Ηρόδοτος - Η ναυμαχία της Σαλαμίνας


Η σύνθεση του Ελληνικού στόλου

Η σύνθεση του στόλου είχε ως εξής: Από την Πελοπόννησο δεκαέξι πλοία των Λακεδαιμονίων, από την Κόρινθο όσα είχε και στο Αρτεμίσιο, (σαράντα) δεκαπέντε από τη Σικυώνα, δέκα από την Επίδαυρο, πέντε από την Τροιζήνα και τρία από την Ερμιόνη […]

44. [...] ο στόλος των Αθηναίων με εκατόν ογδόντα πλοία […]

45. Τα Μέγαρα είχαν τον ίδιο αριθμό πλοίων που είχαν και στο Αρτεμίσιο (είκοσι)· επιπλέον, υπήρχαν επτά πλοία από την Αμπρακία και τρία από τη Λευκάδα […]

46. Από τα νησιωτικά κράτη, η Αίγινα συμμετείχε με τριάντα πλοία. […] Μετά ήταν ο στόλος από τη Χαλκίδα, που είχε τα ίδια είκοσι πλοία που πολέμησαν και στο Αρτεμίσιο· από την Ερέτρια ήταν επίσης τα αρχικά επτά πλοία. Οι δύο αυτοί λαοί είναι Ίωνες. Οι Κείοι είναι Ίωνες από την Αθήνα και έστειλαν τον ίδιο αριθμό που είχαν και πριν (δύο πλοία και δύο πεντηκόντοροι) και η Νάξος έστειλε τέσσερα. […] Οι Στυρείς παρείχαν τα ίδια πλοία που είχαν και στο Αρτεμίσιο (δύο) και η Κύθνος μία πεντηκόντορο. Οι Στυρείς και οι Κύθνιοι είναι Δρύοπες. Τα νησιά Σέριφος, Σίφνος και Μήλος συμμετείχαν επίσης· ήταν τα μόνα που δε δήλωσαν υποταγή στους βαρβάρους. […]

47. […] Οι Κροτωνιάτες έστειλαν ένα πλοίο, κάτω από τις διαταγές του Φαΰλλου, ενός άνδρα που είχε κερδίσει τρεις νίκες στους Πυθικούς αγώνες. Οι Κροτωνιάτες έχουν αχαϊκή καταγωγή.

48. Όλες οι ναυτικές μοίρες που ανέφερα αποτελούνταν από τριήρεις, εκτός από τους Μηλίους, τους Σιφναίους και τους Σεριφίους, που έστειλαν πεντηκοντόρους. Οι Μήλιοι, που κατάγονται από τους Λακεδαιμονίους, έστειλαν δύο, ενώ οι νησιώτες της Σίφνου και της Σερίφου, που είναι Ίωνες από την Αθήνα, από ένα. Έτσι ο συνολικός αριθμός των πολεμικών πλοίων (χωρίς τις πεντηκοντόρους) ήταν τριακόσια εβδομήντα οχτώ.

49. Όταν οι διοικητές των στόλων που ανέφερα συναντήθηκαν στη Σαλαμίνα, έγινε ένα συμβούλιο κι ο Ευρυβιάδης ζήτησε ν’ ακούσει τις προτάσεις όποιου ήθελε να μιλήσει, σχετικά με το ποιο ήταν το καταλληλότερο μέρος μέσα στα ύδατα που ήταν ακόμα κάτω από τον έλεγχό τους, για να ναυμαχήσουν. Η Αττική είχε αποκλειστεί ήδη, αφού είχε εκκενωθεί, και έτσι ζητούσε τη γνώμη τους για τα υπόλοιπα μέρη. Η άποψη που φαινόταν να κυριαρχεί ήταν να πλεύσουν στον Ισθμό και να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο, με το επιχείρημα ότι, αν τους νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα πολιορκούνταν σε ένα νησί όπου δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε βοήθεια. Ενώ, αν πάθαιναν τέτοια καταστροφή στον Ισθμό, θα έβρισκαν τουλάχιστον καταφύγιο ανάμεσα στους συμπατριώτες τους.

50. Κι ενώ συνεχίζονταν οι συζητήσεις των Πελοποννησίων στρατηγών, έφτασε ένας άνδρας από την Αθήνα, με την είδηση ότι οι Πέρσες είχαν μπει στην Αττική κι έκαιγαν τα πάντα. Αυτό ήταν έργο του τμήματος του στρατού που είχε προχωρήσει με τον Ξέρξη δια μέσου της Βοιωτίας αυτοί έκαψαν τις Θεσπιές, αφού οι κάτοικοί της είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο, και τις Πλαταιές κι έπειτα, μπήκαν στην Αθήνα, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι Θηβαίοι τους είπαν ότι οι Θεσπιείς κι οι Πλαταιείς είχαν αρνηθεί να συμπαραταχθούν με τους Πέρσες, κι έτσι έκαψαν τις δύο αυτές πόλεις.




Ο λόγος του Θεμιστοκλή

Ένας Αθηναίος που λεγόταν Μνησίφιλος πήγε στο πλοίο του Θεμιστοκλή και τον ρώτησε τι είχαν αποφασίσει. Όταν έμαθε ότι είχαν συμφωνήσει σχεδόν να φύγουν για τον Ισθμό και να υπερασπιστούν όλοι μαζί την Πελοπόννησο, είπε: «Ασφαλώς, μόλις ο στόλος φύγει από τη Σαλαμίνα, δε θα πολεμάτε πια για μια χώρα. Ο καθένας θα πάει στην πατρίδα του κι ούτε ο Ευρυβιάδης ούτε κανείς δε θα μπορέσει να εμποδίσει την ολοκληρωτική διάλυση του στόλου μας. Αυτό το σχέδιο είναι παράλογο και θα οδηγήσει την Ελλάδα στον όλεθρο. Προσπάθησε, αν μπορείς, να ανατρέψεις την απόφαση του Ευρυβιάδη και μείνετε εδώ».

58. Ο Θεμιστοκλής συμφώνησε μ’ αυτή την πρόταση και, χωρίς να πει λέξη, πήγε στο πλοίο του Ευρυβιάδη και ζήτησε να τον δει για κάτι που αφορούσε στο γενικό συμφέρον. Ο Ευρυβιάδης τον κάλεσε στο πλοίο του και του ζήτησε να πει τη γνώμη του, οπότε ο Θεμιστοκλής κάθισε πλάι του, επανέλαβε ως δικές του ιδέες τα επιχειρήματα του Μνησίφιλου προσθέτοντας και μερικά άλλα, ώσπου τον έπεισε, με την επιτακτική έκκλησή του, ότι έπρεπε να πάει αμέσως στην ξηρά και να καλέσει νέο συμβούλιο των στρατηγών.

59. Το συμβούλιο συγκλήθηκε και, πριν προλάβει ο Ευρυβιάδης να ανακοινώσει τον λόγο για τον οποίο συγκέντρωσε τους στρατηγούς, ο Θεμιστοκλής, συνεπαρμένος από την ανυπομονησία του, άρχισε ένα μεγάλο λόγο. Τον διέκοψε ο Αδείμαντος, γιος του Ωκύτου, διοικητής του κορινθιακού στρατού. «Θεμιστοκλή», είπε, «αυτός που ξεκινάει πριν δοθεί το σύνθημα μαστιγώνεται». «Ναι», απάντησε ο Θεμιστοκλής, «αλλά αυτοί που αργούν να ξεκινήσουν δεν κερδίζουν κανένα έπαθλο».

60. Ήταν μια ήπια απάντηση προς τον Κορίνθιο για την ώρα. Στον Ευρυβιάδη δεν είπε κανένα από τα προηγούμενα επιχειρήματά του, σχετικά με τον κίνδυνο να διασπαστεί ο στόλος αν έφευγε από τη Σαλαμίνα, γιατί ήταν ανάρμοστο να κατηγορήσει κατά πρόσωπο τους συμμάχους. Αυτή τη φορά, ακολούθησε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο και είπε τα εξής: «Η σωτηρία της Ελλάδας εξαρτάται τώρα αποκλειστικά από σένα, αν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου και αντιμετωπίσεις τον εχθρό εδώ, στη Σαλαμίνα, αντί να αποσυρθείς στον Ισθμό όπως σου προτείνουν οι άλλοι. Άφησε με να σου εκθέσω τα δυο σχέδια και μπορείς να τα συγκρίνεις και να διαλέξεις το καλύτερο. Ας μιλήσουμε πρώτα για τον Ισθμό. Αν πολεμήσεις εκεί, θα πρέπει, να γίνει στην ανοιχτή θάλασσα, πράγμα που είναι εναντίον μας, αφού έχουμε λιγότερα και πιο αργά πλοία. Επιπλέον, ακόμα κι αν όλα πάνε καλά, θα χάσεις τη Σαλαμίνα, Μέγαρα και την Αίγινα. Αν, πάλι, ο εχθρικός στόλος πλεύσει προς την Πελοπόννησο, ο στρατός θα τον ακολουθήσει· οπότε, εσύ ο ίδιος θα έχεις οδηγήσει τον εχθρό εκεί, βάζοντας έτσι ολόκληρη την Ελλάδα σε κίνδυνο. Το δικό μου σχέδιο, αν το ακολουθήσεις, θα έχεις τα εξής πλεονεκτήματα. Πρώτον, η ναυμαχία θα γίνει σε στενό πέρασμα εκεί, αν τα πράγματα έρθουν όπως είναι λογικό να ελπίζουμε, πολεμώντας με λιγότερα πλοία εναντίον πολλών, θα νικήσουμε. Πράγματι η σύγκρουση σε περιορισμένο χώρο ευνοεί εμάς, ενώ το ανοιχτό πέλαγος δίνει στους Πέρσες το πλεονέκτημα. Δεύτερον, θα διασωθεί η Σαλαμίνα, όπου έχουμε μεταφέρει τις γυναίκες και τα παιδιά μας· και, τρίτον —και σπουδαιότερο για σας— υπερασπίζεστε την Πελοπόννησο εξίσου καλά μένοντας εδώ και κάνοντας ναυμαχία για την Πελοπόννησο, όπως και στον Ισθμό. Με αυτό τον τρόπο, αν σκέφτεσαι σωστά, δε θα προσελκύσεις τους εχθρούς στην Πελοπόννησο. Αν τους νικήσουμε στη θάλασσα, όπως πιστεύω ότι θα γίνει, δε θα προχωρήσουν να σας επιτεθούν στον Ισθμό, ούτε θα κάνουν βήμα πιο κάτω από την Αττική · θα τραπούν σε άτακτη φυγή κι εμείς θα διατηρήσουμε την κυριαρχία μας στα Μέγαρα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, όπου ο χρησμός πρόβλεψε τη νίκη μας. Όταν ένας άνδρας καταστρώνει τα σχέδιά του με βάση την κοινή λογική, συνήθως πετυχαίνει τον στόχο του· διαφορετικά, ούτε οι θεοί δεν είναι πρόθυμοι να στηρίξουν τα σχέδιά του».

61. Στη διάρκεια της ομιλίας του, ο Θεμιστοκλής δέχτηκε κι άλλες επιθέσεις από τον Κορίνθιο Αδείμαντο, ο οποίος του είπε ότι δεν είχε δικαίωμα να μιλά, αφού δεν είχε πια πατρίδα, και προσπάθησε να εμποδίσει τον Ευρυβιάδη να θέσει σε ψηφοφορία την παράκληση ενός άνδρα χωρίς πατρίδα. Ας αποκτήσει πρώτα πατρίδα ο Θεμιστοκλής, φώναξε, κι έπειτα ας δίνει τις συμβουλές του. Η ειρωνεία του, φυσικά, βασιζόταν στο γεγονός ότι η Αθήνα είχε πέσει στα χέρια των Περσών. Ο Θεμιστοκλής έλεγε πολλά κακά για τον Αδείμαντο και τους Κορίνθιους και ξεκαθάρισε με τα λόγια του ότι, όσο η Αθήνα συμμετείχε στον συμμαχικό στόλο με διακόσια πολεμικά πλοία, είχε και πόλη και χώρα πολύ ισχυρότερη από τη δική τους, αφού δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνικό κράτος που μπορούσε να τους απωθήσει, αν αποφάσιζαν να του επιτεθούν.

62. Μετά απ’ αυτό, στράφηκε πάλι στον Ευρυβιάδη και, μιλώντας πια βίαια από ποτέ, φώναξε: «Όσο για σένα, αν μείνεις εδώ θα αποδειχτείς ενάρετος άνδρας. Αν φύγεις, θα καταστρέψεις την Ελλάδα. Σ’ αυτό τον πόλεμο, όλα εξαρτώνται από τον στόλο. Σε ικετεύω ν’ ακολουθήσεις τη συμβουλή μου· αν αρνηθείς, θα επιβιβάσουμε αμέσως στα πλοία τις οικογένειές μας και θα φύγουμε για τη Σίρη της Ιταλίας· μας ανήκει εδώ και πολύ καιρό κι οι χρησμοί έχουν προβλέψει ότι οι Αθηναίοι πρέπει να ζήσουν κάποτε εκεί. Όταν εσείς χάσετε τέτοιους συμμάχους, να θυμηθείτε τα λόγια μου».

63. Τα λόγια αυτά του Θεμιστοκλή ήταν αρκετά για να μεταπείσουν τον Ευρυβιάδη· αναμφίβολα, το κυριότερο κίνητρό του ήταν ο φόβος μήπως έχανε την αθηναϊκή υποστήριξη, υποχωρώντας στον Ισθμό. Γιατί χωρίς τους Αθηναίους δεν είχε καμιά ελπίδα αν εμπλεκόταν σε ναυμαχία. Έτσι αποφάσισε να μείνουν εκεί που βρίσκονταν και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στη Σαλαμίνα.

64. Μετά απ’ αυτές τις λογομαχίες κι αφού ο Ευρυβιάδης ανακοίνωσε την απόφασή του, άρχισαν οι ετοιμασίες για τη ναυμαχία. Ξημέρωνε πια όταν έγινε ένας σεισμός, αισθητός τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Οι Έλληνες αποφάσισαν να προσευχηθούν στους θεούς και να κάνουν έκκληση να πολεμήσουν στο πλευρό τους οι γιοι του Αιακού. Και δεν έχασαν στιγμή. Προσευχήθηκαν σε όλους τους θεούς, επικαλέστηκαν τον Αίαντα και τον Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα κι έστειλαν ένα πλοίο στην Αίγινα, για να φέρει τον Αιακό και τους άλλους γιους.

65. Υπάρχει μια ιστορία που λεγόταν από τον Δίκαιο, γιο του Θεοκύδη, έναν Αθηναίο εξόριστο που είχε αρκετή δύναμη ανάμεσα στους Πέρσες. Μετά την εκκένωση της Αθήνας κι ενώ ο στρατός του Ξέρξη ρήμαζε τα περίχωρα, έτυχε να βρίσκεται στο Θριάσιο Πεδίο μαζί με τον Σπαρτιάτη Δημάρατο. Είδαν ένα σύννεφο σκόνης, όπως αυτό που σηκώνει ένα σώμα τριάντα χιλιάδων πολεμιστών που προελαύνει, να έρχεται από την κατεύθυνση της Ελευσίνας κι αναρωτήθηκαν ποιος στρατός μπορούσε να είναι· όταν, ξαφνικά, άκουσαν φωνές. Ο Δίκαιος νόμισε πως αναγνώρισε τον ύμνο του Ιάκχου αλλά ο Δημάρατος, που δεν ήταν εξοικειωμένος με τη θρησκευτική τελετή της Ελευσίνας, ρώτησε τον σύντροφό του σε ποιους ανήκαν αυτές οι φωνές. Και αυτός είπε: «Δημάρατε, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο στρατός του βασιλιά θα υποστεί φοβερή καταστροφή. Δεν έχει απομείνει ούτε ένας άνδρας ζωντανός στην Αττική· άρα η φωνή που ακούγεται πρέπει να ανήκει σε κάποιο θεό που έρχεται από την Ελευσίνα φέρνοντας βοήθεια στην Αθήνα και τους συμμάχους της. Αν κατέβει προς την Πελοπόννησο, ο στρατός κι ο ίδιος ο βασιλιάς θα διατρέξουν θανάσιμο κίνδυνο· αν κινηθεί προς τη Σαλαμίνα, ο Ξέρξης μπορεί να χάσει τον στόλο του. Κάθε χρόνο οι Αθηναίοι κάνουν μια γιορτή προς τιμήν της Μητέρας και της Κόρης, κι όποιος θέλει από τους ντόπιους ή και τους άλλους Έλληνες μπορεί να μυηθεί στα μυστήρια· αυτό που ακούς είναι ο ύμνος του Ιάκχου, που ψάλλεται πάντα σ’ αυτή τη γιορτή». «Μην πεις λέξη σε κανένα γι’ αυτό», είπε ο Δημάρατος. «Αν φτάσει στ’ αυτιά του βασιλιά, μπορεί να χάσεις το κεφάλι σου κι ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος στον κόσμο δε θα μπορέσει να σε σώσει. Γι’ αυτό, κράτα το στόμα σου κλειστό και οι θεοί θα φροντίσουν τον στρατό του βασιλιά». Ενώ μιλούσε ο Δημάρατος, το σύννεφο της σκόνης, από το οποίο ακουγόταν η μυστηριώδης φωνή, υψώθηκε ψηλά στον ουρανό και απομακρύνθηκε πετώντας προς τη Σαλαμίνα, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο Ελληνικός στόλος. Έτσι κατάλαβαν οι δυο άνδρες ότι η ναυτική δύναμη του Ξέρξη ήταν γραφτό να καταστραφεί. Αυτή ήταν η ιστορία του Δικαίου, του γιου του Θεοκύδη, που επικαλείται τη μαρτυρία του Δημάρατου και άλλων.


Το τεχνασμα του Θεμιστοκλή και η αρχή της ναυμαχίας

Οι Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στον Ισθμό, ήταν σίγουροι πως αγωνίζονταν τον υπέρ πάντων αγώνα και χωρίς να τρέφουν πολλές ελπίδες για μια νίκη των Ελλήνων στη θάλασσα, συνέχισαν να πασχίζουν να ενισχύσουν με κάθε τρόπο την άμυνά τους. Τα νέα για τις προσπάθειές τους προκάλεσαν αναστάτωση στη Σαλαμίνα· κι όλοι φοβούνταν όχι τόσο για τους εαυτούς τους, όσο για την Πελοπόννησο. Στην αρχή ακούγονταν κάποιοι ψίθυροι για την απερισκεψία του Ευρυβιάδη· έπειτα οι συγκρατημένες κριτικές ξέσπασαν σε φανερή αντίθεση κι έγινε νέο συμβούλιο. Τα ίδια θέματα συζητήθηκαν ξανά, με ένα μέρος των αξιωματικών να επιμένουν ότι ήταν ανούσιο να μείνουν και να πολεμήσουν για μια χώρα που ήταν ήδη στα χέρια του εχθρού. Το καλύτερο που είχε να κάνει ο στόλος ήταν να αποπλεύσει και να υπερασπιστεί την Πελοπόννησο, ενώ οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς υποστήριζαν πάντα ότι η ναυμαχία έπρεπε να γίνει στη Σαλαμίνα. Τότε ο Θεμιστοκλής, βλέποντας τον κίνδυνο να καταψηφιστεί από τους Πελοποννήσιους, έφυγε απαρατήρητος από το συμβούλιο κι έστειλε έναν άνδρα με πλοίο στον στόλο των Μήδων, με οδηγίες τι έπρεπε να πει φτάνοντας εκεί. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Σίκιννος, ένας από τους σκλάβους του Θεμιστοκλή που φρόντιζε τους γιους του· αργότερα, όταν οι Θεσπιείς ενέγραφαν νέους πολίτες στην πόλη τους, ο Θεμιστοκλής τον εγκατέστησε εκεί και τον έκανε πλούσιο. Ακολουθώντας, λοιπόν, τις οδηγίες του αφέντη του, ο Σίκιννος πήγε στους Πέρσες στρατηγούς και είπε: «Φέρνω ένα μυστικό μήνυμα από τον Αθηναίο ναύαρχο (που τρέφει φιλικά αισθήματα για τον βασιλιά σας κι ελπίζει να κερδίσουν τη νίκη οι Πέρσες και όχι οι Έλληνες). Μου είπε να σας αναφέρω ότι οι Έλληνες δειλιάζουν και σχεδιάζουν να φύγουν. Αν τους εμποδίσετε να ξεγλιστρήσουν κρυφά, σας περιμένει μια ανεπανάληπτη νίκη. Δε συμφωνούν μεταξύ τους και δε θα προβάλουν αντίσταση, αντίθετα, θα δείτε αυτούς που είναι μυστικά με το μέρος σας να επιτίθενται στους υπόλοιπους». Μόλις παρέδωσε το μήνυμά του, ο Σίκιννος γύρισε αμέσως στη βάση του.

76. Οι Πέρσες πίστεψαν ό,τι τους είχε πει κι αποβίβασαν μια ισχυρή δύναμη στο νησάκι Ψυττάλεια, ανάμεσα στη Σαλαμίνα και την ακτή· έπειτα γύρω στα μεσάνυχτα, μετακίνησαν τη δυτική τους πτέρυγα σε κυκλική πορεία για να περικυκλώσουν τη Σαλαμίνα, ενώ ταυτόχρονα, τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στην Κέα και την Κυνόσουρα προχώρησαν επίσης κι έκλεισαν όλο το κανάλι μέχρι τη Μουνιχία. Έκαναν αυτά με σκοπό να αποκόψουν τους Έλληνες στη Σαλαμίνα και να τους εκδικηθούν εκεί για τις καταστροφές που τους προκάλεσαν στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου. Τα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Ψυττάλεια γιατί έλπιζαν ότι, μόλις άρχιζε η σύγκρουση, πολλοί άνδρες και χτυπημένα πλοία θα κατέφευγαν εκεί, (γιατί το νησί βρίσκεται ακριβώς στο στενό της ναυμαχίας). Εκεί θα μπορούσαν να περιποιούνται τους δικούς τους και να σκοτώνουν τους εχθρούς. Αυτές οι κινήσεις έγιναν τελείως αθόρυβα, για να μην αντιληφθεί τίποτα εχθρός· κράτησαν ολόκληρη τη νύχτα με αποτέλεσμα κανένας από τους άνδρες να μην προλάβει να κοιμηθεί. Οι Έλληνες διοικητές στη Σαλαμίνα δεν συμφωνούσαν ακόμη μεταξύ τους. Δεν ήξεραν ακόμα ότι τα εχθρικά πλοία είχαν κλείσει και τις δύο διεξόδους, αλλά νόμιζαν ότι βρίσκονταν ακόμα αραγμένα εκεί όπου τα είχαν δει στη διάρκεια της μέρας.

79. Ωστόσο, ενώ η συζήτηση συνεχιζόταν σε οξύτατους τόνους, ο Αριστείδης έφτασε με ένα πλοίο από την Αίγινα. Αυτός ο Αθηναίος, γιος του Λυσίμαχου, είχε εξοριστεί από την Αθήνα μετά από λαϊκή ψηφοφορία· όσο περισσότερα μαθαίνω για τον χαρακτήρα του, τόσο πείθομαι ότι ήταν ο καλύτερος κι εντιμότερος άνδρας που έζησε ποτέ στην Αθήνα. Φτάνοντας στη Σαλαμίνα ο Αριστείδης πήγε εκεί όπου γινόταν το συμβούλιο και, μένοντας έξω, φώναξε τον Θεμιστοκλή. Μόνο φίλος του δεν ήταν αυτός· για την ακρίβεια, ήταν ο πια άσπονδος εχθρός του· ο Αριστείδης, όμως, μπροστά στο μέγεθος του κινδύνου που τους απειλούσε, ήταν πρόθυμος να ξεχάσει τις παλιές διαφορές κι ήθελε να συμφωνήσει μαζί του. Ήξερε την ανυπομονησία που είχε κυριέψει τους Πελοποννήσιους να αποσυρθούν με τα πλοία στον Ισθμό· έτσι μόλις βγήκε ο Θεμιστοκλής, του είπε: «Αυτή τη στιγμή, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, εμείς οι δυο θα έπρεπε να φιλονικούμε για το ποιος από μας μπορεί να κάνει μεγαλύτερο καλό στην πατρίδα. Αρχικά, πρέπει να σου πω ότι οι Πελοποννήσιοι μπορούν να συζητούν όσο θέλουν την αναχώρησή τους από τη Σαλαμίνα, γιατί δεν έχει καμιά σημασία πλέον. Αυτό που θα σου πω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Δεν μπορούν να βγουν από τα στενά, όσο κι αν το θέλουν, ούτε οι Κορίνθιοι ούτε ο ίδιος ο Ευρυβιάδης, γιατί ο στόλος μας είναι περικυκλωμένος. Πήγαινε, λοιπόν να τους τα πεις».

80. «Καλά τα νέα και καλή η συμβουλή», απάντησε ο Θεμιστοκλής· «αυτό που ευχόμουν πάνω απ’ όλα έγινε κι εσύ ο ίδιος είσαι αυτόπτης μάρτυρας ότι είναι αλήθεια. Εγώ είμαι υπεύθυνος γι’ αυτή την ενέργεια των Μήδων· αφού οι σύμμαχοί μας δεν ήθελαν να πολεμήσουν εδώ από δική τους ελεύθερη βούληση, ήταν απαραίτητο να τους υποχρεώσω είτε το ήθελαν είτε όχι. Πες τους εσύ τα καλά νέα· αν τους τα πω εγώ, θα νομίσουν ότι τα επινόησα και δε θα πιστέψουν ότι οι βάρβαροι έπραξαν έτσι. Σε παρακαλώ, λοιπόν, πήγαινε μέσα να αναφέρεις μόνος σου ό,τι είδες. Αν σε πιστέψουν, όταν τους τα πεις, τόσο το καλύτερο· αν όχι, δεν έχει σημασία· γιατί, αν είμαστε περικυκλωμένοι, όπως λες, δεν έχουν δυνατότητα διαφυγής πια».

81. Ο Αριστείδης πήγε πράγματι μέσα κι έκανε την αναφορά του, λέγοντας ότι μόλις είχε φτάσει από την Αίγινα και δυσκολεύτηκε πολύ να περάσει κρυφά μέσα από τον κλοιό του στόλου του Ξέρξη, αφού η Ελληνική δύναμη ήταν περικυκλωμένη. Τους συμβούλεψε, λοιπόν, ν’ αρχίσουν αμέσως τις προετοιμασίες για ν’ αποκρούσουν μια επίθεση. Αφού είπε αυτά, έφυγε από το συμβούλιο, όπου ξέσπασε καινούρια διαμάχη, γιατί οι περισσότεροι στρατηγοί αρνούνταν να πιστέψουν αυτή την αναφορά.

82. Ενώ όμως έτρεφαν ακόμα αμφιβολίες, μια τριήρης της Τήνου με διοικητή τον Παναίτιο, γιο του Σωσιμένη, αυτομόλησε και ήρθε με πλήρη αναφορά του αληθινού σχεδίου. Γι’ αυτή τους την υπηρεσία, το όνομα των Τηνίων χαράχτηκε αργότερα στον τρίποδα των Δελφών, ανάμεσα σ’ αυτά των άλλων πόλεων που βοήθησαν στη νίκη των Ελλήνων ενάντια στους εχθρούς τους. Μ’ αυτό το πλοίο που ήρθε να συμπαραταχτεί με τον Ελληνικό στόλο στη Σαλαμίνα κι εκείνο από τη Λήμνο που είχε πάει νωρίτερα στο Αρτεμίσιο, ο αριθμός των πλοίων συμπλήρωσε τα τριακόσια ογδόντα. Δυο έλειπαν μόνο ως τότε για να συμπληρωθεί ο αριθμός. Υποχρεωμένοι να δεχτούν την αναφορά των Τηνίων, οι Έλληνες άρχισαν επιτέλους να προετοιμάζονται για την επικείμενη ναυμαχία.
Την αυγή, οι πολεμιστές είχαν συγκεντρωθεί και ο Θεμιστοκλής μίλησε πιο αξιόλογα από όλους. Ο λόγος του στηριζόταν σε μια σύγκριση ανάμεσα στα καλύτερα και χειρότερα πράγματα στη ζωή και την τύχη του ανθρώπου και στην προτροπή να διαλέξουν τα καλύτερα. Έπειτα, αφού ολοκλήρωσε τον λόγο του, έδωσε τη διαταγή για τον απόπλου. Τη στιγμή που οι άνδρες επιβιβάζονταν, έφτασε η τριήρης που είχε πάει στην Αίγινα για να φέρει τους Αιακίδες. Ολόκληρος ο στόλος είχε ξεκινήσει τώρα και, την επόμενη στιγμή, οι Πέρσες κινήθηκαν κατά πάνω του
Λοιπόν, οι άλλοι Έλληνες πήραν να πισωδρομούν και να φέρνουν τα καράβια τους προς τη στεριά, αλλά ο Αμεινίας από την Παλλήνη, Αθηναίος, βγήκε μπρος στ' ανοιχτά και κάρφωσε το έμβολό του σε καράβι του εχθρού. Κι έτσι που το καράβι του σφηνώθηκε στο εχθρικό και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το ένα απ' το άλλο, σπεύδοντας οι άλλοι να βοηθήσουν τον Αμεινία συγκρούστηκαν με τον εχθρό. Λοιπόν, οι Αθηναίοι λένε πως έτσι άρχισε η ναυμαχία, οι Αιγινήτες όμως, πως το καράβι που έκανε την αρχή ήταν εκείνο που στάλθηκε στην Αίγινα για τους Αιακίδες. Λέγεται επίσης και τούτο, πως τους παρουσιάστηκε φάντασμα γυναικός· παρουσιάστηκε και τους ενθάρρυνε, κι η φωνή της ακουόταν απ' όλο το στρατόπεδο των Ελλήνων, αφού πρώτα τους ειρωνεύτηκε λέγοντας: «Αθεόφοβοι, ως πότε θα πισωδρομείτε ακόμα;»


Η συγκρουση

Οι Αθηναίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Φοίνικες, (που αποτελούσαν τη δυτική πτέρυγα των Περσών προς την Ελευσίνα), οι Λακεδαιμόνιοι ήταν αντικριστά με τα πλοία των Ιώνων, που είχαν παραταχθεί προς τον Πειραιά, δηλαδή στο ανατολικό άκρο. Μερικοί από τους Ίωνες θυμήθηκαν την έκκληση του Θεμιστοκλή κι έμειναν πίσω στη διάρκεια της σύγκρουσης, αλλά οι περισσότεροι την αγνόησαν. Θα μπορούσα να δώσω τα ονόματα των τριηράρχων του εχθρικού στόλου που κατέλαβαν ελληνικά πλοία, αλλά θα αρκεστώ στον Θεομήστορα, γιο του Ανδροδάμαντα, και τον Φύλακο, γιο του Ιστιαίου, που ήταν κι οι δυο Σάμιοι. Ο λόγος για τον οποίο τους αναφέρω είναι ότι, σε αμοιβή γι’ αυτή τους την υπηρεσία, ο Θεομήστορας διορίστηκε από τους Πέρσες τύραννος της Σάμου, ενώ ο Φύλακος εγγράφηκε στον κατάλογο των ευεργετών του βασιλιά και του παραχωρήθηκε μια μεγάλη έκταση γης. Η περσική λέξη για τους ευεργέτες του βασιλιά είναι «οροσάγγες». Αυτοί οι δύο αξιωματικοί, όπως είπα, είχαν κάποια επιτυχία.

86. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του στόλου έπαθε μεγάλες ζημιές στη Σαλαμίνα, από τις οποίες άλλες οφείλονταν στους Αθηναίους και άλλες στους Αιγινήτες. Από τη στιγμή που ο Ελληνικός στόλος άρχισε να ενεργεί ως σύνολο και με τάξη ενώ οι Πέρσες είχαν χαλάσει την παράταξή τους και δεν πολεμούσαν με βάση κάποιο σχέδιο, η κατάληξη ήταν αναπόφευκτη. Πολέμησαν ωστόσο καλά αυτή τη μέρα, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στις συμπλοκές κοντά στην Εύβοια. Κάθε άνδρας έδωσε τον καλύτερο εαυτό του από φόβο για την εκδίκηση του Ξέρξη, νιώθοντας το βλέμμα του βασιλιά καρφωμένο πάνω του

87. Δεν μπορώ να δώσω ακριβείς πληροφορίες για τον ρόλο που έπαιξε σ’ αυτή τη ναυμαχία καθένας από τον στόλο των Ελλήνων και των βαρβάρων. Οφείλω, ωστόσο, να αναφέρω την Αρτεμισία και την πράξη που την ανέβασε ακόμα περισσότερο στην εκτίμηση του Ξέρξη. Όταν ο περσικός στόλος βρισκόταν σε μεγάλη ταραχή, η Αρτεμισία καταδιωκόταν από μια αθηναϊκή τριήρη. Αφού το πλοίο της έτυχε να βρίσκεται πιο κοντά στον εχθρό και μπροστά της υπήρχαν άλλα φιλικά πλοία, ήταν αδύνατο να ξεφύγει. Σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση, συνέλαβε ένα σχέδιο που την ωφέλησε όταν το εφάρμοσε. Με το αθηναϊκό πλοίο πολύ κοντά στην πρύμνη της, έπλευσε ολοταχώς μπροστά και επιτέθηκε σ’ ένα από τα συμμαχικά της πλοία, συγκεκριμένα ένα από την Κάλυνδα στο οποίο μάλιστα επέβαινε ο Δαμασίθυμος, ο Καλυνδέας βασιλιάς. Δεν μπορώ να πω αν το έκανε εσκεμμένα, εξαιτίας κάποιας διαμάχης που είχε μ’ αυτό τον άνδρα όσο βρίσκονταν στον Ελλήσποντο, ή αν έτυχε απλώς να βρεθεί το πλοίο του στον δρόμο της· γεγονός όμως παραμένει ότι το χτύπησε και το βύθισε, με αποτέλεσμα, χάρη στην τύχη της, να έχει διπλό κέρδος. Από τη μια, ο Αθηναίος τριήραρχος βλέποντάς τη να επιτίθεται σ’ έναν εχθρό, υπέθεσε, όπως ήταν φυσικό, ότι το πλοίο ήταν Ελληνικό ή ότι ήταν κάποιος λιποτάκτης που είχε ταχτεί με το μέρος των Ελλήνων· έτσι, σταμάτησε την καταδίωξη κι επιτέθηκε σε άλλο πλοίο.

88. Αυτό ήταν μεγάλη τύχη, γιατί έσωσε τη ζωή της· επιπλέον, αυτή ακριβώς η πράξη της, αν και κακή, την ανέβασε ακόμα ψηλότερα στην εκτίμηση του Ξέρξη. Γιατί λέγεται ότι ο βασιλιάς, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία, παρατήρησε το περιστατικό και κάποιος από τους παρόντες είπε: «Βλέπεις, αφέντη, πόσο καλά πολεμά η Αρτεμισία; Βύθισε ένα εχθρικό πλοίο». Ο Ξέρξης ρώτησε αν ήταν σίγουροι πως ήταν αυτή και του απάντησαν ότι δεν είχαν καμιά αμφιβολία, γιατί γνώριζαν το έμβλημά της. Φυσικά, υπέθεσαν ότι το πλοίο που βύθισε ήταν εχθρικό. Πράγματι, η Αρτεμισία στάθηκε τυχερή από πολλές απόψεις, αφού δεν επιβίωσε ούτε ένας από το Καλυνδικό πλοίο που θα μπορούσε να την κατηγορήσει. Λέγεται ότι ο Ξέρξης έκανε τότε το εξής σχόλιο: «Οι άνδρες μου μετατράπηκαν σε γυναίκες και οι γυναίκες σε άνδρες». Αυτά λέγεται ότι είπε ο Ξέρξης.

89. Ανάμεσα στους νεκρούς της ναυμαχίας αυτής ήταν ο Αριαβίγνης, ο γιος του Δαρείου κι αδελφός του Ξέρξη, καθώς και πολλοί άλλοι διακεκριμένοι άνδρες από την Περσία, τη Μηδία και άλλα συμμαχικά κράτη. Η ελληνική πλευρά είχε λίγες απώλειες, αφού οι περισσότεροι Έλληνες ήξεραν κολύμπι κι όσοι έχαναν τα πλοία τους, δε σκοτώνονταν στη μάχη, κολυμπούσαν μέχρι τη Σαλαμίνα. Οι περισσότεροι από τους εχθρούς, αντίθετα, που δεν ήξεραν κολύμπι, πνίγηκαν. Η μεγαλύτερη καταστροφή έγινε όταν τα περσικά πλοία που μπήκαν πρώτα στη συμπλοκή έκαναν μεταβολή, με αποτέλεσμα να συγκρούονται με αυτά που προσπαθούσαν να περάσουν στην πρώτη γραμμή και να μπουν στη δράση μπροστά στον βασιλιά που παρακολουθούσε.

90. Στη σύγχυση που δημιουργήθηκε έγιναν τα εξής. Μερικοί Φοίνικες που είχαν χάσει τα πλοία τους πήγαν στον Ξέρξη και υπαινίχτηκαν ότι η απώλεια των πλοίων τους οφειλόταν σε προδοσία των Ιώνων. Η κατάληξη ήταν ότι δεν εκτελέστηκαν οι στρατηγοί των Ιώνων για κακή συμπεριφορά αλλά αυτοί. Ενώ μιλούσαν, ένα πλοίο της Σαμοθράκης χτύπησε ένα αθηναϊκό· αυτό άρχισε να βουλιάζει, όταν ένα πλοίο από την Αίγινα χτύπησε τους Σαμοθράκες και βύθισε το πλοίο τους· το πλήρωμα όμως, που ήταν οπλισμένο με ακόντια, πρόλαβε να ρίξει έξω όλους όσοι βρίσκονταν στο κατάστρωμα του αιγινήτικου πλοίου και μετά πήδηξε πάνω και το κατέλαβε. Αυτό το κατόρθωμα έσωσε τους Ίωνες, γιατί όταν είδε ο Ξέρξης το ιωνικό πλοίο να καταφέρνει κάτι τόσο αξιοθαύμαστο, γύρισε στους Φοίνικες και, εκνευρισμένος όπως ήταν κι έτοιμος να ρίξει ευθύνες σε οποιονδήποτε, διέταξε να τους κόψουν το κεφάλι για να μη διαδίδουν συκοφαντίες ενάντια σε καλύτερούς τους. Ο Ξέρξης παρακολουθούσε τη ναυμαχία από τους πρόποδες του όρους που ονομάζεται Αιγάλεω απέναντι από τα στενά της Σαλαμίνας· όποτε έβλεπε κάποιον κυβερνήτη του στόλου του να διαπρέπει, μάθαινε το όνομά του κι έβαζε τους γραμματείς του να το σημειώσουν, μαζί με την πόλη και το όνομα του πατέρα του. Ο Πέρσης Αριαράμνης, που ήταν φίλος των Ιώνων και παρών στη διάρκεια της ναυμαχίας, είχε μια ανάμειξη στην τιμωρία των Φοινίκων. Αυτοί λοιπόν ξέσπασαν πάνω στους Φοίνικες.

91. Όταν άρχισε η φυγή των πλοίων των βαρβάρων, που προσπαθούσαν να επιστρέψουν στο Φάληρο, οι Αιγινήτες, που τους περίμεναν στα στενά, πολέμησαν αξιομνημόνευτα. Όσα πλοία αντιστέκονταν ή προσπαθούσαν να ξεφύγουν, συντρίφτηκαν από τους Αθηναίους μέσα στην ταραχή, ενώ οι Αιγινήτες αναλάμβαναν αυτούς που προσπαθούσαν ν’ απομακρυνθούν, έτσι ώστε, όσα πλοία γλίτωναν από τον πρώτο εχθρό, έπεφταν σίγουρα πάνω στον άλλο.

92. Έτυχε σ’ αυτό το στάδιο της ναυμαχίας ο Θεμιστοκλής, που καταδίωκε ένα εχθρικό πλοίο, να περάσει πολύ κοντά από το πλοίο που διοικούσε ο Αιγινήτης Πολύκριτος, γιος του Κριού. Αυτός είχε μόλις χτυπήσει ένα πλοίο Σιδωνίων, το ίδιο που είχε καταλάβει το πλοίο των Αιγινητών που περιπολούσε κοντά στη Σκιάθο, στο οποίο επέβαινε ο Πυθέας, ο γιος του Ισχενόου, ο Αιγινήτης που οι Πέρσες είχαν περιθάλψει και κρατήσει μαζί τους από θαυμασμό για την ανδρεία του που αρνιόταν να παραδοθεί παρά τις τρομερές πληγές του. Όταν το πλοίο των Σιδωνίων που τον μετέφερε καταλήφθηκε μαζί με το πλήρωμά του, αυτός γύρισε ασφαλής στην Αίγινα. Τη στιγμή που ο Πολύκριτος πρόσεξε το Αθηναϊκό πλοίο κι αναγνώρισε το έμβλημα του ναύαρχου, φώναξε τον Θεμιστοκλή και τον ρώτησε ειρωνικά αν θεωρούσε ακόμα τους Αιγινήτες φίλους των Περσών. Τέτοια λόγια ξεστόμισε ο Πολύκριτος στον Θεμιστοκλή, όταν χτύπησε το εχθρικό πλοίο. Όσα περσικά πλοία γλίτωσαν από την καταστροφή, γύρισαν στο Φάληρο και σύρθηκαν στην ακτή, κάτω από την προστασία του στρατού.

93. Όλοι παραδέχονται ότι αυτοί που διέπρεψαν κυρίως στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ήταν οι Αιγινήτες και μετά ερχόταν η Αθήνα. Τη μεγαλύτερη ατομική διάκριση κέρδισε ο Αιγινήτης Πολύκριτος κι από τους Αθηναίους, οι Ευμένης ο Αναγυράσιος και ο Αμεινίας από την Παλλήνη. Ο Αμεινίας ήταν αυτός που είχε καταδιώξει την Αρτεμισία και, αν το ήξερε ότι αυτή διοικούσε το πλοίο, δε θα είχε σταματήσει την καταδίωξη ώσπου να το βυθίσει ή να νικηθεί· γιατί οι Αθηναίοι, οργισμένοι επειδή μια γυναίκα είχε όπλα και πολεμούσε εναντίον τους, είχαν δώσει ειδικές διαταγές γι’ αυτή στους κυβερνήτες κι είχαν υποσχεθεί βραβείο δέκα χιλιάδων δραχμών σ’ όποιον την αιχμαλώτιζε ζωντανή. Όπως ανέφερα ήδη, αυτή κατάφερε να ξεφύγει, όπως και μερικοί άλλοι, που άραξαν στο Φάληρο.

94. Οι Αθηναίοι λένε ότι, στην αρχή της ναυμαχίας, ο Κορίνθιος διοικητής Αδείμαντος σήκωσε πανιά κι έφυγε πανικόβλητος. Βλέποντας οι Κορίνθιοι τον ναύαρχό τους να απομακρύνεται, τον ακολούθησαν. Ενώ όμως βρίσκονταν στο ύψος της ακτής της Σαλαμίνας όπου είναι χτισμένος ο ναός της Σκιράδας Αθήνας, συνάντησαν ένα παράξενο πλοίο που το έστειλε ο θεός. Αυτό πλησίασε τους Κορινθίους χωρίς να φανεί ότι το έστειλε κάποιος. Οι Κορίνθιοι, όταν τους έφτασε, δεν είχαν ιδέα τι έκανε ο υπόλοιπος στόλος. Απ’ αυτό που συνέβη αμέσως μετά, όμως, οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για θεϊκή επέμβαση· όταν το πλοίο τους πλησίασε αρκετά, άνδρες που βρίσκονταν στο κατάστρωμα φώναξαν: «Αδείμαντε, ενώ εσύ φέρεσαι ως προδότης λιποτακτώντας μαζί με τα πλοία σου, οι προσευχές της Ελλάδας εισακούστηκαν και νικά τους εχθρούς της». Ο Αδείμαντος δεν τους πίστεψε και τότε αυτοί του πρότειναν να τους πάρει ομήρους και να τους εκτελέσει όλους, αν οι Έλληνες δεν κέρδιζαν πράγματι στη ναυμαχία. Έτσι αυτός και τα υπόλοιπα πλοία του γύρισαν στον Ελληνικό στόλο αφού είχε τελειώσει η αναμέτρηση. Αυτή, όπως είπα ήδη, είναι μια ιστορία που λένε οι Αθηναίοι, ενώ οι Κορίνθιοι τη διαψεύδουν· αντίθετα, υποστηρίζουν ότι τα πλοία τους έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη ναυμαχία, πράγμα που παραδέχονται κι όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες.

95. Μέσα στη σύγχυση της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα ο Αθηναίος Αριστείδης, γιος του Λυσιμάχου, του οποίου τον λαμπρό χαρακτήρα σχολίασα λίγο νωρίτερα, πρόσφερε πολύ σημαντική υπηρεσία. Πήρε ένα τμήμα των Αθηναίων οπλιτών με βαρύ οπλισμό, που ήταν συγκεντρωμένοι στα παράλια της Σαλαμίνας, και τους πέρασε στην Ψυττάλεια, όπου σκότωσαν όλους τους Πέρσες στρατιώτες που είχαν αποβιβαστεί εκεί.


Μετά τη ναυμαχία

Μετά τη ναυμαχία, οι Έλληνες έσυραν στη Σαλαμίνα όλα τα χτυπημένα πλοία που είχαν μείνει έρμαια στη γύρω θαλάσσια περιοχή κι ετοιμάστηκαν για μια επανάληψη της σύγκρουσης, σίγουροι ότι ο Ξέρξης θα έστελνε τα υπόλοιπα πλοία του να επιχειρήσουν δεύτερη επίθεση. Πολλά από τα αχρηστευμένα πλοία καθώς και απομεινάρια από ναυάγια παρασύρθηκαν από τον ζέφυρο άνεμο σε ένα τμήμα των παραλίων της Αττικής που λέγεται Κωλιάδα. Έτσι δεν εκπληρώθηκαν μόνο οι χρησμοί του Βάκη και του Μουσαίου σχετικά μ’ αυτή τη ναυμαχία αλλά και μια άλλη προφητεία σχετική με αυτά τα ναυάγια που είχε ειπωθεί πριν πολλά χρόνια από έναν Αθηναίο μάντη που λεγόταν Λυσίστρατος. Όλοι οι Έλληνες είχαν ξεχάσει αυτό που είχε πει:
Οι γυναίκες της Κωλιάδας θα μαγειρεύουν το φαγητό τους πάνω σε φωτιά από κουπιά.
Αυτό επρόκειτο να γίνει μετά την αποχώρηση του βασιλιά.

97. Ο Ξέρξης, όταν συνειδητοποίησε το μέγεθος της καταστροφής, φοβήθηκε μήπως οι Έλληνες, είτε ενεργώντας με δική τους πρωτοβουλία είτε μετά από προτροπή των Ιώνων, έπλεαν στον Ελλήσποντο και κατέστρεφαν τις γέφυρές του. Αν συνέβαινε αυτό, θα βρισκόταν αποκομμένος στην Ευρώπη και θα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Έτσι άρχισε να σχεδιάζει τη φυγή του· ταυτόχρονα, όμως, για να κρατήσει μυστικό αυτό τον σκοπό του και από τους Έλληνες και από τους δικούς του, άρχισε να κάνει μια πρόσχωση προς τη Σαλαμίνα, δένοντας μαζί μερικά φοινικικά εμπορικά πλοία, που χρησίμευαν ταυτόχρονα ως γέφυρα και τείχος. Επίσης, έκανε μερικές προετοιμασίες ώστε να φαίνεται ότι σχεδίαζε να ξαναεπιτεθεί με τον στόλο του. Η θέα αυτής της δραστηριότητας τους έπεισε όλους ότι σκόπευε να μείνει στην Ελλάδα και να συνεχίσει τον πόλεμο με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα· υπήρχε μια εξαίρεση. Ο Μαρδόνιος, που ήξερε πώς σκεφτόταν ο αφέντης του, δεν ξεγελάστηκε.

98. Ταυτόχρονα, ο Ξέρξης έστειλε αγγελιαφόρο στους Πέρσες με την είδηση της ήττας του. Τίποτα στον κόσμο δεν ταξιδεύει γρηγορότερα απ’ αυτούς τους Πέρσες αγγελιαφόρους. Αυτό το πετυχαίνουν με τον εξής τρόπο. Υπάρχουν ιππείς τοποθετημένοι κατά μήκος του δρόμου, ίσοι σε αριθμό με τον αριθμό των ημερών που χρειάζεται το ταξίδι, δηλαδή ένας άνδρας κι ένα άλογο για κάθε μέρα. Τίποτα δεν είναι ικανό να εμποδίσει αυτούς τους αγγελιαφόρους να καλύψουν την απόσταση που τους αντιστοιχεί στο συντομότερο δυνατό χρόνο, ούτε το χιόνι, η βροχή, η ζέστη ή το σκοτάδι. Ο πρώτος, στο τέλος του ταξιδιού του, παραδίδει το μήνυμα στο δεύτερο, αυτός στον τρίτο και ούτω καθεξής, ώσπου να καλυφθεί όλη η απόσταση, όπως στις λαμπαδηφορίες που οργανώνονται προς τιμήν του Ηφαίστου στην Ελλάδα. Η περσική λέξη γι’ αυτού του είδους το τρέξιμο των αλόγων είναι «αγγαρείο».

99. Το πρώτο μήνυμα του Ξέρξη, που ανέφερε την κατάληψη της Αθήνας, προκάλεσε τέτοιο ενθουσιασμό στους Πέρσες που είχαν μείνει πίσω, ώστε έστρωσαν τους δρόμους με κλαδιά μυρσίνης, θυμιάτιζαν με λιβάνι και ρίχτηκαν σε κάθε είδους εορτασμούς· το δεύτερο, ωστόσο, που ακολούθησε πολύ σύντομα, έδωσε τέλος στη χαρά όλων· Τόση ήταν η απογοήτευσή τους, ώστε δεν υπήρχε ούτε ένας άνδρας που δεν έσκισε τα ρούχα του και δεν έκλαψε και θρήνησε από αβάσταχτη οδύνη, ρίχνοντας όλο το βάρος της ευθύνης στον Μαρδόνιο. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις δεν προκλήθηκαν τόσο από λύπη για την απώλεια των πλοίων τους, όσο από φόβο για την προσωπική ασφάλεια του βασιλιά.

100. Αυτά έκαναν οι Πέρσες τότε και δε σταμάτησαν μέχρι που επέστρεψε ο ίδιος ο Ξέρξης.

Ο Ξέρξης, αφήνοντας τον Μαρδόνιο στη Θεσσαλία, παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Η άλλοτε περήφανη στρατιά του, αποδεκατισμένη από την πείνα και τις αρρώστιες, φτάνει στη Θράκη και από εκεί με πλοία στην Άβυδο, γιατί οι γέφυρες είχαν καταστραφεί από την κακοκαιρία. Από την Άβυδο προχωρούν με τον Ξέρξη στις Σάρδεις. Κατά μια άλλη εκδοχή, ο Ξέρξης έφτασε ως τις εκβολές του Στρυμόνα, όπου άφησε το στρατό να τον οδηγήσει ο Υδάρνης στον Ελλήσποντο, ενώ εκείνος πέρασε με πλοίο στην Ασία. Στο ταξίδι του όμως κινδύνεψε από θαλασσοταραχή και χρειάστηκε να πηδήξουν πολλοί Πέρσες στη θάλασσα, για να ελαφρώσει το πλοίο από το πολύ βάρος και να σωθεί ο βασιλιάς. Φτάνοντας στην Ασία, ο Ξέρξης, για να τιμήσει τον καπετάνιο που τον έσωσε, του χάρισε ένα χρυσό στεφάνι, αλλά, για να τον τιμωρήσει που χάθηκαν τόσοι άνδρες, του πήρε το κεφάλι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το Βόρειο Σέλας στην Ελλάδα

Διονύσιος Σολωμός - Η γυναίκα της Ζάκυνθος, Κεφάλαια 3 & 4

Νάνος Βαλαωρίτης - H τιμωρία των Μάγων

Αντουάν Λωράν Λαβουαζιέ

Κάρεν Μπλίξεν - Αποφθέγματα

Ντάριο Φο: Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες...