Άντον Τσέχωφ - Ο Βυσσινόκηπος



Στις 17 Ιανουαρίου 1904, "Ο Βυσσινόκηπος" του Άντον Τσέχωφ κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε σκηνοθεσία Στανισλάβσκι.

Υπόθεση του εργού

Η Λιουμπόβ Ρανιέφσκι επιστρέφει στο σπίτι της από το Παρίσι μετά από απουσία 5 ετών, συντετριμένη από έναν έρωτα και καταχρεωμένη. Το σπίτι της με τον τεράστιο Βυσσινόκηπό του είναι υποθηκευμένα κι εκείνη μοιάζει ανίκανη να τα σώσει από το ξεπούλημα.

Αντιδρά πολύ ανθρώπινα: με δράμα, αναμνήσεις, απάθεια, αφέλεια, άρνηση και υπερβολές. Στην ουσία απλώς παρακολουθεί τον κόσμο της να χάνεται. Έχει φέρει μαζί της την κόρη της την Άνια και τη Σαρλότα την ιδιόρρυθμη γκουβερνάντα.

Στο σπίτι θα συναντήσει τον Γκάγεφ, τον φλύαρο και φιλάρεσκο αδελφό της. Τον Λοπάχιν, τον γιό του κολίγου που είναι  πλέον έμπορος με πολλά λεφτά, ο μόνος που αντιλαμβάνεται την εποχή που αλλάζει και της δίνει συμβουλές σωτηρίας που εκείνη δεν ακούει.

Τη Βάρια την ψυχοκόρη της, τον Τροφίμωφ, τον αιώνιο φοιτητή, ίνδαλμα της μικρής Άνια, γεμάτον επαναστατικές ιδέες. Τον Γεπιχόντωφ τον λογιστή που θέλει τόσο πολύ να παντρευτεί την υπηρέτρια Ντουνιάσα που αγαπάει τον Γιάσα τον υπερόπτη υπηρέτη, τον Πίστσικ τον κτηματία που αναζητεί διαρκώς λίγα δανεικά, και τον αιωνόβιο Φιρς που απομένει με τη μοναξιά του.

Αυτό το πλήθος, αφέντες και υπηρέτες, περιφέρεται μέσα και γύρω από το σπίτι. Όλοι θέλουν κάτι ή κάποιον που δεν έχουν, όλοι ανίκανοι να κάνουν κάτι δραστικό για να σωθούν. Στο τέλος όλα και όλοι θα έχουν αλλάξει.


Τα πρόσωπα του έργου

Λιουμπόφ Αντρέγεβνα, (Λιούμπα), κυρία Ρανιέφσκαγια - Γαιοκτήμων, ιδιοκτήτρια του Βυσσινόκηπου

Άνια, (Άννιτσκα) - κόρη της Λιούμπα, 17 ετών

Βάρια, (Βαρβάρα Μιχαήλοβνα) - θετή κόρη της Λιούμπα, 24 ετών

Γκάγεφ, Λεονίντ Αντρέιτσς (Λιόνα) - αδελφός της Λιούμπα

Λοπάχιν, Γερμολάι Αλεξέιτς - έμπορος

Τροφίμωφ, Πιότρ Σεργκέιτς (Πέτια) - φοιτητής

Συμεόνωφ-Πίστσικ Μπορίς Μπορίσοβιτς - κτηματίας

Σαρλόττα Ιβάνοβνα - γερμανίδα γκουβερνάντα

Επιχόντωφ, Συμεών Παντελέγεβιτς - υπάλληλος - γραμματέας

Ντουνιάσσα, Αβντότια Φιοντόροβνα - υπηρέτρια

Φιρς Νικολάγεβιτς - υπηρέτης, 87 ετών

Γιάσσα - νεαρός υπηρέτης

Περαστικός
Σταθμάρχης
Υπάλληλος ταχυδρομίου
Επισκέπτες
Υπηρέτες

Το έργο διαδραματίζεται στο κτήμα της Λιουμπόφ Αντρέγεβνα Ρανιέφσκαγια


Πράξη Πρώτη

Λοπάχιν:

Έφτασε το τρένο, δόξα τω Θεώ. Τι ώρα πήγε;

Ντουνιάσσα:

Κοντεύει δύο. Ξημέρωσε κιόλας.

Λοπάχιν:

Πόση καθυστέρηση είχε επιτέλους αυτό το τρένο - 2 ώρες το λιγότερο. Αλλά κι εγώ καλός βλάκας είμαι! Ήρθα επίτηδες για να πάω να τους υποδεχτώ στο σταθμό και με πήρε ο ύπνος!... Κάθισα στην καρέκλα κι αποκοιμήθηκα... Αμ, κι εσύ δεν με ξύπναγες;

Ντουνιάσσα:

Νόμισα πως είχατε φύγει. (Σταματάει για να ακούσει κάτι) Α, να, μου φαίνεται πως έρχονται.

Λοπάχιν:

(Ακούει κι αυτός προσεκτικά) Μπα, δεν έρχονται. Μέχρι να πάρουνε βαλίτσες, το ‘να, τ’ άλλο… (Παύση). Η Λιουμπόφ Αντρέγεβνα έλειπε πέντε χρόνια στο εξωτερικό, δεν ξέρω πώς θα είναι τώρα... Υπέροχη γυναίκα, καλοπροαίρετη κι απλή... Θυμάμαι μια φόρα, παιδί, στα 15 μου, τότε που ο μακαρίτης ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζάκι στο χωριό, θυμάμαι μου ‘ριξε μια γροθιά στο πρόσωπο και μάτωσε η μύτη μου... Είχαμε έρθει για κάποια δουλειά εδώ, στην αυλή, κι εκείνος είχε πιει έναν περίδρομο και ήταν μεθυσμένος. Η Λιουμπόφ Αντρέγεβνα, τη θυμάμαι σαν να ‘ναι τώρα - κοπέλα ακόμα και πολύ λεπτή - με πήρε από το χέρι και μ’ έφερε σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο, “των παιδιών” που λένε. “Μην κλαις, μικρέ μουζίκο (χωριατόπουλο)”, μου είπε, “ώσπου να παντρευτείς θα γιάνει”... “Μικρέ μουζίκο”!... Βέβαια, δίκιο είχε, ο πατέρας μου μουζίκος ήτανε. Κι όμως, εγώ - βλέπεις; - άσπρο γιλέκο και παπούτσια πολυτελείας… Απ’ τ’ αλώνια στα σαλόνια, που λέει η παροιμία... Εγώ είμαι πλούσιος τώρα, έχω πολλά λεφτά, όμως, αν με καλοπροσέξεις, μουζίκος γεννήθηκα και μουζίκος έμεινα. Ορίστε, πήρα να διαβάσω αυτό το βιβλίο και δεν καταλάβαινα ούτε λέξη - εκεί που διάβαζα με πήρε ο ύπνος.


Γεπιχόντωφ:

Παγωνιά έξω, τρία υπό το μηδέν, κι οι βυσσινιές έχουν ήδη ανθίσει. Δεν μπορώ να πω ότι το κλίμα μας είναι καλό. (Αναστενάζει) Όχι, αυτό δεν μπορώ να το πω. Ναι, το κλίμα μας δεν βοηθάει καθόλου.


Άνια:

Από ‘δω πάμε. Μαμά, θυμάσαι ποιο δωμάτιο ειν’ αυτό;

Λιούμπα:

(Βουρκωμένη από τη χαρά της) Το παιδικό!

Βάρια:

Τι κρύο ειν’ αυτό, πάγωσαν τα χέρια μου! (Στη Λιούμπα) Πάντως, μανούλα αγαπημένη, τα δικά σας δωμάτια έμειναν όπως τ’ αφήσατε, άσπρο και βιολετί.

Λιούμπα:

Το δωμάτιο των παιδιών! Το αγαπημένο μου, το πανέμορφο δωμάτιο!... Εδώ κοιμόμουν όταν ήμουνα μικρή… (Κλαίει) Και τώρα, να ‘μαι πάλι εδώ, και νιώθω σαν κοριτσάκι... Και η Βάρια μας ολόιδια, πάντα σαν καλόγρια. Να κι η Ντουνιάσσα… (Τη φιλάει)

Γκάγεφ:

Το τρένο είχε δύο ώρες καθυστέρηση. Δύο! Δεν είναι κατάσταση αυτή.

[...]

(Βγαίνουν όλοι εκτός από την Άνια και την Ντουνιάσσα)

Ντουνιάσσα:

Σας πεθυμήσαμε.

Άνια:

Τέσσερις νύχτες στο τρένο δεν έκλεισα μάτι... Και τώρα ακόμα είμαι παγωμένη.

Ντουνιάσσα:

Είχατε φύγει Μεγάλη Σαρακοστή... Και τότε είχε χιόνια και παγωνιά. Αλλά τώρα είναι Άνοιξη…

[...]

Άνια:

(Κοιτάζοντας από την πόρτα προς το δωμάτιό της. Τρυφερά) Το δωμάτιό μου, τα παράθυρά μου - λες και δεν έφυγα ποτέ από δω. Είμαι πάλι στο σπίτι μου! Το πρωί που θα σηκωθώ, θα τρέξω αμέσως στον κήπο ... Μόνο ας κατάφερνα να κοιμηθώ απόψε! Σ' όλο το ταξίδι δεν έκλεισα μάτι, μ’ έτρογε η ανησυχία.


Βάρια:

Δόξα τω Θεώ, ήρθατε. Να ‘σαι στο σπίτι! (Την αγκαλιάζει) Η αγάπη μου γύρισε. Η κουκλίτσα μου.

Άνια:

Να ‘ξερες τι πέρασα.

Βάρια:

Το φαντάζομαι.

Άνια:

Τη Μεγάλη Βδομάδα που ξεκίνησα είχε πολύ κρύο. Και σ’ όλο το ταξίδι η Σαρλόττα δεν έβαλε γλώσσα μέσα, χώρια που δεν σταμάτησε να κάνει εκείνα τα ανόητα τρικ της - ταχυδακτυλουργός, λέει! Τι μου τη φόρτωσες;

Βάρια:

Μα, πώς να ταξιδέψεις μόνη σου, καρδούλα μου; Στα δεκαεφτά σου!

Άνια:

Κάποια στιγμή φτάσαμε στο Παρίσι... Χιόνια κι εκεί και κρύο. Τα γαλλικά μου είναι απαίσια. Η μαμά έμενε στον πέμπτο, έφτασα εκεί κι είχε κόσμο, κάτι Γάλλους και κάτι κυρίες κι έναν γέρο καθολικό παπά μ’ ένα βιβλιαράκι στο χέρι, και στο δωμάτιο καπνά απ’ τα τσιγάρα, ακαταστασία - πολύ άβολα ήταν. Και τη λυπήθηκα τόσο τη μαμά, τόσο, που έσφιξα το κεφάλι της στην αγκαλιά μου και δεν έλεγα να τ’ αφήσω…

[...]

Τη βίλα στο Μεντόν την είχε ήδη πουλήσει και δεν της έμενε τίποτα, απολύτως τίποτα. Κι εγώ δεν είχα πια ούτε καπίκι, τα είχα ξοδέψει όλα στο ταξίδι. Και η μαμά να μην καταλαβαίνει τίποτα. Καθόμασταν στους σταθμούς να φάμε κι εκείνη εκεί, επιμονή, να παραγγέλνει τα πιο ακριβά και ν’ αφήνει ένα ολόκληρο ρούβλι σε κάθε γκαρσόνι για φιλοδώρημα. Τα ίδια έκανε κι η Σαρλόττα. Αλλά κι ο Γιάσα σκέτη απαίτηση ήτανε, παράγγελνε και πρώτο και δεύτερο - πλήρες γεύμα ο κύριος! Φοβερή, φοβερή κατάσταση!

[...]

Εδώ πώς πάνε τα πράγματα; Τους τόκους τους πληρώσαμε;

Βάρια:

Με τι να τους πληρώσουμε;

Άνια:

Ω Θεέ μου! Θεέ μου!

Βάρια:

Τον Αύγουστο το κτήμα βγαίνει σε πλειστηριασμό…

Άνια:

Θεέ μου!

Λοπάχιν:

(Βάζει μόνο το κεφάλι του από την πόρτα. Μουγκανίζει σαν βόδι) Μμμμμούου…

Βάρια:

(Δακρυσμένη, σφίγγει τη γροθιά της) Να του δώσω μια στα μούτρα!...

Άνια:

Βάρια, σου έκανε πρόταση; (Η Βάρια κουνάει αρνητικά το κεφάλι) Σίγουρα σ’ αγαπάει... Γιατί δεν το ξεκαθαρίζεται, τι περιμένετε;

Βάρια:

Δεν βλέπω να προχωράει το πράγμα. Αυτός έχει πολλές δουλειές, δεν του μένει πολύς καιρός για μένα... Ούτε που μου δίνει σημασία. Τέλος πάντων, καλά να ‘ναι ο άνθρωπος... αλλά εγώ δεν μπορώ ούτε να τον βλέπω. Όλοι εδώ νομίζουν ότι παντρευόμαστε, όλοι μου δίνουν συγχαρητήρια, αλλά στην ουσία δεν υπάρχει τίποτα - όλα σαν όνειρο είναι.

[...]

Εγώ, καρδούλα μου, πάω κι έρχομαι όλη μέρα μέσα στο σπίτι συγυρίζοντας και κάνοντας όνειρα. Να παντρεύαμε, τουλάχιστον, εσένα με κανά πλούσιο, να ησύχαζα κι εγώ λιγάκι... Τότε θα ήμουνα πιο ελεύθερη να πάω για προσκύνημα σε μοναστήρια... Κίεβο, Μόσχα... Θα γύριζα όλους τους αγίους τόπους με τα πόδια… Θα περπατούσα, θα περπατούσα, δεν θα σταμάταγα ποτέ. Τι ωραία θα ήταν!


Γκάγεφ:

Αξιότιμη και αγαπητότατη βιβλιοθήκη μου! Χαιρετίζω την ύπαρξή σου, μια ύπαρξη που επί εκατό συναπτά έτη έχει αφιερωθεί στα λαμπρά ιδεώδη της αρετής και της δικαιοσύνης. Η σιωπηλή παρότρυνση σου για δημιουργική εργασία παρέμεινε αδιάλειπτος όλη αυτήν την εκατονταετία, εμφυσώντας (δακρύζει) σε γεννεές ολόκληρες της οικογένειάς μας θάρρος και πίστη για καλύτερο μέλλον και, παράλληλα, καλλιεργώντας μέσα μας τα ιδανικά του κοινού συμφέροντος και της κοινωνικής συνειδήσεως.


Λιούμπα:

Αχ, τα παιδικά μου χρόνια, η αθώα μου νεότητα! Σ’ αυτό το δωμάτιο κοιμόμουν, από ‘δω έβλεπα τον κήπο και κάθε πρωί η ευτυχία ξύπναγε μαζί μου. Ολόιδιος ήταν και τότε ο κήπος, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ολόλευκος! Αχ, κήπε μου πανέμορφε! Πέρασε το φθινόπωρο, σκυθρωπό και θλιβερό, πέρασε κι η παγωνιά του χειμώνα και τώρα είσαι πάλι ίδιος, όλος νιάτα κι ευτυχία... Οι άγγελοι τ’ ουρανού δεν σ’ εγκαταλείπουν! Αχ, να μπορούσα να διώξω αυτό το βάρος που μου πλακώνει την καρδιά, να μπορούσα να ξεχάσω τα περασμένα!


Πράξη Δεύτερη

Ντουνιάσσα:

Τώρα τελευταία έχω γίνει πολύ νευρική, έχω μια γενική ανησυχία για όλα. Γιατί κοριτσάκι ήμουν όταν με πήραν να δουλέψω εδώ, στον Κύριο και στην Κυρία... Μπήκα σε τούτο ‘δω το αρχοντικό και ξέχασα την ταπεινή ζωή των εργατών. Ορίστε, και τα χέρια μου άσπρα, κάτασπρα σαν των κυριών. Έχω γίνει τόσο ευαίσθητη, τόσο εύθραυστη, σαν να ‘μαι αριστοκράτισσα από σόι. Γι’ αυτό όλα με τρομάζουν... φοβάμαι το κάθε τι…


Τροφίμωφ:

Η ανθρωπότητα πάει μπροστά τελειοποιώντας τις δυνάμεις της. Πολλά πράγματα που σήμερα είναι απρόσιτα κι ακατανόητα, κάποια μέρα θα γίνουν προσιτά και κατανοητά... Αλλά χρειάζεται δουλειά, πρέπει να βοηθήσουμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις όποιους αναζητούν την αλήθεια. Εδώ, στη Ρωσία, είναι ακόμα λίγοι αυτοί που δουλεύουν πραγματικά. Οι περισσότεροι διανοούμενοι, αυτοί τουλάχιστον που ξέρω εγώ, δεν έχουν πνευματικές αναζητήσεις, δεν κάνουν απολύτως τίποτα και είναι ανίκανοι για οποιαδήποτε δουλειά. Τον τίτλο του διανοούμενου τον αποδίδουν οι ίδιοι στον εαυτό τους, αλλά στους υπηρέτες τους μιλάνε με τον χειρότερο τρόπο, στους μουζίκους φέρονται όπως στα ζώα, η μόρφωσή τους είναι σχεδόν πάντα πασαλείμματα, διαβάζουν ότι ελεεινό βρεθεί μπροστά τους, Δεν κάνουν απολύτως τίποτα, μιλάνε για τις επιστήμες αλλά λένε μόνο φλυαρίες, όσο δε από τέχνη, ε, καλά, εκεί έχουν μεσάνυχτα! Όλοι τους σοβαροφανείς, σοβαροί και τάχα μου σεβάσμιοι, συζητάνε μόνο για περισπούδαστα θέματα, φιλοσοφούν επί παντός επιστητού, ενώ στο μεταξύ οι εργάτες τρώνε σκουπίδια, κοιμούνται μέσα στη βρώμα, 30 ή 40 άτομα σ’ ένα δωμάτιο, μέσα στους κοριούς, στη δυσωδία, στην υγρασία, στην ηθική κατάπτωση... Και είναι φανερό πως όλες οι ωραίες συζητήσεις μας ένα μόνο σκοπό έχουν: να ξεγελάμε και τον εαυτό μας και τους άλλους! Για πείτε μου, πού είναι οι περίφημοι παιδικοί σταθμοί που τόσος λόγος γίνεται γι’ αυτούς; Πού είναι τα αναγνωστήρια; Αυτά τα διαβάζουμε μόνο στα μυθιστορήματα, στη ζωή δεν τα έχουμε δει ποτέ! Στη ζωή υπάρχει μονάχα βρωμιά και χυδαιότητα κι ανατολίτικη νοοτροπία... Αυτές τις δήθεν σοβαρές φάτσες τις απεχθάνομαι, σχεδόν τις φοβάμαι, όπως φοβάμαι κι όλες τις σοβαρές συζητήσεις.


Τροφίμωφ:

Για σκέψου, Άνια, ο παππούς σου, ο προπάππος του κι όλοι οι πρόγονοί σου είχανε δουλοπάροικους - ήταν ιδιοκτήτες ζωντανών ψυχών. Μα, δεν καταλαβαίνεις; Μπορεί τώρα από κάθε βυσσινιά του κήπου, από κάθε φύλλο, από κάθε κορμό, να σας κοιτάνε ανθρώπινα πλάσματα - πώς δεν ακούτε τις φωνές τους;... Η κυριαρχία που είχατε πάνω σ’ εκείνες τις ανθρώπινες ψυχές έχει στοιχειώσει κι όλους εσάς. Όλοι όσοι έζησαν παλιότερα κι όλοι όσοι ζείτε τώρα, η μητέρα σου, εσύ, ο θείος σου, δεν το καταλαβαίνετε, αλλά ζείτε με χρέη, ζείτε σε βάρος των άλλων, σε βάρος ανθρώπων που δεν καταδέχεται να τους δεχτείτε παραμέσα από την κουζίνα σας... Είμαστε πίσω τουλάχιστον 200 χρόνια, δεν έχουμε καταφέρει τίποτα και, κυρίως, δεν έχουμε ξεκαθαρίσει τη σχέση μας με το παρελθόν μας. Έχουμε μάθει μόνο να ψευτοφιλοσοφούμε, να παραπονιόμαστε ότι περνάμε πληκτικά και καταφεύγουμε στη βότκα... Μα, είναι τόσο απλό: για να βιώσουμε το παρόν πρέπει να εξιλεωθούμε για το παρελθόν μας και ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτό για πάντα, και η λύτρωση θα έρθει μόνο με τη δουλειά, με τον μαρτυρικό και ακατάπαυστο μόχθο. Αυτό κατάλαβε το, Άνια.


Άνια:

Το σπίτι που μένουμε δεν είναι πια δικό μας εδώ και καιρό. Θα φύγω, σου δίνω το λόγο μου.

Τροφίμωφ:

Ακόμα και τα κλειδιά του σπιτιού αν έχεις μόνο, ριξ' τα στο πηγάδι και φύγε! Γίνε ελεύθερη σαν τον άνεμο.

Άνια:

Τι ωραία που το είπες αυτό!

Τροφίμωφ:

Πίστεψέ με, Άνια, πίστεψέ με. Δεν είμαι ούτε 30 χρόνων, είμαι νέος, είμαι ακόμα φοιτητής, κι όμως έχω ήδη υποφέρει πολύ. Το χειμώνα δεν έχω καν ψωμί να φάω, αρρωσταίνω, με πιάνει αγωνία, ζω φτωχός ζητιάνος. Και που δεν έχω πάει, και που δεν μ’ έχει κυνηγήσει η μοίρα μου! Κι όμως, πάντα, κάθε στιγμή, μέρα και νύχτα, η ψυχή μου γεμίζει από ανεξήγητα προαισθήματα. Νιώθω την ευτυχία να έρχεται, Άνια, ναι, τη βλέπω κιόλας μπροστά μου...

Άνια:

(Σκεπτική) Βγαίνει το φεγγάρι.

Τροφίμωφ:

Ναι, βγαίνει το φεγγάρι. (Παύση) Να τη η ευτυχία, έρχεται, πλησιάζει, ακούω κιόλας τα βήματά της. Ακόμα κι αν δεν τη δούμε εμείς, αν δεν τη γνωρίσουμε, τι πειράζει; Θα τη δουν άλλοι μετά από μας!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μάρκος Αυρήλιος - Αποφθέγματα

Τάσος Λειβαδίτης - Οι Τρεις

Ο Ιερός Ναός της Αγίας Παρασκευής στην Παιανία

Οι γνωστοί-άγνωστοι του ελληνικού κινηματογράφου

Ο μύθος της Νιόβης

Πώς βγήκε η φράση Θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο;