τα μπαλέτα Μπολσόι για παραστάσεις στο Ηρώδειο. Ο Μακρής εργαζόταν τότε στο Περοκέ και για να σατιρίσει το διάσημο χορευτικό σχήμα, έστησε τη δική του χορογραφία με θέμα την «Λίμνη των κύκνων». Οι μπαλαρίνες-κύκνοι όμως ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Νίκος Σταυρίδης και ο Σταύρος Παράβας. Όσο για τον ρόλο της πριμαντόνας, που δεν ήταν άλλος από έναν τεράστιο και αλλοπρόσαλλο φτερωτό κύκνο, τον είχε κρατήσει για τον εαυτό του, ξεσηκώνοντας και πάλι το κοινό.

Ο Ορέστης Μακρής - ηθοποιός ευγενής, μετρημένος με σπάνιο ήθος και επαγγελματική ευσυνειδησία - πέθανε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 1975 από ένα κρύωμα που εξελίχτηκε σε πνευμονικό οίδημα. Η κηδεία του έγινε την επομένη στο Α’ Νεκροταφείο και ήταν πάνδημη.

Φιλμογραφία

Μάγος της Αθήνας (1931)
Ο μεθύστακας (1950)
Ο γρουσούζης (1952)
Το κορίτσι της γειτονιάς (1954)
Ιστορία μιας κάλπικης λίρας (1955)
Καταδικασμένη και από το παιδί της (1955)
Το φιντανάκι (1955)
Αρπαγή της Περσεφόνης (1956)
Η Αθήνα χορεύει ροκ εν ρολ (1957)
Η θεία από το Sικάγο (1957)
Της νύχτας τα καμώματα (1957)
Το αμαξάκι (1957)
Η κυρά μας η μαμή (1958)
Μια λατέρνα μια ζωή (1958)
Το νησί της σιωπής (1958)
Ο Θύμιος τάκανε θάλασσα (1959)
Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο (1959)
Φτώχεια και αριστοκρατία (1959)
Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλλήκαρα (1960)
Οικογένεια Παπαδοπούλου (1960)
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά (1960)
Έξω οι κλέφτες (1961)
Ο καλός μας άγγελος (1961)
Τα σκαλοπάτια της ζωής (1962)
Όλα και τη ζωή μου ακόμα (1963)
Τα παλιόπαιδα (1963)
Το μεροκάματο του πόνου (1963)
Αδικημένη (1964)
Κάθε καημός και δάκρυ (1964)
Ο Αριστείδης και τα κορίτσια του (1964)
Ο ζητιάνος μιας αγάπης (1964)
Οι νταήδες (1964)
Πόνεσα πολύ για σένα (1964)
Τον παλιό εκείνο τον καιρό (1964)
Με πόνο και με δάκρυα (1965)
Οι καταφρονεμένοι (1965)
Ο πόνος του μπεκρή (1966)
Ένα κορίτσι αλλοιώτικο απ' τ' άλλα (1967)
Τι κι αν γεννήθηκα φτωχός (1967)


Πηγή: sansimera.gr, atexnos.gr, mixanitouxronou.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Βασίλης Ρώτας: Το Χριστινάκι

Διογένης ο Κυνικός - Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς

Η ταυτότητα της ημέρας

Λορέντζος Μαβίλης - Στην Πατρίδα

Μύθοι του Αισώπου - 59. Η γυναίκα και η κότα

Ότι είναι αληθινό και αυθεντικό, αντέχει και στο χρόνο και σε κάθε καιρό.