Σκηνικό: Μεγάλος θάλαμος σ’ ένα άσυλο, κάπου. Δυο σειρές κρεβάτια. Μισοσκόταδο, υγρασία, τοίχοι πεσμένοι - διακόσμηση κατάλληλη γι’ απόβλητους. Ένας ήσυχος θόρυβος έρχεται απ’ το προαύλιο καθώς οι υπόλοιποι τρόφιμοι κάνουν τον περίπατό τους. Πρόσωπα: Ο Συμεών κι ο Ραφαήλ Ελεάζαρ - έτσι, τουλάχιστον, ισχυρίζεται. Γιατί είναι πολύ ωραίο όνομα για ένα μόνον άνθρωπο. Ίσως γι’ αυτό είναι και τόσο ομιλητικός. Βέβαια, ήταν κι ο άλλος εκεί, αλλά σ’ αυτόν είναι απαγορευμένο να μιλήσει. Συμεών: Είναι παράξενο, αλήθεια, πώς βρίσκεται κάνεις κάπου, εδώ ή εκεί, χωρίς να διαλέξει, ή από απροσεξία, (δική του, άραγε;), έτσι κι εκείνοι τώρα επέμεναν, “μα, κύριοι, τους λέω, εγώ έχω τον ουρανό, τι να την κάνω τη δυστυχία”, αποφάσισα, λοιπόν, ν’ αμυνθώ, να υπερασπιστώ, τουλάχιστον, αν όχι τίποτ’ άλλο, τα λίγα λόγια της προσευχής μου - εξ άλλου πόσοι δεν παραπλανούνται με τα πιο φανερά, κι αυτοί που μας παίρναν τα έπιπλα, γέλασαν, τότε, καθώς η μητέρα τους φώναξε, “προσέχτε το πιάνο”, σα να
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου