Το χρονικό του Άγγελου Σουμάκη για το Ρεμπελιό των Ποπολάρων



Ζάκυνθος, Η πλατεία Αγίου Μάρκου το 1797 - Χαρακτικό του Antoine Laurent Castellan


Την παρούσαν διήγησην εβουλήθηκέ μου, εμέ του Άντζολου Σουμάκη του ποτέ σινιόρ Τζόρτζη από το άνωθεν νησί της Ζακύνθου, να την βάλλω εις εθύμιση. Δια ποία αφορμή και αιτία ο λαός όλος της χώρας του άνωθεν νησίου εσηκώθησαν κατ’ απάνου του πρίντζιπό τους και των αρχόντων τους με βουλή και γνώμη να κόψουν τους άρχοντές τους, και εις ποίον καιρόν εσυνέβη η υπόθεσις ετούτη.

Εις τον χρόνον τον 1628 οι Αφρικοί τόποι, ήγουν της Μπαρμπαρίας, ηβρισκόμενοι να έχουν πλησίον λαόν κουρσάρων, οι οποίοι τόσον με καράβια, ωσάν και με κάτεγα έδωσαν μεγάλαις ζημίαις ολονών των χριστιανών, τόσον του βασιλέως της Σπάνιας, ωσάν Φράντζας, Βενετζιάνων και πάσα άλλων χριστιανών, ήτον μεγάλον θαύμα εις ταις ζημίαις όπου έκαναν. Τόσον από πτωχότατοι, όπου ήσαν, τώρα ευρέθησαν όλοι πλούσιοι από τα περισσά κουρσέματα, όπου έκαναν των χριστιανών, και η αιτία ήτον οπού το έθνος ετούτο των κουρσάρον επλήθυναν, ότι ο ρήγας της Σπάνιας δια να διώξει από τους τόπους του 70 χιλιάδες λαόν και πλέον από τους Γρανατσέρους, ετότε επλήθυναν την Αφρικήν και ετέρους τόπους της Τουρκίας. Οι οποίοι Γρανατίνοι δια να συμπλησιάζουν με την Μπαρμπαριάν έπιασαν την πίστη του Μουαμέτη, και εκάνανε Τούρκικα εις το κρυφό. Όμως ο βασιλεύς μετά καιρόν ξανοίγωντάς τους όλους τους εδίωξε από τους τόπους άνδρες και γυναικόπαιδα. Πολλοί λέγουν πως εδίωξε εκατόν πενήντα χιλιάδες ψυχαίς, και άλλοι λέγουν εννενήντα. Και άφησαν τα καλά τους και εσκορπιστήκανε εις τον κόσμον, και επήγαν εις μέρη και χώραις των Τούρκων, ως είπα. Αμή το πλέον μέρος εκατοίκησε εις τας χώρας και τόπους της Μπαρμπαρίας, ήγουν της Αφρικής, και ωσάν όπου ήσαν άνθρωποι τεχνεμένοι εις σε πολλαίς επιστήμαις, επλήθυναν και ηύξηναν όλαις εκείναις αι χώραις από πάσα τέχνην και αξίαις αρκεταίς, οπού προτήτερα δεν τας είχεν. Ήσαν και καλοί μαστόροι των καραβιών και κατέργων, από τα οποία έκαμαν πλήθια από αυτά, και έδωσαν περίσσιαις ζημίαις, ως είπα, και εις όλον το έθνος των χριστιανών, τόσον της γης ωσάν και του πελάγου. Και εκεί όπου πρώτα αρμάτοναν έξη επτά κάτεργα μόνον, τώρα αρματώνουν εις όλην την Αφρικήν είκοσι δύο μεγάλα και ανδρειωμένα κάτεργα.

Εις τον καιρόν ετούτον είχαν βέβαια γνώμην οι αυτοί κουρσάροι της Αφρικής ότι να κτυπήσουνε με την Αρμάδα τους και το νησί της Ζακύνθου, ως είχαμε τα μαντάτα συχνά από πλέον τόπους. Δια το οποίον πράγμα εβάλθη ο λαός της χώρας εις ορδινία από τον αφέντη τον κενεράλε τον Πόντε, οπού εις τον καιρόν εκείνον ευρισκότουν εις την Ζάκυνθο, στελμένος από την γαληνοτάτη αυθεντεία της Βενετίας δια να κρίνη εκείνον τον λαόν εις τα παραπονέματά τους, διότι εις καιρόν όπου ήθελαν έλθει οι εχθροί να είμεσθε έτοιμοι να τους δώσωμε πρόσωπο και να τους πολεμήσωμε, ως πρέπει.

Τοιμάσας δια την αφορμή ετούτην 14 καπετανέους εις όλον τον λαόν της χώρας, ήγουν εις πάσαν ενορίαν έναν, διότι να ήνε έτοιμοι κάθε καιρόν οπού να έλθουν οι εχθροί να συμμαζωχθούν με τάξιν ο πάσα ένα εις τον καπετάνιόν του, και ο κάθε καπετάνιος να συντρέχη με όλην την συντροφίαν να βρίσκη τον κουβερναδόρον του νησιού δια να λαβαίνη ορδινία εις σε ποίον τόπον έχει να υπάγη δια να φυλάξη την χώραν και να εναντιωθή των εχθρών, ως κυβερνήτης του πολέμου, με υπόσχεσιν ότι κάθε βράδυ να κρατούνε φύλαξι δύο καπεταναίοι όλον τον καιρόν του καλοκαιρίου, οπού είνε ο φόβος. Ήγουν ο ένος καπετάνιος να πηγαίνη με όλην την συντροφίαν δια να φυλάξη έξω εις το Σταυρωμένο, οπού είνε η άκρη της χώρας. Και εκείνος οπού είνε εις τον Σταυρωμένον να πέμψη είκοσι ή εικοσι πέντε ανθρώπους πάσα βράδυ απάνω εις τον κάμβο της Πούντας, δια να ξανοίγουν όλον το πέλαγος, και ερχόμενον κανένα ενάντιο να δίδουν το αβίζο του καπετάνιου του εις τον Σταυρωμένον με τους επιλοίπους συντρόφους, και εκείνος πάλιν εις τον ίδιο καιρό να δίδη λόγο εις το κάστρο του αφεντός του πρεβεδούρου και του κουβερναδούρου της χώρας, ομοίως και του καπετάνιου του αλλουνού του συντρόφου του, οπού είνε εις το Μόλο, και εις ετούτο τον τρόπον να κυβερνούνται όλοι. Και εις το άλλο μέρος της χώρας πάλιν, ήγουν έξω εις το Ποτάμι, την μερίαν του σιρόκκου, οπού είνε η έτερη άκρη της χώρας, έστεκαν ένα μέρος από τους καβαλαρέους της στρατειάς, ακόμη και έτεροι απεζοί λεγόμενοι κουριέριδες από τα χωρία, ως ήταν η παλαιά συνήθεια, από τους οποίους στρατιώταις εστέρνανε ένα μέρος παρόξω, ήγουν εις τον άγιο Σπυρίδωνα ένα μίλι πλέον και ολιγώτερον αλάργου από την χώραν εις την παραθαλασσίαν δια πλέον καλλίτερη φύλαξι, και παραμπρός πάλι από εκεί απάνω εις το κάμβο εις το βουνό λεγόμενο Ραφτόπουλο, όπου ξανοίγει όλο το πέλαγο. Εκει εκρατούσαν ετέρους δέκα δώδεκα άντρες και έτερα τέσσερα άλογα σιμά τους, ο οποίος τόπος και κάβος κλείει δαμάκι το πορτός της χώρας. Εις τον επίλοιπο τόπο της χώρας τριγύρο εις αυτό στέκονται έτεραι βίγλαις, οπού παντοτινά γίνονται από τους ανθρώπους των χωρίων, και εις τούτον τον τρόπον κυβερνούνται δια κάθε κουρσάρον και επίλοιπον εχθρόν κάθε χρόνον με πάσαν επιτηδειοσύνην.

Εις ετούταις ταις βίγλαις οπού πάσα βράδυ και έτερα παλληκάρια του λαού αρματωμένα, και έτεροι από άλλαις ενορίαις της χώρας, οι οποίοι επηγαίνανε δια χαράν τους και εσυντροφεύανε τον καπετάνιο εκείνης της βραδεινής. Ποίος επήγαιν’ εις τον ένα, και ποίος εις τον άλλο, κατά την αγάπην όπου κάθε εις επρόσφερε ή του ενού ή του άλλου, δια να αξιόνουν τον καπετάνιο εκείνον, ως φίλον τους, και δια να φαίνονται και εκείνοι άξιοι του πολέμου. Και έστεκαν εις την βίγλαν ως μισή ώρα της ημέρας, έπειτα εβάνοντο εις εύμορφο ορδινία και ηρχόντανε εις το Φόρο, και εκεί κατ’ έμπροσθεν του λαού έκανον πέντε έξη γύρους κτυπώντας ο κάθε ένας τους περισσιαίς αρκουμποσίαις, και έδειχνε ο καθένας την παρουσίαν και την ανδρείαν του. Και εις τον τρόπον ετούτον ωρεγόντανε οι νέοι να το κάνουνε το συχνό με περισσή ευχαρίστησι του επιλοίπου λαού, οπού τους εθεωρούσαν. Και εις τον τόπον ετούτον εδείχνανε μεγάλην παρρησίαν ο κάθε καπετάνιος, διότι έσερνε περισσούς ανθρώπους ο καθένας εις την συντροφίαν την ώραν εκείνην, και εις τον τρόπο ετούτον απερνούσανε το συχνό. Και βλέποντάς του ο γουβερναδόρος του νησιού, ο οποίος έχει την προτίμησιν της κυβερνήσεως του πολέμου, εθαυμαζότουνα εις τους περισσίους ανθρώπους οπού ήσαν με κάθε καπετάνιο πάσα αυγή, μη ηξεύρωντας το πως μέρος απ’ αυτούς ήσαν δανεικοί από άλλαις συντροφίαις, και εχαιρότουνα κατά πολλά το πως η χώρα ετούτη έχει περισσον λαόν, και δύσκολο το είχε ότι να καταπατηθή από τους εχθρούς. Ομοίως μετά καιρόν έμαθε πως επέρνα η δουλεία και περίσσια του εκακοφάνη, διότι εις τρόπον ετούτον δεν ημπόρειε να καταλάβη βέβαια πόσος λαός ευρίσκεται εις την χώρα ετούτη, δια να κυβερνηθή εις ώρα χρείαν και να εναντιωθούν εις τον εχθρόν πάσαν καιρόν οπού έρθουν. Δια τούτο ελογίαζε ότι να εύρη στράτα και μέθοδο να διορθώση την δουλειά ετούτη, και τέλος πάντων ο λογισμός του ήτανε δικαιολογημένος, διότι ωσάν απεσταλμένος και πλερωμένος από την αυθεντείαν δια την υπόθεσιν ετούτην, δια να βλέπη το δίκαιόν τους εις οποίον τόπον τον πέμπει δια να κυβερνήση και να διορθώση ως πρέπει τα πάντα όλα. Ήτον το λοιπόν χριστιανικόν να τα βλέπουν τα πάντα όλα σωστά και μετρημένα και να διορθώνουν τα ψεύματα εις αληθοσύνης, ως έχουν το βάρος απάνου τους της κυβερνήσεως. Διότι αν συνέβη κανένα κακόν ενάντιο, πρέπει ότι αυτός να πληρώνει με την παίδεψίν του, έξω οπού χάνει και την τιμήν του και πλέον κυβέρνησι δεν του δίδουν. Ο οποίος γουβερναδόρος οπού εις καιρόν ετούτονε ευρισκότουνα, ωνομαζότουνα κόντε Πορτζενίγο, είνε από τα μέρη της Φραγγίας, σούδιτος Βενετζιάνος, και άρχοντας κατά πολλά φρόνιμος και επιτήδειος εις πάσσα του κάμωμα και αρεταίς. Και εις τον καιρόν ετούτον ήλθε άλλος κυβερνήτης εις τον τόπο αυτού, διότι ετούτου του πρώτου ο καιρός εσώθη. Και του δευτέρου το όνομα κόντε Στρασόλδο, άρχοντας και ετούτος περίσσα ευγενικός και άξιος της Κυβερνήσεως, με αρεταίς. Και όταν έσωσε ο κόντε Προτζένιγος εις την Βενετίαν έδωσε είδησι της αυθεντείας εις τα γενόμενα ετούτα, οπού εγενόταν εις την χώραν της Ζακύνθου, δια το οποίον είπε πως ήτανε χρειαστικό να γράψουν του πρεβεδούρου της Ζακύνθου, ότι με πάσα τρόπο και μόδο να κυττάξη να γράψη, ήγουν να αρολάρη όλον τον λαόν της χώρας, κράζωντας πάσα καπετάνιο με την συντροφίαν του όλην, και να τους γράψη κατά όνομα, και τούτο δια να βεβαιωθεί το πόσος λαός ευρίσκεται εις την χώραν της Ζακύνθου, και να δώση παρευθύς βέβαιαν και καθαράν απόκρισιν της αυθεντείας εις ετούτο, δια να ηξεύρουν να κυβερνηθούν εκείνοι, οπού έχουν το βάρος του πολέμου, δίδωντας λόγον των συνδίχων της χώρας και έννοιαν, και όχι δια άλλο τέλος.

Όμως ο πρεβεδούρος εκείνος δια να ποιήση την προσταγήν την αυθεντικήν, οπού αλλέως δεν ημπόρειε να κάμη, ο οποίος ωνομαζότουνα Πιέρος Μαλιπιέρος, ήτον εξήντα χρονών ηλικίαν άνθρωπος, το λοιπόν έκραξε με πάσαν σπουδήν τους συνδίχους της χώρας και τους εξεκαθάρισε την έννοιαν την αυθεντικήν, ως είχε την ορδινίαν εκείνην, ότι το ογληγορότερο οπού να ήνε βολετός οι οποίοι συνδίχοι του εβάλαν καμπόσην δυσκολίαν, και ήτον ετούτη, το πως αν ο λαός αγροικήση ετούτο, δύσκολα συγκλίνονται να το πήσουν δια περισίαις αφορμαίς, και αγαπούσαν αν ήτον μόδος, να μην ήθελε γένει. Αμή πάλι γνωρίζοντας ότι ήταν πολύ χριστιανικό δια την καλήν φύλαξιν και κυβέρνησιν του λαού, δεν ημπορούσανε πάλε να τον εναντιωθούνε και να τον αντισκόψουνε. Και πάλε όμως όχι δια τούτο να μην γένη η πρόσταξις η αυθεντική, η οποία ήτον δικαιολογημένη και κατά πολλά χριστιανική, επειδή δεν ήταν δια κακό τέλος. Αμή διατί εγνώριζαν την φύσιν των ανθρώπον πως ήτον δύσκολον να συγκλίνουν εις τέτοιο έργο, εκλάψανε με πάσαν επιτηδειοσύνην να διορθωθεί η δουλιά ετούτη, και μην ημπορώντας το λοιπόν να γένη, δια να μην τους κακοφχαριστήσουν και εκείνους, διότι το έργος ετούτο δεν έγινε άλλη φορά, δια το οποίον θέλει τους φανή δύσκολο, και με δεξιόν τρόπον να διορθώσουν την υπόθεσιν οι πατέρες του λαού. Όμως ευρήκανε στράτα δια πλέον καλλίτερο και ήσυχο, ότι να τους ειπούν την αλήθειαν, το πως από το σενάτο της Βενετίας τους αβιζάρανε, ότι η αρμάδα της Μπαρμπαρίας έχουνε γνώμη να κτυπήσουν την χρονίαν εκείνην, το 1628, εις το νησί της χώρας της Ζακύνθου, και δια τούτο ήτανε αναγκαίον να γραπτή ο λαός όλος δια να ηξεύρουν με πάσαν αληθοσύνην πόσος λαός ευρίσκεται, και ετούτο ήτανε πρεπούμενο να γένει, και να γραφούν την ημέραν εκείνην οπού θέλει έχει την βίαν του, και ετούτο να γένεται εις τα όξω μέρη της χώρας, η οπού αλλού έχουν την όρεξίν τους και ευχαρίστησίν τους, και ετούτο δια να μην τους βλέπουν οι έτεροι από την χώρα.

Τούτο ελογαριάσθη από τους συνδίχους δια να γένη με σκεπαστικόν τρόπον. Μ’ όλον ταύτα ακούοντάς το ο λαός δεν τους άρεσε καμμίας λογής να γένη τέτοιο πράγμα. Όμως ο λόγος ετούτος εσπάρθηκε εις όλην την χώραν και εμουρμουριζότουνα ανάμεσα τον λαόν το πως δεν τους αρέσει λογαριάζοντας εις τον εαυτόν τους, ότι το έργο ετούτο ναν τους ήνε εις σε κακό και εις καταφρόνεσι μεγάλη, δια περισσίαις αφορμαίς οπού εδιαμετριότανε εις ενάντιό τους. Και οι λογισμοί ετούτοι ήτον κατά πολλά ενάντιοι από το ότι ελογιάζανε, διότι πάντα όλα εγενότανε με τέλος καλό, και δια καλήν κυβέρνησιν, κουστόδια εδική τους και των παιδιών τους. Και οι συνδίχοι, ως καλοί πατέρες και κυβερνητάδες οπού γίνονται δια όλον τον λαόν, αν ήθελαν γνωρίσει το πως η υπόθεσι ετούτη δεν ήτον πρεπούμενη και εις σε ωφελείαν ολονών δεν επισκιζόντανε ούτε εμβαλλόντανε εις τέτοιο έργο, άπασα βολά όπου ήθελε είσται ενάντιο του λαού, διότι η έννοιά τους δεν είναι εις άλλο, παρά δια να ευχαριστήσουν όλους εις πάσα τρόπο, και εις το καλλίτερο, οπού να ημπορέσουν δια ωφέλεια ολονών. Αμή γνωρίζοντες το πως είνε αναγκαίο, εσυγκλίνανε να γένη και τούτο, πάλε με πάσα καλόν τρόπον και ευχαρίστησίν τους. Και τούτο το βάρος ύστερον έπεσε απάνου εις τους άρχοντες. Λέγωντας και κρατώντας βέβαιον λογισμόν ο λαός ετούτος το πως η αιτία και το συμβούλιο ετούτο να ήνε δοσμένο από τους αυτούς άρχοντες, κάνοντάς το με σκοπόν και αιτία δια να τους έχουν αποκάτου τους, και εις την εξουσίαν τους, με ετέρους άλλους λογισμούς οπού επήγαιναν διαμετρώντας, μακρά κατά πολλά από την αλήθεια, ως ένε θεός αληθινός.

Οι συδίχοι του καιρού εκείνου ήταν ο Σ. Μικέλης ο Φασόης του ποτέ Σ. Κωνσταντή, ο Σ. Τομάζος Μοτζενίγος του ποτέ Σ. Δομενέγου, αβοκάτος και άξιος άνθρωπος κατά πολλά, και ο Σ. Γεώργιος ο Μαρτελάος του ποτέ Σ. Πιέρου. Και αναγκάζωντας ο αυθέντης ο πρεβεδούρος την δουλιά να γένη με πάσα σπουδή και τρόπον και με εκείνο το μόδο το καλλίτερον, όσο είνε βολετός, ως καθώς εσταθερώσανε με τους συδίχους, ότι ναν τους γράψη έξω από την χώρα. Αμή αυτός έκαμε το ενάντιο, και εκατέβη μίαν αυγή εις το Φόρο και έπεμψε και έκραξε τον Σ. Νούτζο τον Σιγούρο, έναν από τους καπετανέους, από τον Σταυρωμένον, οπού εκεί ευρισκότουνα και έκανε την βίγλα του την νύκτα εκείνην, ότι να έλθει εις τον Φόρον με όλην του την συντροφιάν, ως καθώς ευρισκότουνα. Και μην ημπορώντας να κάμη αλλέως ήλθε εις την υποταγήν, κατά την πράξιν του, και έτζι τους έγραψεν όσοι και αν ευρέθηκαν την αυγή εκείνην την πρώτην.

Η τάξις ετούτη περίσσια εκακοφάνη ολουνού του λαού, και περίσσια εσκληρευτήκανε η καρδίαις τους, και των εντράπηκαν κατά πολλά. Ομοίως εκακοφάνη και των συνδίχων, διότι δεν έκαμεν ο πρεβεδούρος ως εμιλήθη η δουλιά, μόνον αληλούησε και έκαμε την αρέσιάν του. Και ετούτο έδωσε αιτία του σκανδάλου ετούτου, και ο λαός έλεγε το πως δεν θέλουν πλέον να περάσουν, και κατά πολλά ανακατωθήκανε, και εσυμβουλευθήκανε να πάνε εις το κάστρο να το παραπονεθούν του πρεβεδούρου, και όχι να πάνε με τάξι ταπεινή δέκα και δώδεκα απ’ αυτούς και από τους πλέον γεροντότερους ταχτικούς, και να μιλήσουν πρώτα με τους συνδίχους, οπού είνε πατέρας ολονών του λαού, οι οποίοι ήθελαν να προσπαθήση να κάμουν να λάβουν πάσα ευχαρίστησι, οπού απεθυμούσαν, δίχως να σηγείρουν σκάνδαλα. Αμή όταν οργίσθη ο Θεός τους ανθρώπους δια τας αμαρτίας τους, τους πέρνει τον νουν τους και τους δίδει θλίψαις, και σκάνδαλα και βάσανα να έχουν ανάμεσόν τους. Δια τούτο δεν άφησε να γένει η δουλιά με ταπεινότητα και με ευχαρίστησι ολονών. Και εσηκωθήκαν καμμία εκατοστή, καλοί κακοί από αυτούς και επήγαν να μιλήσουν του πρεβεδούρου με τρόπον σκληρόν και άπρεπον, και σκανδαλοποιόν το παράπονόν τους. Οι συνδίχοι, οπού δύο απ’ αυτούς ευρεθήκανε εκεί εις το παλάτι το αυθεντικό και εκαρτερούσαν να εύγη ο πρεβεδούρος εις την σάλα οπού ήτον ο λαός, ήγουν ο Φασόης, και ο Μαρτελάος, βλέποντας και αγροικώντας την άπρεπην τάξιν, με την οποίαν ήλθανε να προσφέρουν του αφεντός την έννοια και την παραπόνεσίν τους, τους εμίλησαν με τάξιν και έννοιαν καλήν αγαθήν δια να καταπραΰνη τους λογισμούς τους τους κακούς, οπού είχανε καρφώσει εις το κεφάλι τους αδίκως, και δια να τους δώσουν πάσαν ευχαρίστησιν ημπορεζόμενην.

Όμως ετούτοι με πάσα θυμό και σκληρότητα τους εναντιονότανε, διότι, ως είπα, εκρατούσαν γνώμη το πως το έργο τούτο γίνεται από βουλή εδική τους. Ως τόσο οι σύνδιχοι επροφήτευσαν την αλήθεια, κατά τα λόγια οπού είπαν προτήτερο του πρεβεδούρου δια την υπόθεσιν ετούτην, το πως θέλει τους κακοφάνη και θέλει γίνει ανακάτωσις, και δια τούτο περίσσια το επικραινότανε. Να ήθελε πάγει να τους γράψη όξω από την χώρα δια να μην τους δώση αιτία να τους κακοφανή, μόνον έκαμε το εναντίο, και εστάθη η αιτία της σύγχυσης ετούτης. Όμως, πριν να εύγη ο αυθέντης ο πρεβεδούρος από την σάλα ναν του μιλήσουνε, ήρθανε εις τα χοντρά με τους συνδίχους, δίχως να τους κρατήσουν κανένα ρεσπέτο, φοβερίζοντας και υβρίζοντας τους άρχοντες, λέγοντας εις το φανερό το πως δεν θέλουν να περάσουν καμμίας λογής οπού να ήνε, διότι δεν είναι ομπλιγάδοι, μήτε σολδάδοι πλερωμένοι να πέρνουν την ρεσίνια αφεντικήν, να τους τραβήξουνε εις σε ρόλο, μόνον να ήνε σούδιτοι και ελεύθεροι, και ει δεν τους αρέση ο Βενετζιάνος, πάνε οπού τους φαίνεται, με τον Σπάνια, η με τον Τούρκο, και δια τούτο δεν χρειαζότουνα να γένη εις του λόγου τους τέτοια υπηρεσία, και τον είχαν εις εντροπή μεγάλη, και το πως οι άρχοντες δεν τον έκαναν με άλλο τέλος, παρά δια ναν τους βάλλουν εις την υποταγήν τους, ωσάν τους ξεχωρίταις, δια να τους σέρνουν οπού και αν θέλουν εις σε πόλεμο και εις δούλεψι, και εις πάσαν άλλην υπόθεσι, και έτερα άλλα περίσσια άπρεπα και ψέματα, οπού εμετριότανε, και έπεσε όλο το κατάβαρο εις τους άρχοντας το πως να ήνε αιτία τους και η βουλή να γίνουνται ετούτα τα καμώματα. Έπειτα εκατέβηκαν εις την χώρα με πολύ θυμό και σκληροσύνη σμίγονται με τους επιλοίπους του λαού, κάνοντα το ένα τους εναντίον των αρχόντων, λέγοντας και φοβερίζοντάς τους, ότι ναν τους σκοτώσουν, και ετούτο δίχως φταίσιμο κανένα, μήτε είχανε αφορμή και δίκαιο κανένα να παραπονούνται από αυτούς. Διότι αν ηθέλανε γραφτη κι όλας εις το χαρτί το αυθεντικό, δεν τους έφερνε καμμία ζημία, μήτε κανένα βλάψιμο, μήτε εντροπή και μήτε ποτέ από τους συνδίχους ελογιάσθη τέτοια δουλιά. Εξόχως έγινε καθώς προείπα προτήτερα, από γνώμη και βουλή του άνωθεν κόντε Πορτζένιγου του γουβερναδόρου, και η ορδίνια η αυθεντική, οπού εδόθη κατά την θύμησιν εις το σενάτο. Και ετούτο ήτον με πάσα δίκαιον να γένη, διότι δεν τους έδιδε ζημία καμμία, αμή ήταν θέλησιν θεού, ως άνωθεν είπα, και μας ωργίστη δια να καταφρονεθούμεν από τους κατωτέρους μας, ως έγινε κι όλας.

Το κατάβαρο ετούτο περίσσια επλήθυνε εις τον λαόν και ενάντιο των αρχόντων. Και ετούτο, διατί δεν ημπορούσανε να ξεθυμάνουν με το αφεντικό, ερρίξανε το βάρος των αρχόντωνε, και από ημέρα την ημέρα εσκληρυνότανε η καρδίαι του ενού και αλλουνού μέρους εις περισσότερη θλίψη και θυμό, διότι ο λαός επήγαινε καταφρονώντας και βρίζωντας φανερά και κατά πολλά άσκημα τους άρχοντας και φοβερίζοντάς τους. Και εκείνοι γροικώντας τους περίσσια εσκληρευόντανε η καρδία τους εις αυτούς δια την πολύτητα του λαού, και οι άρχοντες ήσαν ολίγοι, έως τριακόσιοι, μάλιστα και σκορπισμένοι εις σε περισσούς τόπους της χώρας. Οπού αν ήθελεν είσται ανταμωμένοι ήθελαν συνέβη περίσσια φονικά, και περισσότερα σκάνδαλα. Αμή δια να μην τους δίδη χέρι ο τρόπος, ήτανε χρεία ότι όλα ναν τα υπομένουν με το στανιόν τους, έχοντας ελπίδα, ότι η δικαιοσύνη ναν τους ξεδικηώση και να τους παιδέψη, ως πταίσαις. Και δεν ηθελήσανε καμμία λογής να περάσουνε πλέον δια να γραφθούνε, ως ήταν η θέλησις και οδρινία η αυθεντική.

Ο πρεβεδούρος βλέπωντας την άπρεπην τάξιν του λαού ετούτου, και ολίγην υποταγήν οπού έδιδε εις αυθεντικαίς ορδινίαις, και το πως δίχως καμμία αιτία δίκαιου αποτζιπωθήκανε εις τον τρόπον ετούτον, οπού περίσσια του εκακοφάνη και κατά πολλά εθυμώθη λέγωντας, ότι να γράψη εις σε ενάντιό τους εις την Βενετίαν δια να παιδευθούν κατά πολλά, ως τους πρέπει.

Εις τον καιρόν ετούτον ευρέθη εις την Ζάκυνθο ο εκλαμπρότατος αυθέντης Αντώνιος Τζιβράν κομεσάριος, ο οποίος ήλθε δια να μαζώξη τα χρέγια τα αφεντικά, και εθαυμαζότουνα περίσσια εις την μεγάλην απρέπειαν και αποτζιποσύνην του λαού ετούτου, αδημόνησε κατά πολλά προς σε δαύτους, λέγωντας, ότι αν ήθελε έχει εξουσία καταπάνου τους την ώρα εκείνη ήξευρε το τι ήτανε πρεπούμενο να κάμη εις αυτούς, δια ταις άπρεπαις αντάραις όπου έκαμναν. Και ο πρεβεδούρος οπού έλεγε να γράψη εις την Βενετία εναντίον τους δια να τους παιδεύση κατά πολλά, δεν το έκαμε. Διότι γροικώντας το ο λαός εφοβήθηκε και ελογίαζαν ότι συντορνευσίσουν όλοι ανάμεσόν τους να μαζώξουν τορνέσια περισσά να δώσουν μία καλή πλερωμή του πρεβεδούρου ομοίως και τζη πρεβεδούρας δια ναν την τραβήξουν εις τα θελήματά του, και να καταπραΰνουν την οργήν του εναντίο τους, και να εύρουν γιάτρεμα εις τα φθαισίματά τους, και εναντίον των αρχόντων να γυρίση, ωσάν το έκαμαν λογιάζοντας να ρίξουνε το κατάβαρο εις σε δαύτους δια να γλυτώσουν την παίδευσι. Και από τα άσπρα ετούτα οπού εμάζωξαν εκράτησαν απ’ αυτά και οι καπουριόνοι μία καλή σούμα. Αμή ο πρεβεδούρος τέτοιαν γνώμη δεν την είχε. Μόνον η αρχόντισσά του, οπού τον ώριζε, τον εσύμπεσε, διότι, ως είπα, εχάρισαν και εις αυτήν 500 ρεάλια και του πρεβεδέρου χίλια. Ως έκαμε η Ευα με τον Αδάμ και έφαγε το ξύλον της παραδείσου εναντίον της θελήσεως του Θεού, αμή ύστερα το εμετάνωσε ο Αδάμ. Εις τέτοιον τρόπον το έπαθε και ο πρεβεδούρος ετούτος με την γυναίκα του, ο οποίος δια την λαιμαργίαν ετούτην επήγε κακήν κακού, και απόθανε εις την Βενετία από το φαρμάκι του εις το Πρεζεντάδο οπού ευρισκότουνα δια την υπόθεσιν ετούτην εις μίαν φυλακήν. Ακόμη εδώσανε και άλλα εκατό ρεάλια ενού ανθρώπου του σπιτιού του άνωθεν πρεβεδούρου, του οποίου ο λόγος επέρνα κατά πολλά εις τον αφέντη, ονομαζόμενος Γερόλυμος, ήταν και καπετάνιος. Και τα δόσια ετούτα έκαμαν τον αυτόν πρεβεδούρον και εγύρισε παρευθύς με τον λαόν. Και εκεί οπού οι άρχοντες εκαρτερούσαν την βοήθειάν του και την δικαιοσύνην του, τους έδιδε άδικο και το πως το πταίσιμο είνε από αιτία εδική τους. Και με τον τρόπον ετούτον επροσπάθει να φτιάση τα πταισίματα του λαού, και να μείνουν οι άρχοντες με την ανυποληψίαν και ατιμία από τον λαόν. Όμως οι άρχοντες, βλέποντες και γροικώντας τα λόγια ετούτα και το πως ο πρεβεδούρος εγύρισε εις βοήθειαν του λαού παρρησία, το εθαυμαχτήκανε και το επικραθήκανε βλέποντας την αμετρίαν του και την αγνωσύνην του αυτού πρεβεδούρου. Πράγμα οπού δεν το εκαρτερούσαν, και δεν ήξευραν δια ποίαν αιτία ο αφέντης ετούτος έπεσε εις τέτοιο μεγάλο σφάλμα. Παντού υστέρου εμάθανε όλα τα γενόμενα, και το εθαυμαζότουνα περίσσια, και επροσπαθήσανε με πάσα εύμορον τρόπον δια να τον συμπέσουν από τον κακόν και άπρεπον λογισμόν, οπού είχε και έβαλλε εναντίον του δίκιου. Όμως δεν ήτον βολετός να αγροικήση και να καταπραΰνη, διότι του εκακοφαινότανε να στρέψη τα άσπρα οπίσω, τα οποία τον εξεγκούμπησαν και του επήραν την τιμήν του, παντού ύστερον θέλομεν διηγηθή παρεμπρός. Ας έλθωμε εις το προκείμενον μίλημα.

Βλέποντας το λοιπόν οι άρχοντες την γνώμην του πρεβεδούρου ετούτην την απρεπήν και αμέτρητην, οπού έπιασε και δεν ήθελε να συμπέση, εσυντρέξανε εις τον άνωθεν αφέντη Τζιβράν τον κομεσάριον δια να εύρουν δικαιοσύνην εις τοσούτον παράπονο και δίκαιο οπού είχαν , διηγούντας του τα πάθη τους και τα παραπονέματά τους, οπού είχαν με τον πρεβεδόρο, δια να ήναι μαρτυρία πάσα καιρόν χρεία εις το τοσούτο δίκαιο, διότι αν ο πρεβεδούρος γράψη εναντίο τους και εισέ βοήθειαν του λαού, να σερβέρη δια μάρτυρας, ως εκείνος οπού είδε τα πάντα όλα. Και το πως θέλουν να κάμουν αμπασαρία και θέλουν τον γυρέψει δια κριτήν τους δια να κρίνη την υπόθεσιν, ως εκείνος οπού είδε τα πάντα όλα, διότι καλλίτερον κριτήν απ’ αύτον δεν ημπορούσαν να εύρουν. Και γροικώντας ο αυθέντης ετούτος την βουλή οπού έπιασε ο πρεβεδούρος κατά πολλά εθαύμαξε και εθυμώθη προς εδαύτονε. Και δια την αφορμήν ετούτην ωχτρεφτήκανε οι ποπολάροι με τους άρχοντας κατά πολλά περισσότερο από την πρώτη φορά.

Εις το μέσον ετούτο ο λαός εσυμβουλευτήκανε καθημερινώς εναντίον των αρχόντων με τι τρόπον έχουν να κυβερνηθούν δια να εύρουν αιτία δια να ρίξουν όλα τα κατάβαρα εις του λόγου τους, και να λυτρωθούνε ατοί τους από τα σφάλματά τους, και να κρύψουν ταις απρεπείαις τους. Ηύρηκαν μίαν μέθοδο και αβανία, ότι πως ο Σιν. Γιούλιος ο Πανάρετος, ένας από τους εδικούς μας άρχοντες, εμπήκε εισέ μιας φτωχής σπίτι και επροσπάθησε να κάμη με δαύτηνε με δυναστικόν τρόπον, εναντίον της θελήσεώς της, δια το οποίον πράγμα η δικαιοσύνη τον έπιασε και τον κράτησε εις το κάτεργο εισέ φυλάξι και καλή κουστοδία. Όμως μετά καιρόν ελυτρώθη από την αβανίαν ετούτη, γνωρίζοντάς τονε η δικαιοσύνη άφταιστον, και φανερά εγνωρίσθη πως ήτανε αδικημένος. Η οποία γυναίκα ήτανε κατατρεμένη, ήτανε και προτήτερα αμαρτωλή, και Κρητικιά. Ο άνδρας της ωνομαζότουνα ο Εξηδάχτυλος, πτωχός. Και εις ετούτη την αμαρτωλή ευρήκανε πάτημα δια να σκεπάσουν την απρέπεια τους, επειδή και άλλο δεν ευρήκανε. Μονοντούτο οπού επερπατούσανε λέγοντες περίσσιαις συκοφαντίαις και αβανιαίς των αρχόντων το πως εκάμανε ενού και αλλουνού ποπολάρου, και το πως περίσσιοι επήγαιναν και εκατηγορούσαν τα σπίτια τους, και έπερνον το πράγμα τους με το στανιό. Όμως κανένα από ετούτα δεν ημπόρεσαν να δείξουν της δικαιοσύνης, επειδή κανένα δεν ήτον αληθινό, μόνον εκείνο του Πανάρετου, και μήτε εκείνο ήτον αληθινό, ως είπα, διότι εκείνος, ως φρόνιμος οπού ήταν, δεν επήγαινε να κάμη ένα πράγμα, ωσάν εκείνο το άπρεπο. Επειδή ημπόρειε να το κάμη κρυφά, χωρίς να αγροικηθή, διότι ο τρόπος του εβόλειε να το κάμη, ως ήτανε η όρεξίς του, ως φανερά το ηξεύραμε όλοι πως ήτον αμαρτωλή, και δεν είχε καμμία δυσκολία. Και εις τούτον τον καιρόν ελογιάσανε να ψηφίσουνε και τέσσερους κουμέσους του λαού από τους πρώτους τους, οι οποίοι να ήνε χρεώσταις να γυρεύουν τα δικαιώματά τους, και ετούτο οι ίδιοι ανάγκαζαν να τους κάμουν δια να τους τρώνε διότι είχανε περίσσιο διάφορο αντάμος με τους καπουριόνους από όλον τον λαόν. Οι οποίοι ήταν ο Γεώργιος Χριστόδουλος Χιόνης Κορφιάτης, αμή κατοικούμενος εις την Ζάκυνθο, Τζάνες Ρούσσος πραγματευτής, και Μάρκος Πιανίν. Τούτος ήτον Φράγκος, διότι και ο πατέρας ήταν και εκείνος Φράγκος και ξένος και εις την Ζάκυνθο επαιδεύτη. Και καπουριόνοι ήτον, οπού εσέρναν τον λαόν εις το κακό, εναντίον των αρχόντων, διότι με τον τρόπο ετούτο ευρίσκανε να διαφορένουνε με ταις πλάταις των πολλώνε, και με τούτο πολλοί να κάνουν το παλλικάρι με λόγια άπρεπα και σκανδαλοποιά, και δια τούτο τους απάντα να κρατούν τον λαόν συγχισμένον. Και ήτον πρώτος μεν ο Γιάννης ο Βοτάνης, Ανδρέας και Πιέρος αδελφοί Δροσίδαις, λεγόμενοι Σπυρίδαις, διότι τον πατέρα τους τον έλεγαν Σπυρί, και αν δεν τους ειπούν το Σπυρί δεν τους βρίσκουν. Η τέχνη τους είνε τσαγγάριδες, και ο Βοτάνης είνε γεωργός. Νικολέτος Αμπράμος ράφτης και Χριστόδουλος Τζίμας, λεγόμενος Κουτζομύτης, τσαγγάρης και κακόγλωσσις, οπού δια την κακήν και αναθεματισμένην του γλώσσα του έκοψαν την μύτην δια να γνωρίζεται. Αγκαλά και δεν ήτον καλός εις τα άρματα, ωσάν και τους άλλους, εβοήθα με την γλώσσαν του την φαρμακερήν και άπρεπη, τον οποίον η χώρα όλη τον εκράτειε δια κακόγλωσσον κατά πολλά. Ετούτος ήταν το άγιον του διαβόλου, και εδασκάλευε τους ποπολάρους καθημερινώς, ωσάν ο δάσκαλος τα παιδιά εις το σκόλιο, εναντίον των αρχόντων, εις τρόπον οπού τους επαρακίνα να κάμουν περισσότερα σκάνδαλα από το ότι είχανε όρεξι. Αγάπα περίσσια να βλέπη ανακατώματα, σύγχυσαις και συμφοραίς εις την χώρα, διότι τότε εκείνος εχαιρότουνα κατά πολλά. Εμοίαζε όμοια του Τιμώνου του Αθηναίου εις την αναθεματισμένην φύσιν, ο οποίος, ήτον εχθρός της ανθρώπινης φύσεως, και οπότε αγροίκα σκάνδαλα και σύγχυσαις και βάσανα εις την χώρα, τότες έστεκε χαρούμενος και με καλήν καρδίαν. Την ομοίαν φύσιν είχε και ετούτος ο αναθεματισμένος και τρισκατάρατος, τα πλέον κακά παρά από τους άλλους. Και εφέρνανε τους άρχοντας εις ένα τρόπο, ότι εστέκανε τιμωρισμένοι χειρότερα από τους Εβραίους, και δεν ετρόμασαν να ειπούν τίβοτις, στέκοντας με μεγάλην ταπεινοσύνην και τιμωρίαν, διατί δεν ήτον δικαιοσύνη εις αυτούς, δια τούτο έβριζαν και έπαψαν μετ’ εμάς.

Ακόμα επίασαν και δι’ αβουκάτον έναν φράγγον, οπώστεκε εις το κάστρο, ονομαζόμενος Πιέρος Δαλάκλιβα, ήτον καλός εις την αβοκατοσύνην. Ετούτος ήτον από την Βενετίαν μπάσταρδος ενού δουλευτή του αυθεντός του. Ο οποίος του πατέρας προτήτερα ήτον εις το οφίτζιο ονομαζόμενο δελάκβε, και όσοι εις το οφίτζιο τούτο γράφονται δια να δουλεύουσι είνε ωσάν να ήνε οι φαντάδες, ήγουν οφιτζιάλοι αφεντικοί, και αγκαλά και δεν πιάνουνε ανθρώπους κάνουν έτεραις υπηρεσίαις του λαού της χώρας, ωσάν να ορίζουνε τους ανθρώπους να έρχουνται εις την κρίσιν, ομοίως και να αμαχεύουν, και έτεραις άλλαις ομοίαις τάξεις. Έπειτα με τον καιρόν εβγήκε από το οφίτζιο ετούτο και μπήκε δούλος του άνωθεν αφεντός, ως άνωθεν είπα και από το οφίτζιο δελεάκβε επήρε το όνομα και ωνομάστη Δαλάκβιλα. Ετούτος βλέπωντες το πως από όλον τον λαόν ήταν αγαπημένος και διαφεντεμένος εις πάσα του υπηρεσία είχε και μεγάλο κέρδος. Και με τούτη τη στράτα εκέρδεσε πολλά τορνέσια και έβγαλε όλα του τα χρέγια, διότι ήτον πτωχός και δεν είχε που την κεφαλήν κλίνη. Διότι ο πατέρας του τον εδίωξε δια ταις κακαίς του πράξεις και γνώμαις και όντας απέθανε ο πατέρας του ότι του ηύρε το έπαιξε στα χαρτία, και μην έχοντας με τι να ζήση ήλθε εις την Ζάκυνθο δουλευτής αλλουνού Φράγγου και εκεί έμεινε, όντας τον έβαλε εις την φυλακήν ο σινιόρ Τζώρτζης ο Φραντζής, ονομαζόμενος Μπρουζάδος, πραγματευτής δια ένα ήμισυ ριάλι και άσπρα δεκατέσσερα οπού του εδάνεισε δια να πορευτή και δεν είχε να του το δώση. Και ετούτο το έκαμε, διότι ήβλεπε και ότι εξεδούλευε εις την καντζελαρία όλα τα έπαιξε. Εις την καντζελαρία τον εβάλλανε με το μέσο των Φράγκων δια να μην πάγη του κακού, ως εις την καντζελαρία της Ζάκυνθος φαίνεται η αυτή του ρετεντζιό. Και μην έχωντας τον μόδο να τον πλερώση να έβγη από την φυλακήν, οπού δια την αφορμήν ετούτην εστάθη εκεί έναν μήνα, εσυντορνεύσανε οι Φράγγοι και τον έβγαλαν από την φυλακήν, και του εμαζώξανε πέντε κάρτα και τα εδώσανε δια τα χρέη του του Φραντζή, και εκείνος του εχάρισε τα επίλοιπα, και τότες εβγήκε. Εις την Ζάκυνθο επαντρεύθη και επήρε μία χήρα δια γυναίκα του. Ετούτην την είχαν παντρεμένην προτήτερα με τον Μπουλδού, ήταν και αυτός Φράγγος, με τον οποίον εγέννησε δύο παιδία, ένα αρσενικό, και το άλλο θηλυκό. Το αρσενικό ωνομαζότουνα Μαρκαντώνιος Μπολδούς, κακής φύσεως άνθρωπος, και ετούτος έκαμε πολλαίς σύγχυσαις εις τον καιρόν του, και περίσσια κακά, και ποτέ δεν εσύντρεχε εις καλό, μόνον πάντα του σκάνδαλα και ανακατώματα έκαμε και παντού υστέρου έδωσε θάνατον κακό, και τον εσκότωσε ο αδελφός του, ως άνωθεν θέλομεν το ξεκαθαρίσει. Και εβγήκε και αυτός από το πρόσωπο της γης και επήγε εις το ανάθεμα. Ύστερα επανδρεύθη ετούτη η Πουλδίνα και επήρε τον άνωθεν Άκβιλα, και ετούτη δαμάκι τον εσύμπεσε με την εσοδία τζη, και τότε εβάλθη εις την στράτα της αβοκατοσύνης, και μετά καιρόν έγινε άξιος. Ετούτη η γυναίκα του ήτανε μάισσα κατά πολλά, και με δαύτονε έκαμε δύο παιδία, ένα αρσενικό, και το άλλο θηλυκό. Το αρσενικό εσκότωσε τον πρώτον του αδελφόν, τον άνωθεν Μαρκαντώνιον, τον Πουλδού, ως άνωθεν είπα, δια τον οποίον φόνο και δια έτερα κακά, οπού έκανε, η δικαιοσύνη τον επανδίρισε και πηγαίνωντας εις την Πόλιν δια σκλάβος, απέθανε εισέ πενιτεία και δυστυχία μεγάλη εις ένα αχερόσπιτο, και έδωσε τέλος εισέ τη κακή του ζωήν, ως υιός του διαβόλου, ωσάν αγγείο της κατάρας του Θεού. Και ετούτος, διατί η μάνα του με τα μαγικά τα εγέννα, ήτανε νέος έως δέκα ’φτα η δεκοχτώ χρονών. Ακόμη ετούτος περίσσιαις φοραίς εκόντεψε να σκοτώση και τον πατέρα του, και εις άλλο δεν ήταν η έννοιά του, παρά να εργάζεται εισέ κακά και αν ήθελε ζήσει, ήθελε κάμει περίσσιαι ανακατώματα, αμή ο αφέντης ο Θεός τον αγουρόκοψε. Και η θυγατέρα της ακόμα, οπού είχε με τον Μπουλδού τον πρώτον της άνδρα, εφαρμακέσθη μονάχη της και έδωσε και αυτή κακόν θάνατον από σισπεραροσύνην της. Και αυτός ο Άκβιλας πάλαι παντού υστέρου απέθανε και εκείνος εις την Βενετίαν, και το σπίτι του επήγε κακήν κακού, και ετούτο από θέλησι θεού, διότι εκείνο οπού εγνωμιαζότουνα να κάμη αδίκως των αλλωνών, ο Θεός το έκαμε εις δαύτονε. Και μετά τον θάνατον ετουτουνού του αναθεματισμένου άνθρωπου εσιωπήσανε περίσσια σκάνδαλα και περρίσια κακά, οπού ήθελαν συνέβη, και δεν εγίνηκαν, χάρις του αιωνίου Θεού και της υπερευλογημένης Θεοτόκου, και πάντων των αγίων. Και η άλλη θηλυκή επήγε εις καλό, διότι εκείνη μόνον απ’ όλα τα παιδιά οπού έκαμε η γυναίκα ετούτη, ευγήκε εισέ καλό και εις πράξαις αγαθαίς και τίμιαις.

Ομοίως εξωλόθρεψε ακόμα ο αυθέντης ο Θεός και όλους τους κουμέσους, ομοίως και τους καπουριόνους, ακόμα και ετέρους κακόγνωμους ανθρώπους του λαού ετούτου, οπού ήσαν η αιτία και η ανάγκασι των σκανδάλων ετούτων, διότι αδίκως επαρακινηθήκανε εναντίον των αρχόντων. Δια τούτο και ο Θεός τους εξωλόθρεψε και επήγαν τα σπίτια τους κακήν κακού, ως φανερά το είδαμε εις το πρόσωπόν μας.

Το λοιπόν με ετούτη τη πλάτη και θάρρος ο λαός επήγε απάνω των αρχόντων του και ήταν η αιτία και όλαις αι καλαίς ορδίνιαις του νησιού περί της κυβερνήσεως του λαού εχανότανε και δεν ταις έκαναν, διότι ο πάσα εις επούλειε το ότι του εφαινότανε κατά πως του άρεσε εις την πούλησιν, χωρίς να πέρνη στίμα από τον τζιταδούρον, ως γίνεται εις πάσα χώρα. Και ετούτο έδιδε μεγάλην ζημίαν ολωνών, και αγκαλά την ελαβαίνανε όλοι τους, μολονετούτο, δια να μας κάνουν δεσπέτο, έμειναν ευχαριστημένοι να την έχουν και εκείνοι. Το όμοιον έκαναν και εισέ έτεραις δουλιαίς και τάξαις του τόπου, όπου ήταν εις τιμήν και δόξαν ολωνών των ανθρώπων, διότι περίσσια το επήρανε απάνου τους, διότι η δικαιοσύνη δεν τους επαίδευε και την καταφρονούσαν και φόβο κανένα δεν είχαν από τινάν. Και δια πλέον βεβαιοσύνην της αλήθειας εις όσα εδιηγήθηκα δια τον λαόν ετούτον το πως υπερηφανεύθη τόσον πολλά εις τρόπον οπού άνθρωπον κανένα δεν εψηφούσαν, δια το οποίον θέλω διηγηθή, οπού εις τον καιρόν ετούτον εσυνέβη εις ένα πρεβεδούρον, οπού ήλθε δια την κυβέρνησιν του λαού ετούτου, ονομαζόμενος Γερόλυμος Πέμπτος. Το τι ανυποληψία του λαού! Ετούτος ο αφέντης εκράτησε όλον τον καιρόν της κυβερνήσεώς του πλέον λογαριασμόν από τους ποπολάρους, παρά δια τους άρχοντας. Των οποίων ποπολάρων έκαμε περίσσιαις χάραις και ετίμα πολλά αυτούς, με το ναν τους κράζη το συχνό να τρώνε εις το τραπέζι του με δαύτονε. Όμως ότι χάρι και τιμήν των χοντρών ανθρώπων δεν το γνωρίζουνε, ομοίως και πάσαν άλλην καλοσύνην. Ετούτοι πάλε δια να του αντημέψουν μέρος από ταις χάραις και αγάπαις οπού ελαβαίνανε, δεν ηθέλησαν να του πλερωθούν το κουμέρκι εις όσα πράγματα έβγαλε και έπεμψε εις την Βενετίαν, διότι την χρονιάν εκείνην είχανε παρμένο οι ποπολάροι το δάτζιο της δουάνας. Και όταν έσωσε τον καιρόν του και ήλθε ο άλλος πρεβεδούρος εις τον τόπον του, ετούτοι οι ποπολάροι ήθελαν ναν τον κατεβάσουν από το κάστρο κάτου εις την χώραν με τιμή, ως είνε η συνήθεια του τόπου οπού οι άρχοντες κάνουν πολλών αφεντάδων, όταν ο λαός λαβαίνη καλήν κυβέρνησιν απ’ αυτούς. Δια το οποίον τους ευχαρίστησε κατά πολλά εις τέτοια καλοσύνη, οπού εις τον λόγου του είχαν βουλή να κάμουν. Αμή διατί εγνώριζε, ότι η τιμή των ποπολάρων δεν ημπορείε να τον ωφελήση, ωσάν εκείνη οπού ήθελε λάβη από τους άρχοντας, όποτε εκείνοι ήθελαν να του κάμουν, δια τούτο έβαλε και του επερικάλεσε ότι να του κάμουν ετούτην την καλοσύνην. Διότι δεν έπερνα καλή αγάπη αναμέσον τους, διότι εις όλον τον καιρόν της κυβέρνησίς του εστάθη πάντοτε ενάντιός τους, και εις ωφέλειαν των ποπολάρων. Μολοντούτο από περίσσιαις παρακάλεσαις οι άρχοντες υπεσχέθησαν να του κάμουν, λογαριάζοντας πως να έχη και την αγάπην του λαού εις έναν καιρόν, και έτζι οι άρχοντες τον εκατέβασαν με παρρησσίαν πολλήν. Των ποπολάρων εκακοφάνη, διατί ηθέλησε κάλλιον να λάβη τους άρχοντας παρά αυτούς. Δια τούτο εστάθησαν εις έναν τόπον της χώρας, εις το έξω μακελιό, εις την ενορίαν του Αγίου Παντελεήμονος, και εκεί τον εκαρτερούσαν οπού είχαν να τον απεράσουν, και στέκοντας κατ’ έμπροσθεν του προσώπου του και τον επερίπαιζαν λέγοντάς του λόγια αναμπαικτικά ωσάν να μην ήθελαν τον γνωρίζει, και να μην ήθελαν λάβη από τον αυτόν αφέντη καμμία τιμή και καλοσύνη, μόνον να τον είχαν εχθρόν, και μήτε τον εντράπηκαν. Και αφόντας τον επιθώσανε εις το σπίτι εκείνο, οπού ήτον ετοιμασμένο να κατοικήση, διότι τον εκατέβασαν με παρρησία επί θρόνου εις μία καθήκλα, ήλθον οι καπουριόνοι κατ’ έμπροσθεν του λαού ολουνού, οπού ήτον γιομάτο το παλάτι, και του λέγουν με τρόπον σκληρόν και αδιάντροπον δος μας τα άσπρα οπού μας χρεωστάς δια το κουμέρκι εις το πράγμα οπού εύγαλες και έπεμψες εις την Βενετία, αλλέως δεν θέλομεν σε αφήσει να ευγάλης τα ρούχα σου απεδώθε και ήξευρέ το! Και παρευθύς ευγήκαν από το παλάτι και επήγαν έξω, και όσοι ευρέθηκαν εκεί εις το πράγμα τούτο εφρίξανε εις τόσην αποτζιποσύνη, οπού είδον των ανθρώπων τούτων, και ο αφέντης έμεινεν ως νεκρός, και εκείνος τους απηλογήθη, ότι μετά χαράς να σας τα δώσω. Και όταν ηθέλησε να λάβη τα ρούχα του εις το καράβι δεν τ’ αφήσανε να τα βάλη ώστε οπού τους τα έδωκεν απάνω εις ένα άσπρο. Μάλιστα ηθέλησαν και περιπλέον ναν του ανοίξουν και ταις κασσέλαις του να ιδούν αν έχη μέσα κόντρα – πάντα, και δεν τ’ αφήσανε, πράγμα οπού έτερος άνθρωπος φαίνεταί μου ποτέ δεν ήθελε το κάμη εις τέτοιους αυθέντας. Αμή καλά να πάθη, και από τούτο ας λογιάση πάσα άνθρωπος το τι λογής καπνούς και λογισμούς είχον οι άνθρωποι ετούτοι.

Έκαμαν κονσέγιο εις τον καιρόν εκείνον οι άρχοντες και εψήφισαν δια αμπαδασαδόρον τον Σ. Μικέλη Φασόη τον άνωθεν σύνδιχον δια να υπάγη εις την Βενετίαν. Και πέρνωντας γραφαίς από τον αφέντη τον κομισάριον επήγε δια να γυρέψη τον ίδιον εδικόν του αμπασαδόρον, ο οποίος ήτον ο Αναστάσης ο Λοξός, καραβοκύρης των φριγάδων. Και όταν έφθασαν εις την Βενετίαν και οι δύω τα όσα επεθύμα πάσα ένας εζήτησαν της αφεντείας. Όμως έλαβε ο αμπασαδόρος των αρχόντων το ότι εζήτησε, ήγουν τον αφέντην τον Τζιβράν δια κριτή τους με άπασαν εξουσίαν και τον αποπήραν με μάνητα λέγοντές του το πως δεν έπρεπε να πάγη εμπρός τους με όνομα αμπασαδόρου, μόνον κουμέσος του λαού, διότι δεν τους πρέπει αυτουνώνε να δίδουν τέτοιον όνομα εκείνων οπού έρχονται να προσφέρουν ταις υπόθεσαίς τους, λέγωντάς των περιπλέον να στραφή οπίσω, διότι έδωσαν ορδινιά να κρίνη όλαις τους ταις διαφοραίς ο αφέντης ο Τζιβράς, και έτσι εστράφησαν και τα δύο μέρη. Αμή οι πολίται έλαβον μεγάλην ευχαρίστησιν, διατί έδωσαν την εξουσίαν του άνωθεν αφεντός δια να κρίνη την υπόθεσιν ταύτην, ως καθώς την απεθυμούσαν. Όμως ο αφέντης ετούτος εβάλθη εις ορδινίαν να το κάμη, και έτζι επρόσταξε τον λαόν ότι να ετοιμασθούν όλοι τους δια να απεράσουν κατ’ έμπροσθέν του δια να γράψη του πάσα ενός το όνομά του, ως ήτανε η γνώμη η αφεντική, και έτζι να υποταχθούνε εις πάσαν ταπείνωσιν και ειρήνην δια να σβύσουν τ’ απερασμένα τους φταισίματα, και να μην γένη αλλέως, διότι και θέλουν παιδευθή κατά πολλά, αμή άπασα φορά, οπού το κάμουν, ο πρέντζιπες θέλει λάβει ευχαρίστησιν και εκείνοι θέλει λυτρωθούν από τα κίνδυνα της παίδευσις. Μόλον ετούτο δεν ηθελήσανε να το κάμουν, μόνον επρόσταξε να γένη η ορδινιά της συμάζωξις ετούτης την αρχομένην Κυριακήν, και να συμμαζωκτούν όλοι εις τον Άμμον συμμά εις το σπίτι του άρχου του Δασκόνη, αλλέως και δεν το κάμουν θέλει τους παιδεύσει κακά και πικραμένα και θέλει εξολοθρεύσει πολλούς από αυτούς, οι οποίοι ήτον η αρχή του σκανδάλου τούτου.

Ήρθε η ημέρα εκείνη της Κυριακής, έπεμψε το κάτεργό του εις τον τόπον εκείνον, όπου ο λαός είχε να συμμαζωχθή δια να περάση εις το ρόλο, ήγουν δια να γραφτούνε, και ετούτο δια πάσα ενάντιο οπού ημπόρειε να σηγείρη και να στέκεται εκεί και δια φύλαξίν του. Έπειτα επήγε και εκείνος εκεί με τους ανθρώπους, οπού είχε καμμία εξηνταρία Σκλαβούνους. Εμαζώχτηκε ο λαός όλος εις την απάνω μερία του Άμμου εις το πλάτωμα της Κυρίας της Φανερωμένης, οπού είνε ανάμεσα εις τα σπίτια εκείνα, τα οποία από τον γιαλό δεν φαίνονται, μήτε από το κάτεργο ξανοίγονται, δίδοντας λόγον του αφεντός με τους κουμέσους του το πως εσυμμαζωκτήκανε όλοι εκεί και το τι προστάζει να γένη. Τότες ο αφέντης είπε, ότι να τους δώσουν τ’ άρματα και μονετζίον δια να περάσουν αρματωμένοι από ’μπρός του. Και από ετούτο το έργο έπρεπε να λογιάσουν οι παρασκοτελεμένοι τόση καλοσύνη από τον αφέντη εκείνον, και έτσι παρευθύς έδωσαν του καθενός ένα αρκουμπούζο και μερικών πίκα, λογιάζωντας ο αφέντης ετούτος, ότι επειδή και εσυμμαζωκτήκανε να έχουν και την καλήν γνώμην να κάμουν την υποταγήν να περάσουν, ως του ετάξανε. Όμως αφόντης ελάβανε τ’ άρματα εις το χέρι και έτεραις ορδινιαίς του πολέμου και εδυναμώθησαν, του εμήνυσαν με τους ίδιους κουμέσους το πως δεν θέλουν καμμίας λογής να περάσουν, και ετούτο διατί εφοβηθήκανε δια το κάτεργο οπού ήφερε εκεί, δια να μην έχη γνώμην να διαλέξη όλους εκείνους οπού ήτανε η αιτία της ανακάτωσης ετούτης. Και αγροικώντας το ο αφέντης έμεινε εκστατικός και περίσσια μετανωμένος διατί τους έδωσε τ’ άρματα εις το χέρι και τους εδυνάμωσε , και εις τούτο έκαμε σφάλμα μεγάλο, αμή επλανήθη εις τα καλά λόγια, και εις τα τασίματα οπού του κάμανε οι κουμέσοι έμεινε περίσσια γελασμένος, και πολλά το επικράθη εις το γέλασμα ετούτο και εις την καταφρόνεση οπού του έκαμον. Εσηκώθη απ’ εκεί περίσσια πικραμένος και ήλθε εις το Φόρο με θυμό και οργή εναντίον τους, αμή το πλέον εις τους κουμέσους. Έπειτα εσηκώθει και το κάτεργο από εκεί και επήγεν εις το Μόλο. Ακλουθήσανέ τον και οι κουμέσοι δια την καλήν τάξιν, ότι ημπορούσαν να κάμουν αλλέως παρά να τον ακλουθήσουν, λογιάζοντας να του δώσουν απόγνωσιν εις τα άπρεπά τους καμώματα, αμή εκείνος ο φρόνιμος αφέντης εγνώριζε τα πάντα όλα πούθεν επαρακινώνταν, αμή δεν το έδειχνε ακόμη. Τον ακολούθησαν και εξ οκτώ άρχοντες, διότι οι επίλοιποι δεν επήγαν δια να μην δώσουν περισσότερον σκάνδαλον, και ότι έσωσε εις τον Φόρον και εμάκρυνε από τον λαόν εσηκώθη και έπιασε με τα ίδια του χέρια ο ίδιος αφέντης τους αυτούς κομέσους από την τραχηλιά με θυμόν μεγάλον και λέγωντας των ανθρώπων του, σιγουράρετέ μου τους ετούτους τους καλούς και επάρετέ τους μέσα εις το κάτεργο. Και έτζι εν τω άμα τους έπιασαν και τους επήραν και τους τρεις εις το κάτεργο, ήγουν τον Μάρκο Γισκή, τον Χριστόδουλον Λιόν, και τον Τζόρτζη Ρούσσον, διότι ο Ζωναράς εκαμώθη το πως είχε χρεία να κάμη εις το σπίτι και επήγε, αμή δεν εγύρισε, και δεν ευρέθη εκεί, διότι ως πονηρός ελογίασε ότι η εργασίαις τους ήτον δια να παιδευτούν και δια τούτο επαραμέρισε τον κίνδυνον του θανάτου, το οποίον ο νους του το προφήτευε το πως είχε να το πάθη, και καλά το εργάσθη. Και αφόντις τους επήγον εις το κάτεργο εμβήκε και ο αφέντης μέσα εις αυτό, και παρευθύς εσηκώθη, και ευγήκε έξω και επήγε προς τα μέρη του Κρύου Νερού, αντικρύτα της χώρας, δια να τους φουρκίση κατέμπροσθεν του προσώπου ολουνού του λαού, εκαλάρισε και την αντέναν, ορδίνιασε και εκρέμασαν τα σκινιά, έπεμψε και επήρε τον ευλαβέστατον πρωτοπαπά τον Σοβραμάσαρον δια να τους πνευματέψη, ήτον την ώραν εκείνην εφημέριος της Αγίας Τριάδος εις την χώραν, αντίκρυτα εκεί οπού άραξε. Και την ώραν εκείνην οπού τους έπιασε εδόθη ο λόγος του λαού έξω εις την Φανερωμένην, οπού τους ακαρτερούσαν εκεί να πάνε οι αυτοί κουμέσοι δια να τους φέρουν λόγον το πως απεφασίσθη εις αυτούς. Όμως τους έφεραν τα μαντάτα το πως ο αφέντης ο κουμεσάριος τους έπιασε και τους επήρε με το κάτεργο δια ναν τους φουρκίση, και παρευθύς έδραμον με σπουδήν μεγάλην και εσκόρπισαν από τους ρεπάρους της χώρας, ήγουν εις την περιοχήν της θαλάσσης, και αντίκρυτα του κατέργου, ήγουν εις το Φλαρόμολο, και απεκεί τους έσυραν περίσσιαις αρκουμπουζίαις του κατέργου εναντίον του αφεντός του κουμεσάριου δια να τον βλάψουν, το οποίον δεν ήτον ακόμη αραμένο. Ελάβωσαν και δύο ανθρώπους απ’ αυτό, δίδοντάς του φάσκελα και λέγοντάς του με φωνή δυνατή, - κερατά ξεχασμένε δεν θέλωμεν πλέον να ήμασθε σούδιτοί σας, μόνον θέλομεν τον Σπανιά, ή με τον Τούρκο καλλήτερα παρά με σας τους σκύλους, - σέρνωντάς του το συχνό αρκουμπουζίαις. Τότε εγύρισε το κάτεργο με την πλώρη και έσυρέ τους δύο λουμπαρδίαις με την πάλα δια να τους σκιάξη να φύγουν δια να μην σκοτώσουν τους ανθρώπους του κατέργου, αμή έσυρε και επήγαν η μπάλαις ψηλά εις τα βουνά του Αγίου Νικολάου του Χρυσαπλεύρη, και εν τω άμα ετρούπωσαν όλοι τους οπίσω από τα σπίτια με φόβον πολύν. Και έτζι έφυγαν όλοι τους και ευβγήκαν από τους ρεπάρους της περιθαλασσίας και εφυλάχθησαν εις το Φόρο και εκεί έκαμαν συμμάζωξη.

Είχε αλησμονήσει την ώρα εκείνην ο αφέντης ο Τζιβράς ο κριτής ετούτος να πάρη τα παιδία του οπού ευρισκόντανε εις το μοναστήρι το φράγκικο ονομαζόμενο Σάντα Μαρία, έπεμψε τον κόπανο του κατέργου να τα σηκώση απ’ εκεί με τον καπετάνιον του Σκλαβούνον, και το κάτεργο έστεκε εκεί αντικρυτά του μοναστηρίου δια ναν τα περιλάβη, διότι οι ποπολάροι δεν το ηξεύρανε, διατί αν τα ήθελαν πιάσει με εκείνα ηθέλανε ξαγοράσει τους κουμέσους στανικώς του με μεγάλην του εντροπήν και καταφρόνεσιν. Αμή μην ηξεύροντας το οι Σκλαβούνοι ηύρηκαν την στράτα ανεμπόδιστη και τα εγλύτωσαν από εκει με σπουδή μεγάλη, τα οποία ήσαν μικρά έως επτά οκτώ χρονών ένα με τ’ άλλο, και τα έμβασαν εις την βάρκα. Και πηγαίνοντες εις το κάτεργο, το έμαθαν την ώραν εκείνην οι ποπολάροι και με θυμόν μεγάλον ετρέξανε να τα πάρουνε, και βλέποντας πως τα είχαν αποκομμένα και πάνε μισοστρατής του κατέργου τα έβαλαν χερικό αρκουμβουζίαις δια να τα σκοτώσουν, αμή ο Θεός εβοήθησε και κανένα δεν εβλάπτη και εγλυτώσανε και εμβήκανε εις το κάτεργο και φοβιζάμενος ο λαός να μην τους μετασύρη με το κανόνι και τους σκοτώση, ευγήκαν από εκεί και εστράφησαν εις το Φόρον με σπουδή και ραθυμία πολλή. Και εκεί άρχισαν να μαζόνουν ξύλα περισσά σωριάζοντάς τα δια να κάψουν τα σπίτια των αρχόντων, και έτζι επήγαν να δώσουν αρχή εις το σπίτι του Σ. Δε Σύλλα Σιγούρου δια να το κάψουν με όλην του την φαμελιάν την ώρα εκείνην. Αμή ο νοικοκύρης εκεί δεν ήτον και βλέποντας τα παιδιά του και η επίλοιπή του φαμελιά, οπού ήσαν μέσα, τους έπιασε η τρομάρα και αρχηνίσανε ταις φωναίς συντροφιασμέναις με το κλάψιμο εις τρόπον οπού την καρδίαν των ανθρώπων ερράιζαν την ώραν εκείνην και εις σε λύπησιν μεγάλην τον έφερναν. Αγροικώντες τους και περίσσιοι τζιταδίνοι από τον φόβον τους εφυλακτήκανε εις το κάστρο και εις τους κάμπους και άλλοι εις ετέρους τόπους δια να γλυτώσουν την ζωήν των.

Όμως βλέπωντας τα γινόμενα ταύτα ο εκλαμπρότατος αφέντης ο Σ. Χριστόφαλος ο Κανάλης άρχοντας της Βενετίας, τα περίσσια κακά οπού εκινδυνεύσανε να γείνουν εις την χώραν δια την υπόθεσιν ετούτην συντροφιασμένην με συμφοραίς και βάσανα μεγάλα, εδιαμετρήθη ότι να υπάγη να μιλήση του αφεντός του Τζιβρά να μη φουρκίση τους κουμέσους του λαού, διότι άπασα φορά οπού τέτοιο πράγμα κάμει έδιδε περισσότερην αιτίαν και αφορμή του λαού να σκληρευθή περισσότερον και να γένουν περίσσια φονικά και έτερα κακά, και θέλουν ξεδικηωθεί επταπλασίως, και θέλει σηγείρει πλέον κακό παρά ωφέλεια, ομοίως και έτερα δίκαια περίσσια οπού εις την υπόθεσιν ετούτην του επρόσφεραν, και ήτον χρειαστικά, διότι η δικαιοσύνη την ώραν εκείνην δεν ημπόρειε να ξεδικηωθεί εις αυτούς. Δια τούτο λοιπόν ήτανε πρεπούμενο να τους αφήση, και θέλει να έλθη ο λαός να τον προσκυνήση και να πάρουνε συμπάθειο εις το πταίσιμό τους. Και εις τρόπον ετούτον τα σκάνδαλα θέλουν ειρηνεύσει και η τιμή η αφεντική να μείνη εις τον τόπον της, διότι ο πρέντζιπες πάλι έχει καιρόν να κάμη ότι θέλει, και να τα ανταμείψη επταπλασίως του πάσα ενός, εις την ώρα εκείνην να τους αφήση. Και εν τω άμα επήγε εις το κάτεργο και ηύρε τον αφέντη τον κουμεσάριον και του εμίλησε εις τον άνωθεν τρόπον, το πως ήτανε πλέον καλήτερα να γένη έτζι παρά να δώση θάνατον των τριών ανθρώπων οπού δεν άξιζαν τίποτες, και έπειτα να σηγείρουν περισσότερα κακά παρά οπού αξίζουν εκείνοι. Έκαμε τον λαόν και εκατάπαυσε ώστε να φέρη απόκρισιν. Και γροικώντας το ο αφέντης ο κουμεσάριος ευχαριστήθη να το κάμη, και έτζι ελύτρωσε τους κουμέσους από τον θάνατον, και εστράφη πάλε με το κάτεργό του εις το Μόλο και ευγήκε όξω εις την εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου του Μόλου, και εκεί ήλθε ο λαός όλος και τον επροσκύνησε, και επήραν συμπάθειο εις τα πταισίματά τους και τους έστρεψε τους κουμέσους οπίσω ύγιους και άβλαβους, και ειρηνευτήκανε η δουλιαίς, και τα σκάνδαλα εσιώπησαν και εκαταπράϋνε τα πάντα όλα και έγινε μεγάλη χαρά εις όλους, και τα πράγματα απερνούσαν με ειρήνην και σιωπήν έως εις κάποιον καιρόν.

Αμή όταν οι κατώτεροι αρχινήσουν ν’ αποτζιπόνουνται τους μεγαλητέρους και χάσουν την υπόληψιν την προτήτερην οπού τους εκρατούσαν, δύσκολα είναι πλέον να γυρίσουν εις την προτήτερήν τους τάξιν. Μία βολά, λέγει ο χωρικός λόγος, επήρε το κουπί τους νερό, και ενοστίμισέ τους ο χορός της υπόθεσις ετούτης τον ακλουθούν, διότι είδον και τα πράγματα τους επήγαιναν καλά και τους άρεσε. Είχαν και οι καπουριόνοι και κουμέσοι διάφορο, και έστεκαν με παρρησία πολλή. Δεν ήτανε μαθημένοι να τα έχουν ετούτα. Και τους εκακοφαινόταν το λοιπόν να τα χάσουν, και δεν τους απήντα να σιωπηθούν η δουλιαίς, δια τούτο ήταν δύσκολο να τα λησμονήσουν και να τα καταπραΰνουν πλέον διατί το διάφορο δεν τους άφινε, έξω με μεγάλην παίδευσιν. Δια τούτο αρχίνησαν πάλι εις ολίγον καιρόν να στρατεύσουν τα πρωτά τους καμώματα, μάλιστα εκείνα και χειρότερα, διότι από ταις καρδίαις τους η εχθρεία. Και ετούτο δια να τους φέρη ο διάβολος εις ξεκουμπισμό, ως το επάθανε κ’ όλας αυτοί οι πρώτοι. Και όλο έβριζαν και εκαταφρονούσαν τους άρχοντας κ ατά πολλά, και οι άρχοντες, ως φρόνιμοι, εκαμόνουντα πως δεν ηξεύρουν τίποτας, έως να έλθη ο καιρός ναν τους τα ανταμείψουν επταπλασίως, και δια τούτο έστεκαν τιμωρημένοι ωσάν τους Εβραίους με σιωπήν και υπομονή μεγάλη, μάλιστα οι Εβραίοι εις τον καιρόν εκείνον είχαν περισσότερην εξουσίαν παρά τους άρχοντας. Και περιπλέον εις τον καιρόν εκείνον, ήθελε συνέβη και κανένας άρχοντας ήθελε έλθει εις σύγχισιν με κανέναν ποπολάρον, ως συμβαίνει περίσσιαις φοραίς εις το πλήθος του λαού, εσυμμαζονόντανε τριακόσιοι εις ενάντιον του αρχόντου και τον αποκλειούσαν εις το σπίτι του, και δεν ετρόμα να εύγη έξω έως να φτιασθούν η δουλιαίς τους με το μέσον ετέρων φίλων, και στενεμένος ο άρχοντας εσύγκλινε εις την αγάπην.

Μην ημπορώντας το λοιπόν πλέον οι αυτοί άρχοντες να υποφέρουν ταις περίσσιαις αποτζιπομάραις και άπρεπαις τάξαις του λαού ετούτου, οπού με τόση αγνωσία και άμετρην επαράκαναν παρά πολλά τα κακά τους, αποφασίσανε να πέμψουν αμπασαρία εις την Βενετίαν δια να πέμψουν έναν κριτή να τους παιδεύση, διότι εγίνηκαν ανυπόφοροι εις τόσαις τους άπρεπαις τάξαις, και να ειρηνεύσουν και τα πταισίματά τους, ότι πολλά κακά έκαναν, και δικαιοσύνην δεν εφοβούνταν, ως τα πάντα φαίνονται γραμμένα και ξεκαθαρισμένα εις το προτζέσο, οπού τους εφορμάρανε ο αφέντης ο Τζιβράς ο κουμεσάριος. Και έξω έκραξαν κονσέγιο και εψήφισαν δια αμπασαδόρον τον Σ. Ευστάθιον Γαρζόνη δια να ζητήσουν κριτή τον εκλαμπρότατον αφέντην Αντώνην Πιζάνη, ο οποίος εις τον καιρόν εκείνον ευρισκότουνα γκενεράλες των τριών νησίων του λεβάντε, ήγουν των Κορφών, Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου, ο οποίος να κάμη κάθε δικαιοσύνη οπού θέλει του φαντασθή εις αυτούς, και έτζι του έδωσαν κάθε εξουσίαν να κρίνη την υπόθεσιν καταπάνου του λαού ετούτου, και ετούτο έγινε κατά την ζήτησιν του άνωθεν αμπασαδόρου.

Εις τον καιρόν ετούτον επέμψανε και οι ποπολάροι έναν κουμέσον εις την Βενετίαν εις ενάντιον των αρχόντων δίδοντάς του ορδινίαν ότι να γυρεύση να έχουν και εκείνοι εξουσίαν να κάνουν έναν από τους εδικούς του εις άπασα οφίτζιο περί της κυβερνήσεως της χώρας και απάνω εις όλα του φοντέγιου του σιταριού, και ετούτο ωσάν ιντερεσάδοι, το οποίο έγινε δια βοήθεια ολουνού του λαού του νησίου, τόσον δια μεγάλους ωσάν και δια μικρούς, δια τούτο πρέπει το λοιπόν ότι και αυτοί οπού έχουνε ιντερέσο να βάνουν έναν εδικόν τους να κυβερνά και να βλέπη το δίκαιό τους, οπού είναι και περισσότεροι και να μην είναι μονάχοι οι άρχοντες. Και ο αμπαδασόρος των αρχόντων απηλογήθη, ότι επειδή και αυτοί γυρεύουν να έχουν τέτοιαν εξουσίαν, την ομοίαν ζήτησιν πρέπει να γυρεύουν και τα ξωχώρια οπού έχουν πλέον δίκαιον από λόγου τους, διότι εις πάσα χρεία του πρέντζιπε είναι πάντα έτοιμοι και πάντα πρόθυμοι εις την δούλευσίν του, και από του λόγου τους τους ποπολάρους δεν έχουν καμμίαν βοήθειαν. Ομοίως και έτεροι άνθρωποι πρέπει να γυρεύσουν να έχουν εξουσίαν, και εις τούτον τον τρόπον πρέπει να είναι περίσσιοι εξουσιαστάδες και κυβερνητάδες, και σύγχυσι πολλή και αντάραις δεν θέλουν λείψει πολλαίς. Αληθινά όλοι οι άνθρωποι απεθυμούν ταις δόξαις και τιμαίς και εξουσίαις, αμή δεν εμπορούν να ταις έχουν μόνον ο Θεός έδωσε ταις χάραις μερικών και ταις εξουσίαις, και οι κατώτεροι να ταις βλέπουν και να ταις τιμούν και να στέκωνται εις την υποταγήν των μεγαλητέρων και εξουσιαστάδων, κατά πως ο Θεός εμοίρασε τα πράγματα, και να στέκωνται εις την τάξιν τους, και όχι πάσα ’νου να δοθη να εξουσιάζη, να κάνη τον μεγάλον και τον άρχον και τον κυβερνητήν, χωρίς να του πρέπη, μόνον ο πάσα ένας να γνωρίζη τον εαυτόν του.

Ομοίως ακόμη εγύρευαν να κάμουν και έναν ποπολάρον τζεσταδούρον, και έτεραις άλλαις ζήτησαις πολλαίς και άπρεπαις εζητούσαν, η οποίαις επαρακινώντανε από περίσσια υπερηφάνεια οπού είχανε και από ολίγη γνώσιν τους, και δεν τους απάντα να στέκουνται, ως εστέκανε και οι πατέρες τους εις την τάξιν και υποταγήν, αμή ωσάν ευρεθήκανε ανεμπόδιστοι εις τα καμώματά τους, εψήλωσε ο νους τους εις περίσσιαις δουλιαίς λογιάζοντες το πως θέλουν ταις έχουν όλαις κατά την όρεξίν τους, και δια τούτο εζήτησαν πράγματα τα οποία δεν τους έστεκαν, μήτε τους επαρθένευαν να έχουν τέτοιαις εξουσίαις, μόνον να στέκωνται εις τον τρόπον εκείνον οπού εστέκανε και οι προπάτορές τους με τους άρχοντες. Όμως με τον καιρόν τα έχασαν όλα, διατί το επαράκαναν και κατά πως ατοί τους εκρατώντανε, έτζι ελόγιαζαν ναν τους έχουν και οι άλλοι άνθρωποι. Όμως η δικαιοσύνη τους έστρεψε με λόγια φοβεριστικά και να μην έχουν τέτοιους λογισμούς και να γυρεύουν την δουλιάν τους και να στέκωνται φρόνιμα ειρηνικά και καλά εις υποταγήν, ωσάν έστεκαν οι πατέρες τους όλον τον καιρόν τον απερασμένον, και έτζι εστράφη ο αυτός κουμέσος οπίσω εις την Ζάκυνθον από την Βενετίαν δίχως να λάβη κανένα από τα όσα εζήτησε, διότι δεν ήτανε ζητήματα πρεπούμενα, ότι δεν τους έπρεπαν ως άνωθεν είπα. Και αγροικώντας τα ο λαός εμπήκανε σε περίσσια τιμωρία.

Λεπειτα από ετούτο ήλθε ο αφέντης ο Πιζάνης ο γγενεράλες των τριών Νησίων δια να κάμη την υπόθεσιν του λαού κατά την προσταγήν του υψηλοτάτου Σενάτου οπού του ήλθε από την Βενετίαν, και εκεί οπού οι άρχοντες ήλπιζον να τον έχουν βοηθόν τους ωσάν εκείνοι οπού είναι από το μέρος του δικαίου, και ωσάν καλός κριτής να ήναι ενάντιος των απείθων και σκανδαλοποιών ανθρώπων ομού και ριμπέλων του πρέντζιπέ τους, εφάνη ενάντιος των αρχόντων κατά πολλά, και εις βοήθειαν των ποπολάρων, και εκεί οπού ήσαν πταίσταις και έπρεπε να μην φαίνωνται εις το πρόσωπον του κριτή μήτε εις το παλάτι να πηγαίνουν, μόλον τούτο αυτοί επήγαιναν θαρρετά ωσάν νοικοκυραίοι να μπαίνουν και να βγαίνουν όποιαν ώραν ήθελαν, και να στέκωνται κατ’ έμπροσθεν εις το πρόσωπον του κριτή, ωσάν να μην ήθελε είναι πταίσται, χωρίς κανένα φόβον, και όλοι του παλατιού οι άνθρωποι εκρατούσαν με δαύτους και εις ενάντιον των αρχόντων. Πράγμα οπού όλοι εφρίξανε εις τέτοια απρεπεία ανόλπιστη. Δια τούτο πρέπει ο κάθε άνθρωπος να λογιάση δια ποίαν αφορμήν οι πταίσται ετούτοι, όντας πταίσται κατά πολλά και ρέμπελοι του πρέντζιπέ τους, να έχουν τόσον θάρρος με τον κριτήν τους, παρά δια κάποιαν αιτίαν, και ετούτο είναι σημάδι φανερό οπού πάσα ένας ημπορεί να το λογιάση, και τόσο περισσότερο οπού βλέποντες και περιπλέον την μεγάλην έχθρητα και οργήν οπού δίχως καμμίαν αιτίαν είχε κατ’ απάνω των αρχόντων και χωρίς να τοις γνωρίση εις κανένα πταίσιμο, και ετούτο δεν ήτον δι άλλο παρά δια να μας παιδεύσει ο Θεός δια ταις αμαρτίαις μας και να τιμωρηθούμε, και όχι δια άλλην αιτίαν.

Αμή διατί πάλε ο αφέντης ο Θεός, οπού ως δίκαιος κριτής θεωρεί τα πάντα όλα, δεν αφίνει τους δίκαιους να κακοπέσουν και μήτε να λάβουν καμμίαν αδικίαν εις κανένα τρόπον, μάλιστα εις εκείνους οπού έχουν την ελπίδα εις την χάριν του, αγκαλά και είνε αμαρτωλοί, μόλον τούτο θέλει ότι οι πταίσται εκείνοι οπού με ταις συνεργείαις του διαβόλου βούλονται να κάνουν πάσαν κακήν ενέργειαν οπού να ημπορέση να τους αφανίσει από το πρόσωπο της γης δια να μη λάνουν καμμίαν του ευχαρίστησι και βοήθειαν από τους άπρεπούς τους λογισμούς και να φανερώση την αλήθειαν να βάλη το δίκαιον εις τον τόπον του, διότι άλλο εβουλόντανε εκείνοι να κάμουν εναντίον των αρχόντων και άλλο τους εσυνέβη, και εσύντριψε τους άπρεπούς του λογισμούς.

Έκαμε λοιπόν και αυτός ο αγαπημένος τους κριτής τους ωργίσθη κατά πολλά, εις τρόπον οπού του έδωσαν αιτία και τους εκαταχάλασε και τους κατεπόντισε, και επήγαγε κακώς κακού, και εκείνους οπού τους εμίσα και δεν ήθελε να τους βλέπη περίσσια τους αγάπησε και τους έδωκε το δίκαιό τους, ως καθώς το απεθυμούσαν, και η αιτία ήταν ετούτη.

Ηξεύρομεν καλά ότι όσοι κάνουν χάριν αφύσικων ανθρώπων δεν το γνωρίζουν, έτζι ο λαός ετούτος μην έχωντας το φυσικό εις ταις αρχοντικαίς υπηρεσίαις, και να επιχειρίζεται με αφεντάδες και να λαβαίνη χάραις, δεν εγνώριζε ετούτην την καλοσύνην οπού ο αφέντης ετούτος έκανε, το οποίον τούτο έδειχνε φανερά αμή δεν εγνώριζε. Ήθελον περιπλέον να λάβουν και να κάνουν τα όσα τους έδιδε η όρεξή τους, και ετούτο είνε των αφυσίκων ανθρώπων, επειδή όταν ο χοντρός άνθρωπος έμβη εις καμμίαν αξίαν θέλει να πάρη περισσότερο από εκείνο οπού του έρχεται. Έτζι και ετούτοι, διατί απότυχαν την φιλίαν του αφεντός, δεν τους απάντα εκείνο μόνον δια να γλυτώσουν από τα πταίσματά τους τα περίσσια και μεγάλα, και να δοξάσουν τον Θεόν, αμή ήθελαν να κυριεύσουν τον ίδιον κριτή και να τον πέρνουν από την μύτη και να κάνουν τα μαθημένα τους, όμως δεν τους ευγήκε καλά το μυστήριό τους, διότι ο αφέντης, φρόνιμος και μεγάλος, βλέπωντας ταις απρεπαίς τους γνώμαις και τάξαις, μην ημπορώντας το λοιπόν να τον υποφέρη τους ωργίσθη κατά πολλά και δια την πολλήν τους υπερηφάνειαν τους εσυχάθη και τους άφησε, και ετούτο βέβαια εγνωρίσθη φανερά το πως ήτον θέλησι Θεού και όχι συνεργεία ανθρώπων, και τούτο δια να μην εύρη τόπον η αδικία, ως άνωθεν εξεκαθαρίσαμεν, και καθίση εις τον θρόνον της αληθείας και δια να καταχαλασθή του διαβόλου η εργασία.

Φαίνεται λοιπόν καλά το πως ωσάν ήλθε η ορδίνια από το υψηλότατο Σενάτο της Βενετίας, ότι ο αφέντης ετούτος ο Πιζάνης να τους κρίνη εις το πταίσιμο της ρεμπελιάς, οπού ο λαός ετούτος έκαμε, ως φαίνονται τα πάντα όλα γραμμένα εις το προτζέσο οπού έγραψε κατ’ απάνω τους ο αφέντης ο Τζιβράν ο κουμεσάριος, εις το οποίο εφαινόντανε καθαροί οι πταίσται και καπουριόνοι οπού έσερναν τον χορόν ετούτον, και ήτον η αιτία της ρεμπελιάς ετούτης, ως άνωθεν είπαμεν, ήγουν ο Γιάννης ο Βοτάνης, ο Χριστόδουλος Τζίμης λεγόμενος Κουτζομύτης, ο Νικολός Άμπραμος, ο Αντρίας και Πιέρος αδελφοί Δρόσοι, ονομαζόμενο Σπυρίδες. Ετούτους τους πέντε μόνον απ’ όλον τον λαόν έκαμε και εμπρεζενταριστήκανε η δικαιοσύνη, ήγουν ήλθαν εις το κριτήριον, και εκεί οπού έπρεπε να τους βάλλη εις δυνατήν και σκοτεινήν φυλακήν και με σίδερα εις τα πόδια, ως τους έπρεπε, αυτός τους έβαλε εις ένα σπιτόπουλο, οπού ήταν εις την αυλήν του μέσα κτισμένο με πηλόν, οπού με πάσα παραμικρό σύνεργο το έσπαγαν και έφευγαν. Και ως και εκεί οπού ευρισκόταν εις τα δεσμά της δικαιοσύνης έστεκαν και αναγελούσαν και εκατοφρονούσαν τους άρχοντες και τους έβριζαν, ως καθώς επεζοβγαίνανε εις το παλάτι δια ταις δουλιαίς. Και ετούτο ήτον δια το θάρρος. Και ωσάν άργησε να τους ξοφλήση και τους εκράτειε εκεί κλεισμένους, δεν τους άρεσε ο τρόπος ετούτος, μάλιστα τους εκεκοφαινότανε, όχι να προσπαθήσουν με γλυκότητα και με ταπεινοσύνη να λάβουν την ελευθερίαν τους και να τον περικαλέσουν, ως ήτανε το πρεπούμενο, δια ναν τους ξοφλήση και δια να μην χάση την καλήν όρεξι και γνώμη οπού είχε εις σε δαύτους, αμή διατί ο Θεός ήθελε, ως δίκαιος κριτής, με τον τρόπον ετούτον να έλθη η αλήθεια εις τον τόπον της, ελογίασαν δια ετούτο ότι να συμμαζωχτούν μία Κυριακή καμμία χιλιάδα από αυτους, ήγουν από τους ποπολάρους, δια να γυρεύσουν την ξόφλησιν των φυλακισμένων, λογιάζοντας ότι με ετούτον τον τρόπο να ωφεληθούν, ως απεθυμούσαν, αμή έκαμαν χειρότερον εδικόν τους, διότι ο Θεός τους επήρε τον νουν τους, και δεν ήξευραν ττι έκανον. Και όταν ήλθε η Κυριακή η ευλογημένη, την οποίαν ημπορούμεν να την ονομάσωμεν Κυριακή της Αγίας Ανάστασις, ξάφνου εσυμμαζωκτήκανε το απόγιομα εκείνο, και ο αφέντης δεν το ήξευρεν, έως καμμία χιλιάδα άνθρωποι απ’ αυτούς και απάνω εις την Πλατεία Ρούγα συμά εις το παλάτι του, ακόμα εις την κάτου μεριά οπού ήτον το παλάτι του, και ετούτο εις καιρόν οπού το κάτεργό του έλειπε και το είχε στελμένο εις τα διβάρια του Βασιλαδιού έως ογδοήκοντα μίλια μακρυά από την Ζάκυνθο. Και γροικώντας ο αφέντης ετούτην την συμμάζωξιν εφοβήθηκε τα πολλά, λογιάζοντας μήπως και ετούτοι εσυμβουλευθήκανε να του πάρουν τους φυλακωμένους και να του κάμουν και εκείνου κακό, ωσάν οπού το κάτεργον έλειπε απ’ αυτόνε, και δεν είχε τη δύναμί του. Δια την αφορμήν ετούτην εμπήκε εις σε φόβο και μεγάλη έγνοια και την ώρα εκείνην τον είδα εγώ ο Άντζολος Σουμάκης του ποτέ Τζόρτζη οπού ξαποστάρικο επήγα εις το παλάτι του δια να ίδω τα πάντα όλα έως το τέλος το τι είχαν να έλθουν, μη βάνωντα κανένα κίνδυνον εις τον λογισμόν μου, την ώρα εκείνην, αμή δια να ξανοίξω τα ήθελαν συνέβη εις του λόγου του από τον λαόν ετούτον τον πολλά ηγαπημένον, και το τι τιμή ήθελαν του κάμει δια πλερωμήν της αγάπης οπού τους έδειχνε και προς ταις χάραις οπού τους έκαμε, και εξάνοιξα την ώρα εκείνην το πως εμπήκε εις στεναχωρία μεγάλη, και μήτε ποτέ το ελπίζανε απ’ αυτούς τέτοια εργασία να γένη χωρίς την βουλήν του προς την αγάπην οπού τους έδειχνε και προς ταις χάραις οπού τους έκαμε. Και στέκωντας εγώ εκεί και θεωρώντας να ιδώ το τέλος, βλέπω και εμπαίνουν εις το παλάτι του καμμία εικοσαρία ποπολάροι από τους κακούς ασπροφορεμένους, και εμπεζοβγαίνοντα έξω ο αφέντης εις την σάλα του παλατιού και από μίαν μερίαν εις άλλην και το παλάτι δεν τον εχώρα συλλογίζωντας ο νους του την υπόθεσιν ετούτην. Και εκεί εξάνοιξε τους ανθρώπους ετούτους όπου ήλθαν απάνου εις το παλάτι και εμπήκε εις έγνοια περισσότερη. Τότες με εύμορφον τρόπον λέγει, τι γυρεύουν εδώ την ώρα ετούτην οι άνθρωποι οπού είνε εδώ. Πέτε των να πάνε όλοι εις το καλό να κάμουν δουλιά τους, διότι εγώ σήμερον δεν κάνω κρίσιν μήτε δίδω ακρόασιν δια τώρα κανενός μήτε αύριο, διότι έχω να κάμω. Και έτζι τους εβγάλαν έξω οι υπηρέται λέγοντάς τους το πως δεν θέλει κανένα να στέκεται εις το παλάτι την ώρα εκείνην. Και μετ’ εκείνην προσταγήν εκαμώθηκα και εγώ να έβγω έξω ύστερο από εκείνους, και έτζι εστράτευσα, αγκαλά εγνώριζα φανερά οπού δεν το έλεγε δια λόγου μου, διότι την ώραν εκείνην επεθύμει κατά πολλά να ήθελαν έλθη όλοι εις βοήθειάν του. Και έτζι εκίνησα να πηγαίνω. Τότε μου λέγει, σιορ Σουμάκη που κοπιάζεις; στέκα ατός σου εδώ, διότι δεν το λέγω δια λόγου σου μόνον για σοπούρι. Εγνώρισα το πως ετούτο το επεθύμα. Και εν τω άμα έκραξε τους δύο καπεταναίους της κόρτες του καιλέγει τους, που ήστανε ατοί σας και δεν ερχόστανε; Άμετε ένας από εσάς με τους ανθρώπους σας δια να κρατήξετε την εμπασία του παλατιού και μην αφήσετε να έρθη κανένας εδώ από τους ποπολάρους εις τα σύνορα του Παλατιού, μήτε κανένας να έρθη απάνω χωρίς το θέλημά μου και πιάσετε όλοι τα άρματα και στέκετε έτοιμοι εις πάσα χρεία, και ο έτερος καπετάνιος με τους Σκλαβούνους να στέκεται μέσα εις την αυλήν του παλατιού εις φύλαξιν.

Οι φυλακώμενοι οπού με μεγάλην επιθυμία έστεκαν δια να αγροικήσουν από τους κουμέσους και από τους ανθρώπους οπού έπεμψαν να μιλήσουν του αφεντός το τι απόκρισι επήραν, και γροικώντας τα πάντα όλα τα οποία δεν ήσαν κατά την όρεξίν τους, και γροικώντας το πως ο τρόπος εκείνος οπού ελόγιασαν δεν τους εβγήκε κατά την έννοιαν και κατά την επιθυμίαν τους, περίσσια το επικράθησαν και τους έδωσε σπλήξιν μεγάλην εις την καρδίαν, διότι τους ήρθαν όλα ενάντια εις όσα ελόγιαζαν εις τον λογισμόν τους και εσκορπίστηκαν οι διαλογισμοί τους, και έχασαν ακόμη και την ελπίδα τους, αποφάσισαν να φύγουν γνωρίζοντας πως χάνουν την ζωήν τους, ότι άλλον τρόπον καλλίτερον δεν έβρεσκαν. Και έτσι την νύκτα εκείνην ετρύπησαν τον τοίχον του σπιτιού και έφυγαν εντάμα με όλους τους ετέρους φυλακώμενους, οπού με δαύτους ήσαν ανταμωμένοι δια έτερα πταισίματα. Το πράγμα ετούτο εσκανδάλισε περίσσια τον αφέντη, ήγουν το πως οι φυλακώμενοι έφυγαν, και εθυμώθη κατά πολλά και περίσσια οργή έβαλλε κατά πάνου τους. Και αφόντες από εκεί όχι δεν πάσι εις τόπον κρυφόν να μη φανερόνωνται εις σε κανένα και να στέκωνται με ταπεινωφροσύνη δια να μην δώσουν περισσότερη αιτία και σκάνδαλο της δικαιοσύνης, αμή επήγαν και εστάθηκαν έξω εις την μέση του Άμμου εις τον πλέον φανερώτερον τόπον και στράταν της χώρας, οπού είνε περίσσια διάβα, εις ένα σπίτι του Γιάννη του Βοτάνη του συντρόφου τους, και εκεί έκαμαν κεφάλι και εδυναμώθηκαν και επεριπατούσαν φανερά, χωρίς κανένα φόβο της δικαιοσύνης, ωσάν να μη ήθελαν είσται πταίσται, μάλιστα την καταφρονούσαν, δείχνοντας το πως δεν το είχανε χρεία, και περιπλέον έκαναν και τούτο δια πλέον δέσπετο του κριτού. Απάσα φορά οπού έβλεπον και από τα μέρη εκείνα επερνούσαν αφεντικοί άνθρωποι, ωσάν σολτάδοι του κατέργου του αφεντός του κενεράλε, και έτεροι άνθρωποι του παλατιού του αφεντός ή Σκλαβούνοι, τους έκαναν κάθε ανυποληψίαν. Και μίαν των ημερών απερνώντας ο αφέντης ο κατεργοκύρης από τα μέρη εκείνα του Άμμου να περιδιαβάση με τους ανθρώπους οπού τον ακολουθούσαν δεν τους αφήκαν να απεράσουν, και δια τούτο ήλθανε εισέ λόγια και εις άρματα, και αν δεν ήθελαν φυλαχθή εις το σπίτι του άρχοντος του Σ. Τζανέτου του Δασκόνη τους εσκοτόνανε. Και ετούτα όλα τα έκαναν δια δεσπέτο του γγενεράλε, και ο Θεός τους επήρε τον νουν τους, και δεν ηξεύρουν τι έκαμαν, δια να πέσουν εισέ περισσότερον κακόν και παίδευσιν, κατά πως τους έπρεπε εις τοσαύτα άπρεπα καμώματα. Όμως γροικώντας όλα τα καμώματα ετούτα ο γγενεράλες τόσο περισσότερο εθυμονότανε εις οργήν περίσσην κατά πάνου τους.

Όταν ήλθε το κάτεργο από ημέραις εχάρη περίσσια ο αφέντης ο γγενεράλες δια να κάμη την ξόφλησιν εις δαύτους και κατά ταις εργασίαις τους να τους δώση την πρέπουσάν τους πλερωμήν, και τόσον περισσότερο αγάπα να τους ξοφλήση, όσο διατί του έδιναν το συχνό αφορμή καλή δια να τους θυμάται, και το κακό τους ετούτο ατοί τους το απόχτησαν, διότι από φίλον καλόν τους έκαμαν εχθρόν από αγνωσίαν τους, και από την μεγάλην υπερηφάνειάν τους. Αμά ήταν θέλησις Θεού, ως είπα, δια να παιδευτούν και να ξολοθρευτούν οι άτυχοι και σκανδαλοποιοί και κακόγνωμοι άνθρωποι, δια να ειρηνεύση ο τόπος και να παύσουν τα περίσσια σκάνδαλα, και του διαβόλου η συνέργειαις, ακόμη και τα περίσσια βάσανα και ανακάτωσαις οπού καθημερινώς ήτον εις την χώραν ετούτην, εις οποίαν δεν ήταν να κατοικήσουν πλέον κανένας πραγματευτής, μήτε έτερος άνθρωπος της τιμής, πάσα φορά οπού η δικαιοσύνη δεν ήθελαν τους διώξει από το νησί δια να ειρηνεύσουν τα περίσσια κακά και άσκημαις πράξεις.

Παντού ύστερον ήλθε ο καιρός και εξώφλησέ του ταις ημέραις εκείναις και κατά τα καμώματά τους έδωσε και την πρέπουσαν πληρωμήν. Έδωσέ τους λοιπόν ένα παράδειγμα τρομακτικόν εις την απόφασίν τους, οπού φαίνεται ξεκαθαρίζονται τα πάντα, οπού δεν ημπορούνε να ήνε χειρότεροι. Πρώτον μεν τους έκαμε αφεντικά όλα τους τα καλά, όσα και αν είχανε, και μήτε και η γυναίκες τους να μπορούν να πιαστούν εις το προικιόν τους από τα καλά των ανδρώνε των, εχάλασέ τους ολονών τα σπίτια οπού εστέκανε και τα έρριξε κατά γης, έκοψέ τους όλα τους τα δέντρα, εξερρίζωσέν τους και όλα τους τα υποστατικά, και να μην ημπορούν ποτέ τον καιρόν να φτιαστούν, μήτε να ήνε κανείς τρομαζόμενος να τους μιλήση, μήτε να τους γράψη εις σε πένα της ζωής του και τα καλά του αφεντικά, ως ρέμπελοι οπού είναι του πρέντζιπέ τους. Και πλέον καλλίτερα τα πάντα όλα ξεκαθαρίζονται εις την απόφασίν τους ως είνε γραμμένα παρεμπρός φράγγικα και ρωμέικα. Έπειτα πάλε ο αφέντης ο Θεός εξωλόθρεψε και όλους τους κουμέσους με ορδινιά ότι τα σπίτια τα χαλασμένα να μην ημπορούν ποτέ τον καιρόν να φτιαστούν, μόνον να στέκωνται έτζι άφτιαστα δια παντοτινήν θύμησιν του πάσα ’νος. Και έτζι εξωλοθρευθήκανε και επήγανε όλοι κακώς κακού, και έτζι ειρηνεύση ο τόπος από τα τόσα κακά και σκάνδαλα, και έλαβον επταπλασίως την πρέπουσάν τους πλερωμήν οπού τους επαρθένευε να λάβουν κατά ταις διαβολικαίς εργασίαις.

Έπειτα μετά καιρόν και χρόνους πολλούς εβαρέθηκαν την εξορίαν και τα περίσσια βάσανα της ξενιτιάς, και επήγαν εις την Πόλιν και τα πέντε αγγεία του διαβόλου ετούτοι οι εξωστρακισμένοι και κακά εξωρισμένοι, και εκεί ο αφέντης ο Μπάιλος της Βενετίας τους εδέχθη και τους εκράτησε εις το παλάτι του καιρόν πολύ και έγραψε εις την Βενετίαν δια εδαύτους, και τόσο έκαμε ότι άνοιγέ τους στράτα να τους δεχθούνε εκεί δια να ματακριθούνε, και έτζι τους έπεμψε και τους έβαλαν εις τα Καμρίτα, ήγουν εις την φυλακήν, και εκεί εστάθηκαν περισσόν καιρόν. Παντού υστέρου η δικαιοσύνη οπού είνε γλυκυτάτη και ελεημονωτάτη, τους αμαρτωλούς και πταίσταις βλέπωντας τον καιρόν τον πολύν οπού έκαμαν με τοσαύτην παίδευσιν και τιμωρίαν, απέθανε και εις τον καιρόν ετούτον μέσα εις την φυλακήν ο Γιάννης ο Βοτάνης, ένας από τους πέντε συντρόφους τους, ελυπήθηκαν και τους ελευθέρωσαν, και ήλθανε εις την Ζάκυνθο εις την πατρίδα τους πτωχά και πενητεμένα. Έκαμε περιπλέον η αφεντεία να πάρουν και τα υποστατικά τους οπίσω. Και πάλε μέσα καιρόν αφόντις εσταθήκανε και επήρανε θάρρος εματάρχισαν πάλιν τα καμώματά τους τα απερασμένα, διότι δύσκολον ήτον η κακή τους γνώμη να επιστράφη εις καλοσύνη, και όχι όλοι τους, διότι ο Νικόλαος Άμπραμος μόνον εταπείνοζε κατά πολλά και επέρνα με περίσσιον αγαθότητα και ειρήνην, διότι ήταν και πλέον εκκλησιαστικός και φοβόθεος από τους άλλους, και εις ταις γνώμαις καλλίτερος πολλά, και η πτώχεια ήγουν η ανημπόρια εκράτειε των αλλωνών την κακογνωμίαν τιμωραμένην, και δεν έκαναν ωσάν πρώτα, διότι είχαν τον φόβον της δικαιοσύνης, αλλέως ήθελον κάμει χειρότερα τα μαθημένα τους. Μολοντούτο δεν έλειπε να δείξουν μέρος από την κακοσύνην τους, και από τότε και εδώ έχθρα δεν έλειπε, και είνε πάντα ανάμεσα τους άρχοντες και ποπολάρων.

Και εις τον τρόπον ετούτον απέρασε η υπόθεσι ετούτη, την οποία εδιηγήθηκα με πάσαν αληθοσύνην και δεν έγραψα ένα πράγμα δια άλλον, μόνον πιστά τα επέρασα, μήτε περισσότερο μήτε ολιγώτερο, τόσον δια το ένα μέρος όσον και δια το άλλο.

Κάνω τέλος, και τω Θεώ δόξα


30 Ιουλίου 1797 - Το Ρεμπελιό των Ποπολάρων και το κάψιμο του Libro D´ Oro στην πλατεία Αγίου Μάρκου στη Ζάκυνθο

Πηγή: vipera-literatina.blogspot

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κώστας Βάρναλης: Οι μοιραίοι

Τρίτος Παγκόσμιος: Στίχοι

Θεόφραστος - Χαρακτήρες: 19. Δυσχέρεια (Αποκρουστικός)

Ξεχάστε το Facebook όπως το ξέρατε - Η νέα μορφή και τα καινούργια στοιχεία

Ρωμαίος και Ιουλιέτα - Η υπόθεση του έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ