Αρτέμης Μάτσας
Ταυτίστηκε στη μνήμη του κοινού ως ο σπιούνος, ο ρουφιάνος, ο συνεργάτης του κακού. Κατά τη διάρκεια της κινηματογραφικής του πορείας υποδύθηκε τον αδίστακτο, τον μαυραγορίτη, τον δοσίλογο, τον προδότη. Και όμως έζησε τον εφιάλτη του ναζισμού που του στέρησε τον πατέρα και τον ανάγκασε να ζει με το κασελάκι στους δρόμους της κατοχικής Αθήνας.
Ο Αρτέμης Μάτσας γεννήθηκε στην Αθήνα (Πλάκα) το 1930. Η ζωή του σφραγίστηκε από τη σύλληψη του εβραϊκής καταγωγής πατέρα του Πίνχας Μάτσα από τους Γερμανούς στα χρόνια της Κατοχής. Έκτοτε δεν τον ξαναείδε ποτέ, ούτε έμαθε για την τύχη του. Μαζί με τον αδερφό του, ηθοποιό και συγγραφέα Νέστορα Μάτσα και την αδερφή του πέρασαν δύσκολα παιδικά χρόνια.
Τον Μάρτιο του 1944, ο πατέρας του ηθοποιού συνελήφθη από τους Γερμανούς επειδή ήταν Εβραίος. Το όνομα του ήταν Πίνχας Μάτσας.
Την ημέρα της σύλληψής του, τα τρία του παιδιά τον περίμεναν να επιστρέψει από τη δουλειά για να φάνε όλοι μαζί, όπως συνήθιζαν. Η μητέρα της οικογένειας είχε πεθάνει σε νεαρή ηλικία και ο Μάτσας μεγάλωνε μόνος του τα παιδιά του. Ο μικρότερος αδελφός του ηθοποιού, Νέστορας Μάτσας, κατέγραψε σε ημερολόγιο τη σκληρή εμπειρία της Κατοχής. και τη σύλληψη του πατέρα τους: «Δεν το περιμέναμε γιατί ξέραμε πως ο πατέρας αργεί να έρθει τα μεσημέρια. Έρχεται πάντα με τα πόδια από τη δουλειά του που είναι μακριά γιατί δεν του αρέσει να μπαίνει στο γκαζόζεν. Λέει πως καθώς στριμώχνεται με τον άλλο κόσμο μπορεί να κολλήσει ψείρες, γιατί όλος ο κόσμος τότε είχε ψείρες και ο πατέρας τις φοβάται. Και αργεί πολύ και το μεσημέρι και το βράδυ και εμείς δεν ανησυχούμε γιατί ξέρουμε πως αργεί. Εκτός βέβαια που κάποιες φορές αργεί πιο πολύ γιατί πηγαίνει στον Ασύρματο που είναι οι μαυραγορίτες μήπως και βρει καμία λαχανίδα ή κανένα άλλο ζαρζαβατικό. Μας ήρθε ξαφνικό, όταν χτύπησε η πόρτα δυνατά και άνοιξε η αδελφή μας και μπήκε ένα ψηλός κύριος που δεν τον ξέραμε. Μας είπε καλημέρα, αλλά έδειχνε σα να μη μπορούσε καθόλου να μας πει τι ήθελε». Έτσι ο ηθοποιός και τα δύο του αδέλφια έμειναν μόνοι τους αντιμέτωποι με την πείνα, τη φτώχεια και τον καθημερινό κίνδυνο σύλληψής τους. Δεν ξαναείδαν ποτέ τον πατέρα τους και το μόνο που κατάφεραν να μάθουν ήταν το νούμερο του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που τον οδήγησαν οι Γερμανοί. Ο πατέρας ήταν το νούμερο «47712».
Για λίγο καιρό τα αδέλφια χωρίστηκαν και κρύφτηκαν σε φιλικά σπίτια. Όταν ξαναέσμιξαν, κατάφεραν να νοικιάσουν ένα δωμάτιο στα Εξάρχεια από μια ιερόδουλη που τους φέρθηκε με αγάπη. Το κορίτσι της οικογένειας, ως μεγαλύτερη, ανέλαβε τη φροντίδα των δύο αδελφών της. Τα αδέλφια Μάτσα δεν είχαν κανένα εισόδημα και αναγκάζονταν να πουλάνε καθημερινά τα προσωπικά αντικείμενα της χαμένης μητέρας τους για να εξασφαλίζουν λίγο φαγητό. Όταν τελείωσαν και αυτά, η πείνα άρχισε να τους θερίζει. Τα συσσίτια στα οποία ήταν γραμμένοι δεν κάλυπταν τις ανάγκες τους. Ο Αρτέμης και ο Νέστορας πούλαγαν τσιγάρα με το κασελάκι στους δρόμους της Αθήνας. Όσα λεφτά έβγαζαν, τα έδιναν στην αδελφή τους για να αγοράζει τρόφιμα από τους μαυραγορίτες. Οι καλύτεροι πελάτες των δύο αγοριών ήταν κάποιες ιερόδουλες οι οποίες δούλευαν σε έναν οίκο ανοχής στην οδό Γαμβέτα. Κάθε φορά που τα δύο αδέλφια επισκέπτονταν το «σπίτι», ξεπουλούσαν και έφευγαν ικανοποιημένοι, αλλά δεν ανέφεραν πουθενά πού πουλούσαν τα τσιγάρα τους, γιατί ντρέπονταν. Και τα τρία παιδιά της οικογένειας ήταν καλλιεργημένα, καθώς ο πατέρας τους πριν από τη σύλληψή του, είχε φροντίσει για τη μόρφωσή τους. Έτσι, τα αγόρια ήξεραν ότι δεν ήταν σωστό να επισκέπτονται έναν οίκο ανοχής, αλλά η πείνα τους έκανε να ξεχνάνε τις απαγορεύσεις.
Ο Αρτέμης Μάτσας ήθελε από μικρός να γίνει ηθοποιός. Αν και ήταν καλός μαθητής δεν ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του σε κάποιο Πανεπιστήμιο, αλλά ονειρευόταν να κατακτήσει το σανίδι. Η αδελφή του είχε αρχίσει τις σπουδές της σε Δραματική Σχολή πριν από την Κατοχή και ο Αρτέμης ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια της. Η αγάπη του για το θέατρο ήταν τέτοια που παρά την αφόρητη πείνα, έπεισε τον αδελφό του να πουλήσουν μια μέρα το ψωμί που έπαιρναν με το δελτίο για να πάνε να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση. Ο αδελφός του δέχτηκε και τα δύο αγόρια βρέθηκαν να χειροκροτούν μαγεμένα στο τέλος του έργου. Η ευχαρίστηση ήταν τέτοια που ξέχασαν για λίγο την πείνα τους.
Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δασκάλους τους Αιμίλιο Βεάκη, Δημήτρη Ροντήρη και Κώστα Μουσούρη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1949, στην αισθηματική κομεντί του Γιώργου Καρύδη «Ερωτικό Ταξίδι». Έπαιξε σε πολλές ελληνικές ταινίες, αλλά και σε ξένες παραγωγές, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα φιλμ «Το νησί των γενναίων», «Ποτέ την Κυριακή» και «Μπουμπουλίνα».
Διακρίθηκε και τυποποιήθηκε σε ρόλους «κακών». «Δεν μπορώ να κόψω ούτε λουλούδι κι όμως στον κινηματογράφο έχω σκοτώσει περίπου 120 ανθρώπους» έλεγε χαρακτηριστικά ο Αρτέμης Μάτσας, σχολιάζοντας την αντίθεση της προσωπικής του ζωής με την εικόνα που έδινε στη μεγάλη οθόνη μέσα από τους ρόλους του.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε δίπλα στο μεγάλο κωμικό Βασίλη Αργυρόπουλο, στην κωμωδία «Φαταούλας» των Στέφανου Φωτιάδη και Ιάσωνα Βροντάκη. Στο θέατρο έπαιξε τα πάντα, από μπουλβάρ μέχρι Μπρεχτ, αρχαία τραγωδία και Αριστοφάνη. Συνεργάστηκε με σημαντικούς θιάσους και γνωστούς πρωταγωνιστές.
Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, αρθρογραφώντας σε περιοδικά και εφημερίδες για καλλιτεχνικά θέματα. Εγραψε αρκετά και σημαντικά για την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου βιβλία, όπως «Μεγάλες θεατρικές οικογένειες», «Το άλλο πρόσωπο του θεάτρου», «Θεατρικές μνήμες» κ.ά.
Ήταν γνωστή η ανθρωπιά και καλοσύνη, η ευαισθησία, η φροντίδα και η βοήθειά του σε παλαίμαχους, ξεχασμένους καλλιτέχνες, που ζούσαν σε άθλιες οικονομικές συνθήκες.
Ο Αρτέμης Μάτσας πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου 2003, στο νοσοκομείο «Παμμακάριστος» των Αθηνών, ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια.
Ο Αρτέμης Μάτσας και η ρετσινιά του «κακού»
Η κινηματογραφική θητεία του Αρτέμη Μάτσα στον κόσμο του κακού ξεκίνησε εντελώς τυχαία. Το 1959 έπαιξε στην ταινία «Το νησί των γενναίων» του Ντίμη Δαδήρα το ρόλο του προδότη, ένα ρόλο που κανένας άλλος δεν τόλμησε να δεχτεί, και αφού πρόδωσε την Τζένη Καρέζη κι έκαψε με τσιγάρο τον ήρωα της αντίστασης Γκίκα Μπινιάρη, άρχισε το δικό του μαρτύριο.
Έφαγε τουλάχιστον δύο φορές ξύλο στο δρόμο από θεατές της ταινίας, που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τον ηθοποιό από το ρόλο. Έγραψε, μάλιστα, τότε η «Καθημερινή»: «Ανηλεές κυνηγητό περίμενε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης τον κακό του κινηματογράφου Αρτέμη Μάτσα». Η ρετσινιά του «κακού» έμεινε ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσω από τη Φωκίωνος Νέγρη -εκεί κοντά μένω- και να μη μου φωνάξουν «προδότηηη», «ρουφιάνεεε», «τσιφούτηηη» έλεγε σε μια συνέντευξή του.
«Δεν μπορώ να κόψω ούτε λουλούδι κι όμως στον κινηματογράφο έχω σκοτώσει περίπου 120 ανθρώπους» έλεγε χαρακτηριστικά ο Αρτέμης Μάτσας, σχολιάζοντας την αντίθεση της προσωπικής του ζωής με την εικόνα που έδινε στη μεγάλη οθόνη μέσα από τους ρόλους του.
Φιλμογραφία
Ερωτικό Ταξίδι (1949)
Τα αρραβωνιάσματα (1950)
Η ωραία των Αθηνών (1954)
Γλέντι λεφτά κι αγάπη (1955)
Καταδικασμένη και από το παιδί της (1955)
Γραφείο συνοικεσίων (1956)
Της τύχης τα γραμμένα (1957)
Όσο υπάρχουν γυναίκες (1959)
Μπουμπουλίνα (1959)
Ταξείδι με τον έρωτα (1959)
Το νησί των γενναίων (1959)
Ποτέ την Κυριακή (1960)
Καλημέρα Αθήνα (1960)
Μαλάμω (1960)
Στην πόρτα της κολάσεως (1960)
Το αγρίμι (1960)
Το ματωμένο πέπλο (1960)
Το νησί της αγάπης (1960)
Το χαμίνι (1960)
Η απολύτρωση (1961)
Ήρθες αργά (1962)
Αμαρτωλές (1962)
Η Ελληνίδα και ο έρωτας (1962)
Λαφίνα (1962)
Πρέπει να ζήσεις τίμια (1962)
Τα σκαλοπάτια της ζωής (1962)
Όλα και τη ζωή μου ακόμα (1963)
Αθώα ή ένοχη (1963)
Λίγο πριν ξημερώσει (1963)
Οι σκανδαλιάρηδες (1963)
Πρώτο καρδιοκτύπια (1963)
Συντρίμμια της ζωής (1963)
Τα παλιόπαιδα (1963)
Το μεροκάματο του πόνου (1963)
Δρόμος χωρίς σύνορα (1964)
Νυχτοπερπατήματα (1964)
Χωρίς γονείς κι αδέλφια (1964)
Όταν σημάνουν οι καμπάνες (1965)
Δύσκολοι δρόμοι (1965)
Καημοί στη φτωχογειτονιά (1965)
Ο επαναστάτης (1965)
Une balle au coeur (1966)
Αμαρτωλές της νύχτας (1966)
Γεύση από έρωτα (1966)
Αν όλες οι γυναίκες του κόσμου (1967)
Δρόσω η αρχοντοπούλα (1967)
Εις θάνατον (1967)
Η λυγερή (1968)
Κατάσκοποι στο Σαρωνικό (1968)
Κατηγορούμενη απολογήσου (1968)
Μια μέρα ο πατέρας μου (1968)
Όταν η πόλις πεθαίνει (1969)
Ας με κρίνουν οι ένορκοι (1969)
Η θυσία μιας γυναίκας (1969)
Θέλω πίσω το παιδί μου (1969)
Οι γενναίοι του Βορρά (1970)
Υποβρύχιον Παπανικολής (1971)
Ιπποκράτης και Δημοκρατία (1972)
Ο Πατούχας (1972)
Η γυναικοκρατία (1973)
Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ (1973)
Παύλος Μελάς (1974)
Συνωμοσία στη Μεσόγειο (1975)
Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι (1980)
Φυλακές ανηλίκων (1982)
Ψηλός λιγνός και ψεύταρος (1985)
Τηλεκανίβαλοι (1986)
Made in Greece (1987)
Βιντεοταινίες
Δεν κρατιέμαι δεν κρατιέμαι (1987)
Η καπετάνισσα της οδού Κερκύρας (1987)
Η φάπα της χρονιάς (1987)
Έρχονται οι γυμνιστές (1988)
Τριαντάφυλλο και αγκάθι (1988)
Όνειρο αγάπης (1989)
Τηλεοπτικές σειρές
Η κοκκορόμυαλη (1971, ΥΕΝΕΔ)
Μεθοριακός σταθμός (1974, ΥΕΝΕΔ)
Συνταγματάρχης Λιάπκιν (1979, ΥΕΝΕΔ)
Το ημερολόγιο ενός θυρωρού (1979, ΥΕΝΕΔ)
Νύχτα (1980, ΕΡΤ)
Ορκιστείτε παρακαλώ (1982, ΥΕΝΕΔ)
Τα φώτα της ράμπας δεν σβύνουν ποτέ (1988, ΕΤ2)
Οι εντιμότατοι (1990, ΕΤ1)
Αχ Ελένη (1992, Mega)
Τα μπακούρια (1992, ΑΝΤ1)
Τριαντάφυλλο και αγκάθι (1992, ΕΤ2)
Πηγή: sansimera.gr, mixanitouxronou.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου