Πολ Βερλαίν (Paul Verlaine) - Ποιήματα
Τι έχεις κάνει, εσύ εκεί πέρα
που κλαίς ασταμάτητα
Πες τι έχεις κάνει
με τα νιάτα σου.
Η δύση άφηνε τις ύστατες αχτίδες
κι ο άνεμος τα χλωμά τα νούφαρα κινούσε,
τ' ανοιχτά νούφαρα, μέσα από τα καλάμια
θλιβερά γυάλιζαν στο άτρεμο κύμα απάνω.
Μόνος πλανιόμουνα, σέρνοντας την πληγή μου
μέσα από τις ιτιές, μπρος στων νερών το μάκρος,
που η πάχνη η άπλαστη όμοιαζε μεγάλο
φάντασμα άσπρο σαν το χιόνι, απελπισμένο,
με τις άγριες πάπιες μαζί θρηνώντας,
που τα φτερά χτυπάν κι η μια την άλλη κράζουν,
μέσα από τις ιτιές, που ολόμονος πλανιόμουν
σέρνοντας την πληγή μου, και των ίσκιων ήρθε
το άφεγγο σάβανο, τις ύστατες να πνίγει
της δύσης αντήλιες μες στα χλωμά νερά του
και τα νούφαρα, μεσ' από τα καλάμια,
τ' ανοιχτά νούφαρα στο άτρεμο κύμα απάνω.
Τα χέρια
Τα χέρια τ' ακριβά, δικά μου που έγιναν,
ωραία ωραία, μικρά μικρά,
κι ύστερ' απ' όλα τα θανάσιμα γλιστρήματα
κι απ' όλα αυτά τ' ανίερα κοσμικά.
ωραία ωραία, μικρά μικρά,
κι ύστερ' απ' όλα τα θανάσιμα γλιστρήματα
κι απ' όλα αυτά τ' ανίερα κοσμικά.
Ύστερ' από τ' αραξοβόλια και τις αμμουδιές
κι από τους τόπους κι από τα λημέρια,
ρηγικά χέρια πιο πολύ κι απ' των παραμυθιών,
μου ανοίγουν τα όνειρα τ' αγαπημένα χέρια.
κι από τους τόπους κι από τα λημέρια,
ρηγικά χέρια πιο πολύ κι απ' των παραμυθιών,
μου ανοίγουν τα όνειρα τ' αγαπημένα χέρια.
Ονειρευτά χέρια απλωμένα απάνου απ' την ψυχή μου,
τάχα το ξέρω εγώ τι θα 'χετε καταδεχτεί
να ειπείτε της ψυχής μου που μαράζωσε
μέσα σ' αυτού του κόσμου την κακούργα βοή;
τάχα το ξέρω εγώ τι θα 'χετε καταδεχτεί
να ειπείτε της ψυχής μου που μαράζωσε
μέσα σ' αυτού του κόσμου την κακούργα βοή;
Τάχα είναι ψέμα το όραμα σεμνό που το ανοίγω,
συμπάθειας όραμα πνευματικής,
μιας επιστήθιας, μιας απέραντης αγάπης,
στοργής που όλα μου απάνου της τα παίρνει μητρικής;
συμπάθειας όραμα πνευματικής,
μιας επιστήθιας, μιας απέραντης αγάπης,
στοργής που όλα μου απάνου της τα παίρνει μητρικής;
Αγαπημένα μου όνειρα, χεράκια μου αγιασμένα
πόνε πανώριε, ποθητέ δαρμέ μου εσύ,
τα χέρια αυτά, τα χέρια αυτά, σεπτά μου χέρια,
κάματε τη χειρονομία που συγχωρεί.
πόνε πανώριε, ποθητέ δαρμέ μου εσύ,
τα χέρια αυτά, τα χέρια αυτά, σεπτά μου χέρια,
κάματε τη χειρονομία που συγχωρεί.
Μου κλαίει ψιχάλα στην καρδιά
καθώς στην πόλη σιγοβρέχει.
Τι να’ ναι τούτη η ανημποριά
που μου ναρκώνει την καρδιά;
Γλυκό τραγούδι της βροχής
στις στέγες πάνω και στο χώμα.
Στη στεναχώρια μιας ψυχής
ω εσύ τραγούδι της βροχής!
Κάτι θρηνεί χωρίς αιτία
στην καρδιά τούτη που λιγώνει.
Πως έτσι; Καμιά προδοσία;
Η θλίψη αυτή δεν έχει αιτία.
Και είν’ ο μεγάλος πόνος ίσως
το να μην ξέρω γιατί μόνος,
χωρίς αγάπη, δίχως μίσος,
μέσα μου υπάρχει τόσος πόνος.
καθώς στην πόλη σιγοβρέχει.
Τι να’ ναι τούτη η ανημποριά
που μου ναρκώνει την καρδιά;
Γλυκό τραγούδι της βροχής
στις στέγες πάνω και στο χώμα.
Στη στεναχώρια μιας ψυχής
ω εσύ τραγούδι της βροχής!
Κάτι θρηνεί χωρίς αιτία
στην καρδιά τούτη που λιγώνει.
Πως έτσι; Καμιά προδοσία;
Η θλίψη αυτή δεν έχει αιτία.
Και είν’ ο μεγάλος πόνος ίσως
το να μην ξέρω γιατί μόνος,
χωρίς αγάπη, δίχως μίσος,
μέσα μου υπάρχει τόσος πόνος.
Φεγγαρόφωτο
Είναι η ψυχή σας ένα θεσπέσιο τοπίο
όπου συρρέουν μασκοφόροι μαγευτικοί
παίζοντας τον αυλό, χορεύοντας, κι ίσως σχεδόν
θλιμμένοι κάτω απ’ τις εξαίσιες φορεσιές τους
Σύσσωμοι όλοι τραγουδούν σε κλίμακες οδύνης
για νικηφόρους έρωτες και ανθοστόλιστους βίους
ίσως να μην πιστεύουν μέσα στην ευτυχία τους
και οι φωνές τους μπλέκονται στο φεγγαρόφωτο
Ω, γαλήνιο φως του φεγγαριού πανέμορφο όμως και τόσο μελαγχολικό
που δίνεις στα πουλιά τη δύναμη να ονειρευτούν μέσα στα δέντρα
και κάνεις τις πηγές με όλο λυγμούς να κλαίνε εκστατικές
εκείνες τις πελώριες πηγές ανάμεσα απ’ τα αγάλματα.
όπου συρρέουν μασκοφόροι μαγευτικοί
παίζοντας τον αυλό, χορεύοντας, κι ίσως σχεδόν
θλιμμένοι κάτω απ’ τις εξαίσιες φορεσιές τους
Σύσσωμοι όλοι τραγουδούν σε κλίμακες οδύνης
για νικηφόρους έρωτες και ανθοστόλιστους βίους
ίσως να μην πιστεύουν μέσα στην ευτυχία τους
και οι φωνές τους μπλέκονται στο φεγγαρόφωτο
Ω, γαλήνιο φως του φεγγαριού πανέμορφο όμως και τόσο μελαγχολικό
που δίνεις στα πουλιά τη δύναμη να ονειρευτούν μέσα στα δέντρα
και κάνεις τις πηγές με όλο λυγμούς να κλαίνε εκστατικές
εκείνες τις πελώριες πηγές ανάμεσα απ’ τα αγάλματα.
Το οικείο μου όνειρο
Συχνά έχω τούτο το παράξενο
και διαπεραστικό όνειρο
μιας γυναίκας άγνωστης
που αγαπώ και με αγαπά
και που όμως δεν είναι κάθε φορά
ούτε ακριβώς η ίδια
αλλά ούτε και κάποια άλλη,
και με αγαπά και με καταλαβαίνει
Γιατί εκείνη με καταλαβαίνει
και η καρδιά μου είναι διάφανη
για αυτή μονάχα˙
και τον ιδρώτα του χλωμού προσώπου μου
μονάχα αυτή ξέρει να δροσίζει με το κλάμα της
Να είναι άραγε καστανή, ξανθιά ή κοκκινομάλλα;
Δε ξέρω
Το όνομά της;
Θυμάμαι πως είναι γλυκό και εύηχο
σαν τα ονόματα των αγαπημένων
που μας στέρησε η ζωή
Το βλέμμα της είναι όμοιο
με το βλέμμα των αγαλμάτων
και όσον αφορά τη φωνή της,
απόμακρη και ήρεμη και σοβαρή,
με τη χροιά αγαπημένων φωνών που σώπασαν
και διαπεραστικό όνειρο
μιας γυναίκας άγνωστης
που αγαπώ και με αγαπά
και που όμως δεν είναι κάθε φορά
ούτε ακριβώς η ίδια
αλλά ούτε και κάποια άλλη,
και με αγαπά και με καταλαβαίνει
Γιατί εκείνη με καταλαβαίνει
και η καρδιά μου είναι διάφανη
για αυτή μονάχα˙
και τον ιδρώτα του χλωμού προσώπου μου
μονάχα αυτή ξέρει να δροσίζει με το κλάμα της
Να είναι άραγε καστανή, ξανθιά ή κοκκινομάλλα;
Δε ξέρω
Το όνομά της;
Θυμάμαι πως είναι γλυκό και εύηχο
σαν τα ονόματα των αγαπημένων
που μας στέρησε η ζωή
Το βλέμμα της είναι όμοιο
με το βλέμμα των αγαλμάτων
και όσον αφορά τη φωνή της,
απόμακρη και ήρεμη και σοβαρή,
με τη χροιά αγαπημένων φωνών που σώπασαν
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου