Ερνέστο Τσε Γκεβάρα


“Όλη μας η δράση είναι μία πολεμική κραυγή ενάντια στον ιμπεριαλισμό και ένα σάλπισμα για την ενότητα των λαών ενάντια στο μεγάλο εχθρό του ανθρώπινου γένους: τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Οπουδήποτε κι αν μας αιφνιδιάσει ο θάνατος, τον καλωσορίζουμε, αρκεί αυτή η πολεμική μας κραυγή να έχει βρει άξιο αποδέκτη και ένα άλλο χέρι να απλωθεί να αδράξει το όπλο μας και άλλοι άνθρωποι να έρθουν να συνοδεύσουν τα μοιρολόγια με τις ριπές των αυτόματων και με νέες κραυγές πολέμου και νίκης.”
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, 14 Ιουνίου 1928 - 9 Οκτωβρίου 1967



Τα παιδικά χρόνια

Το ημερολόγιο έγραφε 14 Ιουνίου 1928 όταν γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής ο Ερνέστο Γκεβάρα Ντε λα Σέρνα, πρωτότοκος γιος του αρχιτέκτονα Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια Ντε λα Σέρνα Γιόσα μιάς μεσοαστικής αργεντίνικης οικογένειας με ισπανικές, βασκικές και ιρλανδικές ρίζες. Στα πρώτα χρόνια της ζωής του έχει τις πρώτες κρίσεις άσθματος. Οι γιατροί συμβουλεύουν αλλαγή κλίματος και το 1933 μετακομίζουν στο χωριό Αλταγκράσια, στην επαρχία της Κόρδοβα. Σύμφωνα με τον πατέρα του έμειναν εκεί από τότε που ο Ερνέστο ήταν 5 χρονών και μέχρι που έκλεισε τα 16. 

Η μητέρα του Τσε Σέλια διηγείται ότι εκείνη έμαθε τα πρώτα γράμματα στο γιο της, γιατί δεν μπορούσε να πάει σχολείο λόγω του άσθματος. Τα αδέλφια του αντέγραφαν τα μαθήματα από τους συμμαθητές του κι εκείνος μελετούσε στο σπίτι. Όλη του τη ζωή διάβαζε με πάθος. Σύμφωνα με τον πατέρα του τη βιβλιοθήκη του σπιτιού του διέθετε χιλιάδες τόμους, βιβλία κλασικών της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ιστορικά, φιλοσοφικά, ψυχολογικά βιβλία, βιβλία τέχνης και περιπετειώδη, μερικά στα γαλλικά, τη γλώσσα που Σέλια δίδασκε στο γιο της. Από μικρός ανέπτυξε ιδιαίτερη έφεση γιά την ποίηση που τον συντρόφευσε σε όλη του τη ζωή, αλλά και τη φιλοσοφία, διαβάζοντας κατά διαστήματα από Πάμπλο Νερούδα μέχρι Λόρκα και από Αριστοτέλη μέχρι Νίτσε και Μαρξ.

Από παιδί πάλευε ενάντια στο άσθμα που τον κυνηγούσε συνέχεια, αλλά δεν άφησε ποτέ να τον καταβάλει, προσπαθούσε ασταμάτητα να το τιθασεύσει. Δεν ήθελε να μένει πίσω από τους φίλους του στα παιχνίδια. Για αυτό κι έτρεχαν στο ύπαιθρο, έκαναν μακρινούς περιπάτους και εκδρομές με άλογα, γνώριζαν τα δέντρα και τα πουλιά της περιοχής. Ο πατέρας του διηγείται ότι δεν τους δημιούργησε ποτέ προβλήματα με τις σπουδές του και ότι ένιωθε βαθιά αγάπη για τους φτωχούς που ζούσαν εκεί. Ήταν θαυμάσιος ποδοσφαιριστής, έπαιζε ράγκμπι, γκολφ, σκάκι, ασχολήθηκε με τα ανεμοπλάνα κι έκανε μακρινά ταξίδια με το ποδήλατο. Αγαπούσε την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική.

Το 1941 η οικογένεια μετακομίζει στην πόλη της Κόρδοβα, για να μπορέσει ο Ερνέστο να πάει στο Λύκειο. Εκείνη την εποχή μαθαίνει να κοιμάται στο ύπαιθρο, να φτιάχνει από το τίποτα μια σκηνή, να αντέχει στην κούραση, στη βροχή και το κρύο. Αρχίζει να ενδιαφέρεται για την πολιτική της Αργεντινής. 

Το 1943, μόλις 15 ετών, ξεκινάει για ένα ταξίδι σε ολόκληρη τη δημοκρατία της Αργεντινής.


Από το Πανεπιστήμιο στη Λατινική Αμερική 

Το 1947, η οικογένεια Γκεβάρα εγκαθίσταται οριστικά στο Μπουένος Άιρες και ο Ερνέστο γράφεται στην Ιατρική Σχολή, απόφαση που είχε πάρει όταν πέθανε η γιαγιά του. Όταν σπούδαζε στο πανεπιστήμιο ασκούνταν στο Ινστιτούτο Ερευνών Αλλεργικών Παθήσεων. Δούλευε σαν βιβλιοθηκάριος και παρόλο που τα χρήματα που κέρδιζε δεν ήταν αρκετά, βοηθούσε την οικογένειά του.

Έδειχνε ενδιαφέρον για την έρευνα και τη θεραπεία της λέπρας, δεν φοβόταν τους λεπρούς, ούτε ένιωθε απέχθεια απέναντί τους. Βλέποντας αυτά τα δύστυχα πλάσματα, εγκαταλελειμμένα και λησμονημένα από την κοινωνία, ξυπνούσε μέσα του μια συμπάθεια γι’ αυτά κι έτσι άρχισε να ωριμάζει μέσα του η σκέψη να αφιερώσει τη ζωή του στη θεραπεία τους.

Ο ενθουσιασμός του για τον αθλητισμό ήταν τόσο μεγάλος ωστε εξέδωσε ένα περιοδικό με τίτλο Τακλ, όπου έκανε τα πρώτα του βήματα σαν δημοσιογράφος και όπου πέρα από διευθυντής, δούλευε και σαν συντάκτης και φωτογράφος. Τα αθλητικά χρονογραφήματα που έγραφε τα υπέγραφε με το ψευδώνυμο Τσάντσο. Το 1951 ταξιδεύει στον Ατλαντικό και την Καραϊβική σαν ναύτης σε γκαζάδικο. Από τον Δεκέμβρη του 1951 μέχρι τον Αύγουστο του 1952, ταξιδεύει με τον Αλμπέρτο Γρανάδο (τον οποίο είχε γνωρίσει από το 1942 όταν έπαιζαν σε αντίπαλες ποδοσφαιρικές ομάδες) στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και επισκέπτεται τη Χιλή το Περού την Κολομβία και τη Βενεζουέλα. Παρατηρούν και ενδιαφέρονται για τα πάντα. Η επίσκεψη στα ορυχεία χαλκού της Τσουκικαμάτα στη Χιλή αποδείχτηκε ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Σε κανένα άλλο μέρος οι δύο νεαροί δεν συνάντησαν τέτοιο βαθμό εκμετάλλευσης των εργατών, τέτοιο βαθμό διακρίσεων σε βάρος των αυτοχθόνων. Είδαν την νεοαποικιακή πραγματικότητα πολύ πιο γυμνή από ότι παρουσιάζεται στο οποιαδήποτε βιβλίο. 

Θα γράψει αργότερα γι’ αυτό το ταξίδι σ’ ένα χρονογράφημά του με τίτλο “Ας κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο”: Αυτή η περιπλάνηση στα κουτουρού στη δική μας “Απέραντη Αμερική” με άλλαξε περισσότερο απ’ όσο πίστευα.

Στα 23 του ο Ερνέστο αν και φειδωλός στα λόγια, ήταν ριζοσπαστικός και αμέσως, ουσιαστικός και παθιασμένος με τη δικαιοσύνη και την αλήθεια, και με μια ήδη αναπτυγμένη πολιτική συνείδηση.

Το 1953 παίρνουν το πτυχίο του γιατρού και τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς από ιστορική σύμπτωση αρχίζει το δεύτερο ταξίδι του στη Λατινική Αμερική. Επισκέπτεται τη Βολιβία το Περού το Εκουαδόρ την Κολομβία τον Παναμά την Κόστα Ρίκα το Σαλβαδόρ και τη Γουατεμάλα. Καθώς διασχίζει της νοτιοαμερικάνικες χώρες στα παράλια του ειρηνικού, επισκέπτεται ορυχεία χαλκού, τα χωριά των ιθαγενών και τα λεπροκομεία, όπου δίνει δείγματα για το βαθύ ανθρωπισμό του, μεγαλώνει και γιγαντώνεται ο επαναστατικός τρόπος σκέψης του και ο αποφασιστικός αντι-ιμπεριαλισμός  του.


Γνωριμία με τον Φιντέλ Κάστρο

Τον Δεκέμβρη του 1953 έφτασε στη Γουατεμάλα. Εκεί γνωρίστηκε με την Ίλντα Γαδέα, πρόσφυγα από το Περού οικονομολόγο στο επάγγελμα, τον Νίκο Λόπες, καθώς και με μία ομάδα κουβανών επαναστατών που είχαν πάρει μέρος στην έφοδο στο στρατώνα Μονκάδα, που του περιγράψανε  τα γεγονότα που συνέβησαν στις 26 Ιουλίου του 1953 στην Κούβα και την απόφασή τους να συνεχίσουν στο μέλλον τον αγώνα τους, μόλις απελευθερωθούν ο Φιντέλ Κάστρο και οι άλλοι σύντροφοι. 

Το Σεπτέμβρη του 1954 ο νεαρός Γκεβάρα πέρασε στο Μεξικό, όπου αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και αναγκάστηκε ν’ ασχοληθεί με διάφορες δουλειές. Το 1955 κατάφερε να βρει δουλειά σαν γιατρός στην αίθουσα αλλεργικών παθήσεων του γενικού νοσοκομείου της Πόλης του Μεξικό. Έκανε έρευνες για την αλλεργία και το ρόλο του γιατρού στη Λατινική Αμερική, ασχολήθηκε ακόμη με τη μελέτη της δράσης της κορτιζόνης τα αντισώματα κ.α.

Το καλοκαίρι του 1955 παντρεύεται την Ίλντα Γαδέα και στις 15 Φλεβάρη του 1956 αποκτά μια κόρη, Ίλντα Γκεβάρα Γαδέα.

“Ήταν ένας πατέρας που τον απασχολούσε να είναι καλά τα παιδιά του, όχι από την υλική άποψη, αλλά με την έννοια να είμαστε χαρούμενα, ευχαριστημένα, να χαιρόμαστε τη ζωή μας και ταυτόχρονα να διαπαιδαγωγούμαστε σωστά σαν νέοι άνθρωποι. 
Από την άλλη μεριά, είχε μεγάλη κατανόηση, ήταν τρυφερός και έπαιζε πολύ μαζί μας. Του άρεσε πολύ να κάθεται να συζητάει μαζί μας, επρόκειτο για συζητήσεις που πάντα είχαν μία δόση διαπαιδαγώγησης, ανάλογα με το επίπεδο του καθενός μας, αφού και οι πέντε είχαμε διαφορετική ηλικία. 
Είχε πολύ λίγο χρόνο, αλλά έβρισκε πάντα τον καιρό και τον χρησιμοποιούσε στο έπακρο (...) 
Υπήρχε μεγάλη αγάπη, κατανόηση και σιδερένια πειθαρχία, αλλά όχι πέρα από αυτή που μπορεί να έχει ένα παιδί σε μία συγκεκριμένη ηλικία. Ήθελε να είμαστε παιδιά ίδια με τα άλλα, με τα καλά και τα κακά τους, με τις αταξίες τους, αλλά ταυτόχρονα πειθαρχημένα σε ορισμένες πλευρές της ζωής. Πάντα μας έλεγε να μελετάμε, ότι έπρεπε πάνω από όλα να γινόμαστε κάθε μέρα καλύτεροι, Γιατί χωρίς γνώσεις δεν μπορούσε κανείς να κάνει τίποτα, γιατί η γνώση είναι η βάση της κυριαρχίας πάνω στη φύση.”
Από συνέντευξη της Ιλντίτα Γκεβάρα.

Το 1955 ξανασυναντιέται στο Μεξικό με τον Νίκο Λόπες, πού του γνωρίζει τον Ραούλ Κάστρο και εκείνος τον Φιντέλ Κάστρο. Αποφασίζει να προσχωρήσει στην ομάδα των κουβανών επαναστατών και αποκτά – λόγω μιάς ιδιομορφίας των αργεντίνικων ισπανικών του – το προσωνύμιο «Τσε» που θα τον σημαδέψει σε όλη του τη ζωή.

“Συζήτησα με τον Φιντέλ ολόκληρη τη νύχτα και το ξημέρωμα ήμουνα ήδη ο γιατρός της μελλοντικής του επιχείρησης. Στην πραγματικότητα, μετά την εμπειρία που έζησα μέσα από τις πορείες μου σ’ ολόκληρη τη Λατινική Αμερική δεν χρειαζόταν και πολύ για να πειστώ να προσχωρήσω σε οποιαδήποτε επανάσταση ενάντια σε κάποιο δικτάτορα, όμως ο Φιντέλ με εντυπωσίασε ιδιαίτερα σαν άνθρωπος. Αντιμετώπιζε και έλυνε τα πιο απίθανα πράγματα. Είχε μια εξαιρετική πίστη ότι έτσι και ξεκινούσαν για την Κούβα θα έφταναν. Κι ότι έτσι κι έφταναν, θα αγωνίζονταν. Κι ότι αν αγωνίζονταν, θα νικούσαν. Συμφώνησα με την αισιοδοξία του. Έπρεπε κάτι να γίνει, να αγωνιστούμε, να κάνουμε συγκεκριμένα πράγματα. Να σταματήσουμε να κλαιγόμαστε, να παλέψουμε. Και για ν’ αποδείξει  στο λαό της πατρίδας του ότι μπορεί να του έχει εμπιστοσύνη, για ότι έλεγε το έκανε κιόλας, έριξε το περίφημο σύνθημα: “Το 1956 θα είμαστε ή ελεύθεροι ή μάρτυρες” και δήλωσε ότι πριν καλά-καλά τελειώσει η χρονιά αυτή, θα αποβιβαζόταν σε κάποια γωνιά της Κούβας, επικεφαλής του εκστρατευτικού στρατού του.” 
Από το βιβλίο του Ερνέστο Γκεβάρα Λίντς, Ο γιος μου ο Τσε.

Ο Φιντέλ Κάστρο για τον Τσε Γκεβάρα:
“Μελετούσε μαρξισμό-λενινισμό, ήταν αυτοδίδακτος, μελετούσε πολύ, ήταν πεισμένος. Και η ζωή τον είχε διδάξει (...) έτσι που όταν εμείς συναντηθήκαμε με τον Τσε, αυτός ήταν ήδη διαμορφωμένος επαναστάτης. Και επιπλέον,μεγάλο ταλέντο, με μεγάλη ευφυΐα, με μεγάλες θεωρητικές δυνατότητες.”

Το 1956 οι κουβανοί επαναστάτες έκαναν γυμνάσια για τον ανταρτοπόλεμο σε ένα ράντσο έξω από την πρωτεύουσα του Μεξικού. Ο Τσε έπαιρνε πάντα βαθμό άριστα. Δεν μελετούσε μόνο αλλά δίδασκε και τους συντρόφους του, τους μάθαινε να θεραπεύουν σπασίματα, να δένουν πληγές και να κάνουν ενέσεις. Μάλιστα έκανε ο ίδιος το πειραματόζωο γι’ αυτό στη διάρκεια των πρακτικών μαθημάτων, οι μαθητές του του έκαναν πάνω από 100 ενέσεις.

Στις 22 Ιουνίου συνελήφθη ο Φιντέλ από την μεξικανική ασφάλεια σε κάποιο δρόμο της πρωτεύουσας και στις 24 η αστυνομία έκανε έφοδο στο ράντσο όπου κατάφερε να συλλάβει τον θες και μερικούς συντρόφους του. Μετά από ένα μήνα φυλάκιση άφησαν ελεύθερους όλους τους συλληφθέντες εκτός από τον Ερνέστο Γκεβάρα και τον Καλίστο Γκαρσία που κατηγορούνταν για παράνομη είσοδο στο Μεξικό.

 Στις 25 Νοεμβρίου στις δύο τα ξημερώματα από τον ποταμό Τουσπάν σαλπάρει το πλοιάριο Γκράνμα, με διαταγή του Φιντέλ. Ο Τσε Γκεβάρα μαζί με 81 άντρες στο υπερφορτωμένο και με σβηστά τα φώτα πλοιάριο απομακρύνθηκαν με δυσκολία μία θυελλώδη νύχτα που απαγορευόταν ο απόπλους με κατεύθυνση την Κούβα. Στις 2 Δεκεμβρίου η ομάδα αποβιβάζεται κοντά στην ακτή Λας Κολοράδας, στο Μπέλικ. 

Η Επανάσταση στην Κούβα

Η επανάσταση στην Κούβα ξεκινάει. Στις 17 Γενάρη του 1957 ο αντάρτικος στρατός σημειώνει την πρώτη του νίκη. Στις 12 Ιουλίου ο Τσε είχε προαχθεί σε λοχαγό, ενώ 9 μέρες αργότερα στις 21 Ιουλίου ο Φιντέλ του απένειμε το βαθμό του κομαντάντε. Ήταν ο πρώτος μαχητής που ο επικεφαλής κομαντάντε των ανταρτικών δυνάμεων του απένειμε αυτό το βαθμό. 

Παράτολμη ανδρεία

Όταν ο σύντροφος Χοέλ Ιγλέσιας έπεσε αναίσθητος, λόγω τραυματισμού του με πέντε σφαίρες στα πόδια στα χέρια και στο πρόσωπο, που του κατάφεραν τρεις στρατιώτες που είχαν καλυφθεί σε μία στροφή του δρόμου, ο Τσε, ακούγοντας τους πυροβολισμούς, κατευθύνθηκε στο συγκεκριμένο μέρος, πήγε, πήρε τον Χοέλ στην πλάτη του και τον μετέφερε εκεί όπου βρίσκονταν οι άλλοι σύντροφοι. Οι τρεις στρατιώτες συνελήφθησαν και όταν τους ρώτησαν γιατί δεν πυροβόλησαν τον Τσε, απάντησαν ότι τους προκάλεσε έκπληξη, γιατί δεν μπορούσαν να φανταστούν, δεν περίμεναν να πάει κάποιος ξαφνικά να μεταφέρει τον τραυματία και τα ‘χασαν.

Μέλος της Κουβανικής Κυβέρνησης

Με τη νίκη της Επανάστασης την Πρωτοχρονιά του 1959, διορίζεται στρατιωτικός αρχηγός του οχυρού Λα Καμπάνια. Στις 9 Φλεβάρη του 1959, σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του στην Κούβα, ανακηρύσσεται από το υπουργικό συμβούλιο Κουβανός πολίτης από γέννα. Στις 2 Ιουνίου το 1959 παντρεύεται σε δεύτερο γάμο με τη συντρόφισσα του στον αγώνα Αλέιδα Μαρτς ντε λα Τόρε, με την οποία θα αποκτήσει τέσσερα παιδιά (Αλέιδα, Καμίλο, Σέλια και Ερνέστο).


Στις 12 Ιουνίου ξεκινάει ταξίδι σε αφροασιατικές χώρες (Αίγυπτος, Ιαπωνία, Ινδονησία, Κεϋλάνη, Πακιστάν, Μαρόκο Γιουγκοσλαβία). Θα επιστρέψει στην Κούβα στις 5 Σεπτεμβρίου ενώ στις 21 Οκτώβρη ξεκινάει επικεφαλής μιας εμπορικής κουβανικής αποστολής για το πρώτο του ταξίδι στις σοσιαλιστικές χώρες (Τσεχοσλοβακία, ΕΣΣΔ, Κίνα και Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας).

Συναντήθηκε με τους κυριότερους πολιτικούς ηγέτες του σοσιαλιστικού μπλοκ της εποχής, από τον Μάο Τσε Τουνγκ και τον Γκαμάλ Αμπντελ Νάσερ μέχρι τον αντιπρόεδρο Μικογιάν της ΕΣΣΔ και τον Ζόζεφ Τίτο της Γιουγκοσλαβίας. Ταυτόχρονα συνάντησε σημαίνουσες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο ρώσος κοσμοναύτης Γιούρι Γκαγκάριν και το θρυλικό ζεύγος της γαλλικής διανόησης Ζαν Πολ Σαρτρ και Σιμόν ντε Μποβουάρ.

Στη διάρκεια της παραμονής του στην Κούβα του ανατέθηκαν διαφορά καθήκοντα και αποστολές, όπως το καθήκον της εκβιομηχάνισης, επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας, ενώ ξεχώρισε στην οργάνωση των σημερινών επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων. Διακρίθηκε σαν πολιτικό στέλεχος, κυρίως λόγω της στενής του σύνδεσης με τις μάζες, επισκεπτόταν τα μέρη όπου είχε αναλάβει ευθύνες, προσανατολίζοντας και ελέγχοντας τη δουλειά, απαιτώντας από τους συντρόφους σκληρή δουλειά και δουλεύοντας ταυτόχρονα και ο ίδιος σκληρά. Συνεχώς πρόσφερε εθελοντική δουλειά κάτι που ο ίδιος κυρίως την προωθούσε θεωρώντας ότι η εθελοντική δουλειά εξευγενίζει τον άνθρωπο και του έδινε άλλη διάσταση ζωής. Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στη νεολαία και έδινε μεγάλη σημασία στην προσοχή και τη διαπαιδαγώγηση των νέων. Το Φεβρουάριο του 1961 ανέλαβε υπουργός Βιομηχανίας.



Στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 μιλάει στο όνομα της κουβανικής κυβέρνησης στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όπου με αριστοτεχνικό τρόπο καταγγέλλει τις επιθέσεις των γιάνκηδων ενάντια στην Κούβα. Τον Απρίλη του 1965 έφυγε από την Κούβα για το Κονγκό επικεφαλής της κουβανικής αποστολής βοήθειας για να στηρίξει το αντάρτικο κίνημα αυτής της χώρας και έμεινε μέχρι το Νοέμβρη του 1965. 


Το τέλος 

Στη Βολιβία, με στόχο τη δημιουργία αντάρτικου στρατού και την ανατροπή του εκεί δικτατορικού καθεστώτος. Απώτερος σκοπός ήταν η διάδωση, με τη μορφή του ντόμινο, της επαναστατικής φλόγας σε όλην τη Λατινική Αμερική.

Από τον Μάρτη του 1965 ο Τσε σταμάτησε να εμφανίζεται δημόσια. Η εχθρική προπαγάνδα προσπαθεί να διαδώσει πολλές και διάφορες φήμες για τους λόγους της αινιγματικής του εξαφάνισης. Τον Οκτώβρη δημοσιεύτηκε το αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τον Φιντέλ ενώ ακόμη ο ίδιος βρισκόταν στο Κονγκό. Ο Τσε έφτασε στη Βολιβία το Νοέμβρη του 1966, ξυρισμένος και σαν έμπορος από την Ουρουγουάη, με το όνομα Αδόλφο Μένα και εγκαταστάθηκε μαζί με τους συντρόφους του στο αγρόκτημα που είχε αγοράσει ο Βολιβιανός αντάρτης Κόκο Περέδο. 

Τα πράγματα στη Βολιβία όμως απεδείχθησαν ιδιαίτερα περίπλοκα. Οι χωρικοί, φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι από το καθεστώς, δεν ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν τους αντάρτες ενώ το επίσημο κομμουνιστικό κόμμα της χώρας αρνήθηκε να συνδράμει τον Τσε και τους επαναστάτες.

Στη μάχη στη χαράδρα του Γιούρο στις 8 Οκτωβρίου 1967, με πληγωμένο το ένα πόδι έτσι που να μην μπορεί να περπατήσει, με το όπλο του κατεστραμμένο από σφαίρα και το πιστόλι του χωρίς φυσίγγια, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος το απόγευμα και οδηγείται στο χωριό Λα Ιγέρα, όπου τον κράτησαν μέχρι τις 9 του Οκτώβρη οπότε και τον δολοφόνησαν με εντολή των ανώτατων αρχών της Βολιβίας και των συμβούλων τους της CIA. 

Την επομένη της εκτέλεσης, έπειτα από τη νεκροψία στο νοσοκομείο Σαν Χοσέ ντε Μάλτα, το σώμα του Τσε μεταφέρθηκε στο πλυσταριό του χωριού όπου και εκτέθηκε, ως απόδειξη του βολιβιανού στρατού προς τον δύσπιστο διεθνή τύπο. Πέραν του πλήθους των ντόπιων που συγκεντρώθηκαν, στο σημείο παρεβρίσκονταν τέσσερις ανταποκριτές από εφημερίδες του εξωτερικού. Η εικόνα του νεκρού επαναστάτη – που κείτονταν σαν ένας σύγχρονος Χριστός, σύμφωνα με βρετανό κριτικό τέχνης Τζον Μπέργκερ –  έκανε το γύρο του κόσμου. Προς μακάβρια απόδειξη του ότι ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν πλέον εν ζωή, οι βολιβιανές αρχές ζήτησαν τον ακρωτηριασμό των άνω άκρων του επαναστάτη, τα οποία στάλθηκαν στο Μπουένος Άιρες γιά επιστημονική επιβεβαίωση της ταυτότητας του νεκρού. Ο Τσε και άλλοι έξι σύντροφοι του ετάφησαν σε ένα χωράφι στο χωριό Βαλεγκράντε, σε μιά επιχείρηση των βολιβιανών αρχών που κρατήθηκε υπό απόλυτη μυστικότητα.


Στις 15 Οκτωβρίου ο Φιντέλ Κάστρο παραδέχθηκε δημοσίως το θάνατο του συναγωνιστή του, κηρύττωντας στο νησί τρείς ημέρες εθνικού πένθους. Στις 18 του ίδιου μήνα ο κουβανός ηγέτης μίλησε ενώπιων εκατομμυρίων ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα προς τιμήν του Τσε. Εξαίροντας την προσωπικότητα και τη δράση του Γκεβάρα, ο Κάστρο τόνισε μεταξύ άλλων:
«Εάν θέλουμε να εκφράσουμε το πως θα θέλαμε να είναι οι άνδρες των επόμενων γενεών, πρέπει να πούμε: Ας είναι όπως ο Τσε! Εάν θέλουμε να πούμε πως επιθυμούμε να εκπαιδευτούν τα παιδιά μας, πρέπει χωρίς αμφιβολία να πούμε: Θέλουμε να εκπαιδευτούν σύμφωνα με το πνεύμα του Τσε!».


Στα 39 του χρόνια επήλθε ο φυσικός θάνατος του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, του Ηρωικού Αντάρτη. Τον δολοφόνησαν γιατί ήταν πολύ επικίνδυνος ζωντανός γι’ αυτούς που αρέσκονται να καταπιέζουν τους λαούς. Σήμερα είναι γίγαντας, οι επαναστατικές ιδέες του δεν θα ξεχαστούν ποτέ, γιατί όπως είπε ο Φιντέλ Κάστρο

“Ο Τσε σαν επαναστάτης συγκέντρωνε εκείνες τις αρετές που μπορούν να οριστούν σαν η πιο τέλεια έκφραση των αρετών του επαναστάτη: άνθρωπος τέλειας ακεραιότητας, υπέρτατης τιμιότητας, απόλυτης ειλικρίνειας, άνθρωπος στωικού και σπαρτιατικού τρόπου ζωής, ένας άνθρωπος με μία συμπεριφορά στην οποία δεν μπορούσες να βρεις ούτε ένα ψεγάδι.”

Το σώμα του Τσε παρέμεινε θαμμένο στο Βαλεγκράντε της Βολιβίας γιά τριάντα ολόκληρα χρόνια. Έρευνες Κουβανών και άλλων λατινοαμερικάνων επιστημόνων το 1997, οδήγησαν στην ανακάλυψη του ομαδικού τάφου των επτά ανταρτών. Αφού πιστοποιήθηκε η ταυτότητα των οστών, το λείψανο του Τσε μεταφέρθηκε στην Κούβα όπου και ενταφιάστηκε σε ειδικό μαυσωλείο που χτίστηκε στην πόλη Σάντα Κλάρα.



Αυτός είναι ο Τσε που γνωρίσαμε, ή καλύτερα, που γνωρίζουμε, γιατί όπως είπε ο Φιντέλ σε κάποια περίπτωση, για τον Ερνέστο Γκεβάρα δεν θα μπορέσουμε να μιλήσουμε ποτέ σε παρελθόντα χρόνο. 


Πηγή: Che, Ο Ηρωικός Αντάρτης, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, guevaristas.org

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άντον Τσέχωφ: Ο Γλάρος - Αποσπάσματα

Ντάριο Φο: Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες...

Λόρδος Βύρων - Αποφθέγματα

Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης - Η παλαιότερη εν ενεργεία μονή στη Ελλάδα και την Ευρώπη

Δάντης Αλιγκέρι - Αποφθέγματα

Κεραυνοί: Τι είναι - ποια τα είδη τους

Ναπολέων Λαπαθιώτης - Αποφθέγματα