Η δυσχέρεια είναι παραμέληση του σώματος που προκαλεί δυσαρέσκεια (ενόχληση στους άλλους). (1) 1. Δυσχερής είναι αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον χειριστεί και μεταφορικά ο λυπηρός, ο ενοχλητικός, ο εχθρικός, ο ιδιότροπος, ο μεμψίμοιρος, ο δύστροπος. Καμία από τις παραπάνω αποδόσεις του νοήματος της λέξης δεν ταιριάζει ακριβώς με όλες τις λεπτομέρειες του χαρακτήρα. Κατά τον Θεόφραστο λοιπόν, δυσχερής, είναι ο σιχαμένος, ο βρωμιάρης και αποκρουστικός. Ο δυσχερής είναι τέτοιου είδους άνθρωπος. Ενώ έχει ψωρίαση και αλφισμό (2) και μεγάλα νύχια, περπάτα και λέει ότι είναι κληρονομικές ασθένειες, διότι τα είχε και ο πατέρας και ο παππούς του, γι’ αυτό δεν είναι εύκολο να μπει άλλο στην οικογένεια (3). 2. Στο αρχαίο κείμενο η λέξη λέπρα δηλώνει κατά πάσα πιθανότητα μια μορφή ψωρίασης ή εκζέματος. Ο αλφισμός (άλφος στο αρχαίο κείμενο) είναι η απώλεια της χρωμάτωσης του δέρματος. 3. Δηλαδή, να υιοθετήσουν κάποιο ξένο. Είναι ικανός να έχει πληγές στις γάμπες και γδαρ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου