Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Τα ψηλά βουνά (5ο μέρος) - Άστρα, γρύλοι και κουδούνια & Τα παιδιά σχηματίζουν κοινότητα



11. Ἄστρα, γρῦλοι καὶ κουδούνια.

Οι φίλοι μας κοιμοῦνται βαθιὰ στὶς καλύβες. Ποῦ καὶ ποῦ ἀκούγονται παραμιλητά.

Μερικοὶ φωνάζουν: «Αὔριο θὰ ξεκινήσωμε γιὰ τὸ βουνό!», καὶ ξανακοιμοῦνται.

Ἕνας λέει: «Δὲν εἶναι ὥρα σοῦ λέω γιὰ τὸ σχολεῖο. Δὲ χτύπησε ἀκόμη ἡ καμπάνα!»

Ἕνας ἄλλος: «Μητέρα δὲν τὴ θέλω τόσο μικρὴ φέτα!»

Ἕνας τρίτος: «Κοίταξε μὴν ἔρθη ἡ μάνα μου, ἔχω πάρει ἀπὸ τὸ ντουλάπι ὅλο τὸ βάζο μὲ τὸ γλυκό».

Ἦταν ὁ Φουντούλης. Ὅταν ξύπνησε κι εἶδε πὼς δὲν ἔχει τίποτα, τοῦ κακοφάνηκε. Δὲν ἤθελε νὰ ξανακοιμηθῆ, μήπως πάθη πάλι τὸ ἴδιο. Μὰ ἡ κούραση τὸν ἀποκοίμισε.

Ὁ Φάνης ἄνοιξε τὰ μάτια του. Ἀπὸ κάποιες τρῦπες τῆς καλύβας βλέπει οὐρανό, καὶ καταλαβαίνει πὼς εἶναι ἀκόμη νύχτα.

Μὰ δυσκολεύεται νὰ κοιμηθῆ ἄλλο. Ντύνεται καὶ γλιστρᾶ ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβα· θέλει νὰ δῆ τὴ νύχτα στὸ δάσος. Κάθισε κεῖ ἀπέξω καταγῆς.

Πρώτη φορὰ εἶδε τόσο βαθὺ οὐρανό. Πόσα ἄστρα! Ἦταν σὰν ἀμέτρητο χρυσὸ μελίσσι, ποὺ χύθηκε ψηλὰ κι ἔβοσκε.

Ἄστρα πολλὰ ἐδώ, ἄστρα λίγα παρακάτω. Κάπου δυὸ μαζί, κάπου ἕνα μοναχό, σὰν ξεχασμένο. Πέντ’ ἕξι ἄστρα μαζί, σὰν κλαράκι. Νάναι ἡ πούλια;

Στὴ μέση τ’ οὐρανοῦ, ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ Φάνη, ἕνα λευκὸ ποταμάκι χυνόταν ἥσυχα ἀπὸ τὸ βοριὰ στὸ νότο· κυλοῦσε μυριάδες μικρὰ ἄστρα, λευκὰ σὰν ἀνθούς.

Μέσα στὸ δάσος ἀμέτρητοι γρῦλοι τραγουδοῦσαν κι ἔλεγαν ὅλοι τὸ ἴδιο τραγούδι.

Ἀπὸ πέτρες, ἀπὸ τρῦπες τῆς γῆς ἔβλεπαν τὴν ἀστροφεγγιά οἱ μικροὶ τραγουδιστάδες καὶ τὴν κελαηδοῦσαν.

Κι ὕστερα ἀκούστηκαν μακριὰ τὰ κουδούνια τῶν κοπαδιῶν. Εἶναι οἱ βλάχοι. Δικό τους θὰ εἶναι τὸ μεγάλο κοπάδι ποὺ βόσκει.

Ἄκου πόσα κουδούνια!... Μικρά, μεγάλα, ψηλά, βαθιά, γλυκά, βραχνά. Κουδουνίσματα πολλὰ ὅπως τ’ ἄστρα, ὅπως οι γρῦλοι.

Κι ἔξαφνα ἕνα πράσινο ἄστρο, σὰ νὰ ἦταν πολὺ χαρούμενο, ἄναψε, χύθηκε ἀνάμεσα στ’ ἄλλα καὶ χάθηκε......

Τί ὡραία νύχτα!

Ὁ Φάνης ἔνιωσε ψύχρα καὶ μπῆκε μέσα νὰ πλαγιάση. Μὰ καὶ σκεπασμένος ἔβλεπε τὴν ἀστροφεγγιά.

Τοῦ φαίνονταν ὅλα ἐκείνα τ’ ἄστρα δικά του. Κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν τὰ εἶχε δεῖ.

Ἀποκοιμήθηκε ἀκούγοντας τὰ κουδούνια.

12. Τα παιδιά σχηματίζουν κοινότητα.

Ὁ ἥλιος εἶναι πολὺ ψηλά. Τὰ τζιτζίκια λαλοῦν δυνατά. Μὰ κανένας δὲν ἔχει ὄρεξη ν’ ἀφήση τὸ στρῶμα. Γυρίζουν ἀπὸ τὸ ἕνα πλευρὸ στὸ ἄλλο.

«Σηκωθῆτε» λέει ὁ Ἀντρέας, γυρίζοντας ἀπὸ καλύβα σὲ καλύβα· «ἔχομε δουλειά».

—«Τί δουλειά;» φώναξε ὁ Δημητράκης, τρίβοντας τὸ ἕνα του μάτι.

—«Νὰ φᾶμε ἐδῶ ποὺ ἤρθαμε».

—«Κι εἶναι αὐτὸ δουλειά;»

—«Τώρα ποὺ θὰ σηκωθῆς, θὰ τὸ δοῦμε».

Ὁ Δημητράκης ζητοῦσε τὴ λεκάνη νὰ νιφτῆ· δὲν εἶχε καταλάβει ἀκόμη ποῦ βρίσκεται. Ἀκολούθησε τοὺς ἄλλους ποὺ γελοῦσαν μ’ αὐτόν, καὶ βρῆκαν κάμποσα βήματα μακριὰ τὴ βρύση. Τὸ νερὸ τοὺς ἔτσουξε στ’ αὐτιά.

Ἕνα παιδί, ὁ Πάνος, ἔλεγε τοῦ Δημητράκη καθὼς νιβόταν: «Ἄι, ἄι, τί κρύο νερό!», καὶ τοῦ κρατοῦσε τὸ κεφάλι κάτω ἀπὸ τὴ βρύση. Ὁ Δημητράκης φώναζε σὰν κατσίκι. Ὁ Πάνος τὸν ἄφησε, κι ἔβαλε τὸ δικό του κεφάλι στὴ βρύση. Ἄφηνε τὸ κρύο νερὸ νὰ πηγαίνη στὸ σβέρκο του, στὸ στῆθος του.

Ὅταν πλύθηκαν, ἦρθε νὰ τοὺς δῆ ὁ κὺρ Στέφανος. Ὁ καλὸς ἄνθρωπος ποὺ τοὺς ἔφερε ὡς ἐδῶ, θὰ πήγαινε στὴ χώρα γιὰ τὶς δουλειές του. Φεύγοντας τοὺς εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια:

«Εἰκοσιέξι ἄνθρωποι γιὰ νὰ ζήσουν στὸ βουνό, πρέπει ὅλα νὰ τὰ κάμουν μὲ τὰ χέρια τους. Νὰ ψήνουν τὸ ψωμί, νὰ κουβαλοῦν τὸ νερό, νὰ βράζουν τὸ φαΐ.

»Εἶστε εἰκοσιέξι συγκάτοικοι, ποὺ πρέπει νὰ ζήσετε μαζὶ στὸ ἴδιο μέρος· ἔχετε τὶς ἴδιες δυσκολίες καὶ τὶς ἴδιες ὠφέλειες. Κάνετε λοιπὸν μιὰ κοινότητα. Πῶς αὐτὴ θὰ ζήσει χωρὶς μαγαζί, χωρὶς μύλο, χωρὶς τίποτα;

»Κάποιος ἀπὸ σᾶς πρέπει νὰ γίνει φούρναρης, μπακάλης, μυλωνάς. Ὅ τι χρειάζεται γιὰ νὰ συντηρηθῆτε πρέπει νὰ τὸ βρεῖτε μόνοι σας, ὅπως οἱ βοσκοί, οἱ βλάχοι καὶ οἱ λοτόμοι. Θὰ φᾶτε ἢ δὲ θὰ φᾶτε σήμερα;»

—«Θὰ φᾶμε» ἀπάντησε ὁ Φουντούλης.

—«Νὰ ἰδοῦμε ὅμως πῶς θὰ φᾶτε. Ἔ, ὅσο γιὰ σήμερα ἔχετε δὰ ἕναν κουτσομάγερα, τὸν Ἀντρέα. Αὐτὸς ἔμαθε ἀπὸ τοὺς λοτόμους τὸ γιαχνί. Σήμερα θὰ εἶναι μάγειρας γιὰ ὅλους σας. Τώρα βοηθῆστε κι οἱ ἄλλοι νὰ γίνη τὸ φαΐ».

Ὁ Γιωργάκης, ὁ Ἀλέκος κι ὁ Δημητράκης πῆραν νὰ ξεφλουδίσουν τὶς πατάτες, ὁ Δῆμος κι ὁ Καλογιάννης νὰ κόψουν τὰ φασόλια καὶ τὶς ντομάτες. Ἄλλοι πῆραν νὰ καθαρίσουν τὰ κρεμμύδια κι ἄλλοι ἄναψαν τὴ φωτιά.

«Καὶ κεῖνοι ποὺ περισσεύουν τί θὰ προσφέρουν στὴν κοινότητα;» ρώτησε ὁ Κωστάκης.

—«Τὴν ὄρεξή μας» εἶπαν αὐτοὶ γελώντας.

—«Ἀπ’ αὐτὴ ἔχομε κι ἐμεῖς» φώναξε ὁ Ἀντρέας. «Μὰ ἔννοια σας κι ἔχετε δουλειά».

Ἡ δουλειὰ ποὺ τοὺς ἔπεσε εἶναι ἀρκετή. Ἔπρεπε νὰ γυρίσουν τὶς καλύβες, τὴν κοινότητά τους, νὰ κοιτάξουν τὶς θέσεις, τὰ δέντρα καὶ νὰ ὁρίσουν ποῦ θὰ εἶναι τὸ μαγειρειό, ἡ ἀποθήκη, τὰ ράφια.

Ἄλλοι ἔπρεπε νὰ δοῦν ἂν ἔχουν ὅ τι τοὺς χρειάζεται γιὰ νὰ μαγειρεύουν. Μήπως λείπει κουτάλα ἢ κατσαρόλα, καθώς αὐτὴ τὴ στιγμὴ τοὺς λείπει τὸ τηγάνι, καὶ πρέπει νὰ τὸ ζητήσουν ἀπὸ τοὺς λοτόμους.

Ἄλλοι πάλι θὰ πήγαιναν νὰ δοῦν τοὺς βλάχους γιὰ νὰ ξέρουν τί τρόφιμα μπορεῖ νὰ πάρουν ἀπ’ αὐτοὺς στὴν ἀνάγκη. Καὶ στὸ τέλος, νὰ μάθουν ἄν ἔχη κανένα χωριὸ ἐκεῖ κοντὰ καὶ πόσο μακριὰ εἶναι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα 99 μυστικά της Ελλάδας - Αμμουδιά Πίσω Κρυονέρι, Πάργα

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Τα ψηλά βουνά (3ο μέρος)- Τα παιδιά κοιτάζουν το νερό της Ρούμελης, Καταστροφή στα κουλούρια του Φουντούλη & Τα μουλάρια ξέρουν που θα φάνε οι ταξιδιώτες

Σαν Σήμερα 9 Δεκεμβρίου

Σαν Σήμερα 9 Ιουλίου

Σωτήρη Δημητρίου - Σαν τα χελιδόνια, λέλε μου

24 Μαΐου 1917 - Συμμαχικός αποκλεισμός της Αθήνας