Η ιστορία του ποπ-κορν


Δημοφιλές σνακ από καβουρντισμένους κόκκους αραβοσίτου. Προτού το ανακαλύψουν οι κινηματογραφόφιλοι ήταν ήδη γνωστή και αγαπητή συνήθεια στους κατοίκους των σπηλαίων. Το παλαιότερο εύρημα, ηλικίας 5.000 ετών, εντοπίστηκε στο Νέο Μεξικό και οι επιστήμονες το θεωρούν καθαρά αμερικανικό προϊόν.

Όλα ξεκίνησαν, όπως γενικά η ιστορία του καλαμποκιού, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου η ποικιλία που θα μετατρεπόταν στον αφράτο και σκληρό συνάμα “σβώλο” καλλιεργούνταν από το 5000 π.Χ, από ιθαγενείς που μερικές χιλιετίες αργότερα θα έδιναν τους θαυμαστούς πολιτισμούς που γκρέμισαν οι κονκισταδόρες μετά το 1492. Ίχνη της ψημένης εκδοχής αυτού του καλαμποκιού, του μακρινού προγόνου του ποπ-κορν δηλαδή, ανιχνεύονται σε τάφους ηλικίας 3000 ως 6700 ετών στο Περού, αν και οι αρχαιολόγοι θεωρούν πως το καλαμπόκι γενικά δεν αποτελούσε βασικό συστατικό στοιχείο της διατροφής των πολιτισμών της περιόδου.

Οι ιθαγενείς το απολάμβαναν τοποθετώντας έναν - έναν τους σπόρους αραβοσίτου πάνω από τη φλόγα με τη βοήθεια ενός κλαδιού. Με το ποπ-κορν έφτιαχναν μπύρα και σούπες, ενώ το χρησιμοποιούσαν και για την κατασκευή κοσμημάτων. Κάπως έτσι έμαθε την ύπαρξη του ο Χριστόφορος Κολόμβος.

Σε ό,τι αφορά τη διάδοση του σνακ στους Ευρωπαίους, η επιστήμη χάνεται στην αχλή του θρύλου, ένας από τους οποίους τοποθετεί το κοσμοϊστορικό γαστριμαργικό γεγονός ακριβώς σαν σήμερα το 1630. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, κάποιος Ινδιάνος ονόματι Κουαντεκίνα, έφερε το ποπ κορν σε Βρετανούς αποίκους (στο Πλίμουθ της Μασαχουσέτης) μέσα σε δέρμα ελαφιού στο πρώτο δείπνο της ημέρας των Ευχαριστιών που διοργανώθηκε ποτέ, ενώ σε άλλη παραλλαγή της ιστορίας, αυτό έγινε από κάποιον Σκουάντο το 1621, ένα χρόνο αφότου είχε δέσει το περίφημο Mayflower με επιβάτες Άγγλους πουριτανούς για να αποφύγουν θρησκευτικές διώξεις στη χώρα τους. Το γοητευτικό αυτό παραμύθι ειρηνικής γαστρονομικής συνύπαρξης Ινδιάνων και αποίκων δεν έχει κανέναν ιστορικό πυρήνα. Όσοι από τους Ευρωπαίους το δοκίμασαν ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ από τη γεύση του, που το έτρωγαν κάθε πρωί, συνοδεύοντάς το με κρέμα και ζάχαρη. Αργότερα έγινε απαραίτητο συνοδευτικό στο δείπνο της Ημέρας των Ευχαριστιών.

Το ποπ-κορν διαδόθηκε ακόμη περισσότερο τον 19ο αιώνα από τους υπαίθριους πωλητές στα πάρκα, στα πανηγύρια και τα καρναβάλια.

Στην πραγματικότητα, θα περάσουν αιώνες μέχρι την πρώτη επιβεβαιωμένη εμφάνιση του ποπ – κορν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1820, όταν άρχισε να πωλείται στις ανατολικές πολιτείες με το όνομα Pearl ή Nonpareil. Από τη δεκαετία του 1840 και μετά, το ποπ κορν αρχίζει να εμφανίζεται σε περιοδικά της ανατολικής ακτής, ενώ το 1848 καθιερώνεται και η σύγχρονη ονομασία του από τον λεξικογράφο Ράσελ Μπάρτλετ, που ετυμολόγησε το σνακ από τον ήχο που έβγαζε όταν άνοιγε ο καρπός στο ψήσιμο. Οι συνταγές που άρχισαν να ξεφυτρώνουν για παρασκευή ποπ – κορν στο τηγάνι δεν έδιναν πολύ ποιοτικό αποτέλεσμα, κι έτσι άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους αυτοσχέδιες αρχικά μηχανές παρασκευής ποπ κορν, που τελειοποιούνταν στο πέρασμα του χρόνου. O πρώτος επιχειρηματίας που ξεκίνησε τη μαζική παραγωγή ποπ-κορν, συγκεκριμένα μιας καραμελωμένης εκδοχής του ανάμεικτης με ξηρούς καρπούς, ήταν ο Γερμανός μετανάστης Φριτς Ρακχάιμερ, παρουσιάζοντας την εφεύρεσή του για πρώτη φορά στη διεθνή έκθεση του Σικάγο το 1893, ενώ το δημιούργημά του, που αργότερα ονομάστηκε “Cracker Jack”, πωλείται μέχρι σήμερα στις ΗΠΑ.

Με την εξάπλωση της κινούμενης εικόνας, οι πλανόδιοι πωλητές έστησαν την πραμάτεια τους έξω από τους κινηματογράφους. Γρήγορα ήρθαν σε σύγκρουση με τους αιθουσάρχες, που δεν ήθελαν να αποσπάται η προσοχή των θεατών κατά τη διάρκεια της προβολής. 

Μετά το κραχ του 1929, οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων άλλαξαν γνώμη, και άρχισαν να επιτρέπουν στους μικροπωλητές να στέκονται έξω από το σινεμά έναντι καταβολής “ενοικίου” ενός δολαρίου τη μέρα. Ως φθηνότερο από άλλα σνακ, το ποπ κορν είδε τις πωλήσεις του να εκτοξεύονται στα χρόνια της ύφεσης, ενώ το 1938 ένας αιθουσάρχης στις μεσοδυτικές πολιτείες αποφάσισε να επενδύσει στην εγκατάσταση των πρώτων μηχανών ποπ κορν μέσα στους κινηματογράφους του.

Η γλυκιά συνήθεια άλλαξε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και το ποπ κορν απόκτησε αλμυρή γεύση, όταν η ζάχαρη ήταν είδος εν ανεπαρκεία. Στις μέρες μας, το ποπ-κορν είναι ο απαραίτητος σύντροφος της ελαφράς διασκέδασης στους πολυκινηματογράφους όλου του κόσμου. 

Σήμερα, η κατά κεφαλή κατανάλωση ποπ κορν στις ΗΠΑ, που είναι και σχεδόν ο μοναδικός παραγωγός παγκοσμίως, ανέρχεται σε εκατομμύρια κιλά κατ’έτος (65 κιλά ανά άτομο ετησίως), τα περισσότερα εκ των οποίων παρασκευάζονται κατ’ οίκον, συνήθεια που δεν έχει επικρατήσει σε άλλες χώρες. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός πως, παρά την τεράστια διάδοση των γενετικά μεταλλαγμένων καλαμποκιών, στις ΗΠΑ τουλάχιστον, η ποικιλία που προτιμάται για τα ποπ κορν δεν έχει ακόμα τροποποιηθεί, παραμένοντας δηλαδή πολύ κοντά στην αρχική του προέλευση χιλιάδες χρόνια πριν.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ταυτότητα της ημέρας

Χριστουγεννιάτικα τραγούδια - Frosty the Snowman

Η μοναδική ολική έκλειψη Ηλίου του 2020 και Εντυπωσιακή "βροχή" από πεφταστέρια απόψε

Τον Αύγουστο που μου χρωστάς

Μέγας Βασίλειος - Προς τους νέους: Πως να ωφελούνται από τα Ελληνικά γράμματα, Η Μέρος

Violet Jessop - Η γυναίκα που επιβίωσε από τρεις θαλάσσιες καταστροφές

Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις - 26. Ο Μάγος - Τζoν Φόουλς