Μπέρτολτ Μπρεχτ - Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα, Αποσπάσματα



Πράξη πρώτη

Μπάλικε:

Σήμερα κλείνουν 4 χρόνια από τότε που είναι αγνοούμενος. Δε θα επιστρέψει ποτέ ξανά. Οι καιροί είναι διαβολικά αβέβαιοι. Σήμερα ο κάθε άνθρωπος αξίζει το βάρος του σε χρυσάφι. Δύο χρόνια πρωτύτερα θα είχα δώσει ήδη την ευχή μου. Ο αναθεματισμένος συναισθηματισμός σας μου είχε πιπιλίσει τα αυτιά. Τώρα πατάω μέχρι και επί πτωμάτων.

Κυρία Μπάλικε:

Ήταν τόσο καλός άνθρωπος. Ήταν ένας άντρας τόσο παιδί.

Μπάλικε:

Τώρα είναι σαπισμένος, έχει λιώσει τελείως.

Κυρία Μπάλικε:

Αν επιστρέψει!

Μπάλικε:

Από τους ουρανούς δε γύρισε ποτέ κανείς.

[...]

Μπάλικε:

Αυτός ο Μουρκ είναι εξαίρετο παλικάρι, για το οποίο θα έπρεπε να ευχαριστούμε γονατιστοί το Θεό.

Κυρία Μπάλικε:

Βγάζει χρήματα αυτός, ναι. Μα σύγκρινέ τον με τον άλλον! Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου.

Μπάλικε:

Να τον συγκρίνω με το κουφάρι; Σ’ το λέω: ή τώρα ή ποτέ! Τι περιμένει, τον Πάπα; Ή μήπως τον θέλει αράπη; Μπούχτισα με τα ρομάντζα.

Κυρία Μπάλικε:

Κι όταν έρθει, το κουφάρι, που τώρα σαπίζει, οπως λες, απ’ τον Ουρανό ή απ’ την κόλαση -και πει: “Είμαι ο Κράγκλερ” -, ποιος θα του ανακοινώσει τότε ότι αυτός είναι ένα κουφάρι και ότι η δικιά του κοιμάται μ’ άλλον στο κρεβάτι;

Μπάλικε:

Θα του το ανακοινώσω εγώ! Και τώρα πες σ’ αυτό το υποκείμενο, την κόρη σου, ότι εγώ μπούχτισα πια! Το γαμήλιο εμβατήριο θα παιανίσει και γαμπρός είναι ο Μουρκ.


Άννα:

Τι έχεις λοιπόν Φρίντριχ; Πραγματικά είσαι κάτωχρος!

Μουρκ:

Το κοκκινέλη χρειάζεται πιθανώς για τους αρραβώνες; (Σιωπή) Ήταν κάποιος εδώ; Ήταν κανείς εδώ; Τώρα γιατί έγινες άσπρη σαν τον ασβέστη; Ποιος ήταν εδώ;

Άννα:

Κανένας! Κανένας δεν ήταν εδώ! Μα τι έχεις λοιπόν;

Μουρκ:

Τότε προς τι αυτή η πρεμούρα; Δε με γελάς εμένα! Λοιπόν, έτσι του γουστάρει του πατέρα σου! Όμως μέσα σ’ αυτήν την τρόγλη δεν κάνω κανέναν αρραβώνα!

Άννα:

Μα ποιος μίλησε για αρραβώνα;

Μουρκ:

Η γριά. Το μάτι του κυρίου ποιήσας λίπος τα βοοειδή. (Πηγαινοέρχεται ανήσυχος) Τέλος πάντων, και πότε;

Άννα:

Βασικά εσύ κάνεις σαν να χολοσκάν οι γονείς μου για τον αρραβώνα! Οι γονείς μου δεν χολοσκάν καθόλου, μάρτυς μου ο Θεός! Δεν τους καίγεται ούτε καρφάκι!

Μουρκ:

Αλήθεια, πότε έλαβε την Πρώτη Κοινωνία;

Άννα:

Τώρα θαρρώ ότι τα νομίζεις όλα κάπως εύκολα.

Μουρκ:

Α έτσι; Είναι ο άλλος;

Άννα:

Εγώ δεν είπα τίποτα για τον άλλον.

Μουρκ:

Όμως εκεί κρέμεται, και εκεί είναι, και εκεί γυροφέρνει!

Άννα:

Αυτό ήταν πολύ διαφορετικό. Αυτό ήταν κάτι που εσύ δεν μπορείς ποτέ να το νιώσεις, γιατί ήταν κάτι πνευματικό.

Μουρκ:

Και αυτό μεταξύ μας, αυτό είναι σαρκικό;

Άννα:

Αυτό μεταξύ μας δεν είναι τίποτα!

Μουρκ:

Έλα τώρα! Τώρα είναι κάτι!

Άννα:

Δεν το καταλαβαίνεις.

Μουρκ:

Α, τώρα δα θα ειπωθούν εδώ κι άλλα λόγια!

Άννα:

Το πιστεύω.

Μουρκ:

Σταματώ λοιπόν!

Άννα:

Αυτή είναι η ερωτική σου εξομολόγηση;

Μουρκ:

Όχι, αυτή θα έρθει αργότερα.

Άννα:

Στο τέλος τέλος, υπάρχει ένα εργοστάσιο κανίστρων.

Μουρκ:

Κι εσύ είσαι μία σκύλα! Δεν μυρίστηκαν τίποτα πάλι εψές το βράδυ;

Άννα:

Ω Φρήντριχ! Αυτοί κοιμούνται σαν μαρμότες! (Προσκολλάται πάνω του)

Μουρκ:

Εμείς όχι!

Άννα:

Κατεργάρη!

Μουρκ:

(Την αρπάζει, τη φιλάει, αλλά με αταραξία) Σκύλα!

Άννα:

Σώπασε πια! Ένα τρένο περνάει μες στη νύχτα! Ακούς; Μερικές φορές φοβάμαι ότι θα έρθει. Με πιάνει ένα σύγκρυο στη ραχοκοκαλιά.

Μουρκ:

Η μούμια; Εγώ θα την προϋπαντήσω. Εσύ, σ’ το λέω: πρέπει να τον βγάλεις έξω απ’ αυτή τη συναλλαγή! Κανένα ξυλιασμένο κουφάρι στο κρεβάτι ανάμεσά μας! Δεν θα ανεχτώ έναν δεύτερο άντρα δίπλα μου!

Άννα:

Μη θυμώνεις! Έλα, Φρήντριχ, συγχώρα με!

Μουρκ:

Ο Άγιος Ανδρέας; Η χίμαιρα! Αυτός θα ζήσει πολύ λιγότερο μετά το γάμο μας απ’ όσο μετά την κηδεία του. Στοίχημα; (Γελάει) Εγώ στοιχηματίζω: ένα παιδί.

Άννα:

(Κρύβει το πρόσωπό της επάνω του) Ω, μη λες τέτοια!

Μουρκ:

(Χαρούμενα) Κι αν λέω! (Προς την πόρτα) Περάστε μέσα, μητέρα! Ελάτε, πατέρα!

Κυρία Μπάλικε:

(Κρυμμένοι πίσω από την πόρτα) Ω, παιδιά! (Αρχίζει τα αναφιλητά) Έτσι ουρανοκατέβατα!

Μπαλίκε:

Δύσκολη γέννα ε; (Γενικοί εναγκαλισμοί με συγκίνηση)

Μουρκ:

Δίδυμα! Πότε θα κάνουμε το γάμο; Ο χρόνος είναι χρήμα! 


Μπάλικε:

Οι καιροί είναι αβέβαιοι. Ο πόλεμος τελείωσε.[...] 
Η αποστράτευση επέφερε χάος, απληστία, αποκτήνωση στην ειρηνική όαση της ελεύθερης εργασίας.

[...]

Οι ύποπτες υπάρξεις αυξάνονται συνεχώς, άτομα αμφιβόλου ηθικής. Η κυβέρνηση μάχεται πολύ χλιαρά τα όρνεα που απεργάζονται την ανατροπή. (Ξεδιπλώνει ένα φύλλο εφημερίδας). Οι μαστιζόμενες μάζες είναι πλέον χωρίς ιδανικά. Το χειρότερο όμως, μπορώ να το ομολογήσω εδώ, οι στρατιώτες απ’ το μέτωπο, αποκτηνωμένοι, κοπρίτες, απογαλακτισμένοι τυχοδιώκτες από την εργασία, που δεν τους είναι πια ιερή. Πράγματι, μια σκληρή εποχή, ένας άντρας αξίζει πια χρυσάφι, Άννα. Γραπώσου πάνω του γερά. Κοίτα να σκαρφαλώσεις ψηλά, αλλά πάντοτε μαζί ζευγάρι, πάντοτε όλο και πιο ψηλά. 

Μουρκ:

Μπράβο! Να τι είναι άντρας, να τι καταφέρνει. Αγκωνιές πρέπει να δίνει, μπότες πεταλομένες πρέπει να φοράει, και το κεφάλι να κοιτάει πάντα μπροστά, ποτέ κάτω. Γιατί όχι, Άννα! Προέρχομαι κι εγώ από χαμηλά. Μικρός για τα θελήματα, τσιράκι στο μηχανουργείο, ένα κόλπο εδώ, μια κομπίνα εκεί, οτι μάθαινα εδώ, το χρησιμοποιούσα εκεί. Ολάκερη η Γερμανία μας έτσι πρόκοψε! Δε φορούσα ανέκαθεν γάντια στα χέρια, αλλά ανέκαθεν δούλευα σκληρά, μάρτυς μου ο Θεός! Τώρα είμαστε από πάνω! (Το γραμμόφωνο παίζει: Ich bete an die Macht der Liebe)

[...]

Μπάλικε:

Κι αυτό με τη δουλειά, Φριτζ, με τα κιβώτια πυρομαχικών, τώρα πια είναι ασύμφορο πράμα. Το πολύ μερικές βδομάδες ακόμα εμφυλίου πολέμου, ύστερα τέλος! Προτείνω, χωρίς πλάκα το καλύτερο: καροτσάκια για μωρά. Το εργοστάσιο προσφέρεται από κάθε άποψη. (Παίρνει τον Μουρκ από το μπράτσο και τον πάει πίσω. Τραβάει τις κουρτίνες) Νέο Κτίριο Δύο, Νέο Κτίριο Τρία. Όλα γερές κατασκευές και μοντέρνα. Άννα, κούρδισε το γραμμόφωνο! Αυτό με συγκινεί πάντα (Το γραμμόφωνο παίζει: Deutschland, Deutschland uber alles). 


Μουρκ:

Είναι ένας άντρας στην αυλή του εργοστασίου, εκεί! Τι συμβαίνει;

Άννα:

Είναι τόσο ανατριχιαστικό. Θαρρείς ότι κοιτάζει προς τα εδώ! 

Μπάλικε:

Πιθανόν ο φύλακας! Τι χάσκεις, Φριτζ; Σου ‘κατσε κάτι στο λαιμό; Τα θηλυκά μάλιστα, να ωχριούν έτσι!

Μουρκ:

Μόλις μου ήρθε μια παράξενη ιδέα, ξέρεις: ο Σπάρτακος…

Μπάλικε:

Κουραφέξαλα, εμείς εδώ δεν έχουμε καθόλου τέτοια. (Απομακρύνεται δυσάρεστα επηρεασμένος) Λοιπόν, αυτά για το εργοστάσιο! Ο πόλεμος μου έφερε αυτό που λένε προκοπή! Το χρήμα μάλιστα έρρεε στο δρόμο, γιατί να μην το μαζέψω, θα ‘μουν θεότρελος. Άσε που θα το μάζευε κανένας άλλος. Ο θάνατος της γουρούνας είναι η γέννηση του λουκάνικου! Αν το παρατηρήσεις δεόντως, ο πόλεμος ήταν τύχη για μας! Έχουμε εξασφαλιστεί, νοικοκυρεμένα, πλήρως, άνετα. Μπορούμε να παράγουμε παιδικά καροτσάκια, με όλη μας την ησυχία. Χωρίς βιασύνες! Κατανοητός;

[...]

Μπαμπούς (δημοσιογράφος):

Παιδιά, περιχαρακωθείτε καλά για τη σαββατιάτικη Σύναξη των Μαγισσών που ετοιμάζουν οι Κόκκινοι. Ο Σπάρτακος κινητοποιηθηκε. Οι διαπραγματεύσεις ματαιώθηκαν. Σε εικοσιτέσσερις ώρες το Πυροβολικό θα ανοίξει πυρ επάνω στο Βερολίνο!

Μπάλικε:

Μάλιστα, διάολε, οι μάγκες δεν ικανοποιήθηκαν λοιπόν;

[...]

Μπαμπούς:

Στις κεντρικές συνοικίες της πόλης τα πάντα είναι ήσυχα ακόμα. Αλλά λένε: θέλουν να καταλάβουν τις εφημερίδες.

Μπάλικε:

Τι! Εμείς κάνουμε αρραβώνα! Ειδικά μια τέτοια μέρα! Πανηλίθιοι!

Μουρκ:

Να του στήσουν όλους στον τοίχο!

Μπάλικε: 

Όποιος δηλώνει δυσαρεστημένος, στον τοίχο!

Μπαμπούς:

Οι Σπαρτακιστές έχουν συσσωρεύσει ένα βουνό όπλα. Σκυλολόι που ζει και δρα υπογείως στα σκοτάδια!


Κράγκλερ:

Είμαι ο Κράγκλερ.

Κυρία Μπάλικε:

Παναγία μου … (Στηρίζεται στο τραπεζάκι της τουαλέτας με κομμένα γόνατα)

Κράγκλερ:

Μα τι χάσκεις, βλέπεις λοιπόν κάτι απόκοσμο, αλλούτερο; Σάμπως πετάξατε λεφτά για στεφάνια; Λυπάμαι γι’ αυτό! Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω: έχω σταδιοδρομήσει ως φάντασμα στο Αλγέρι. Αλλά τώρα το πτώμα έχει δολοφονική όρεξη. Θα μπορούσα να φάω ακόμα και σκουλήκια! Μα τι έχεις λοιπόν, μητέρα Μπάλικε;

[...]

Μόνο μη μου σωριαστείς χάμω τώρα! Ορίστε μια καρέκλα. Ένα ποτήρι νερό κάπου θα βρεθεί. Ξέρω αρκετά καλά τα κατατόπια εδώ ακόμα. Κρασί! Του Νίρσταϊν! Πάντως για φάντασμα, είμαι πολύ ζωντανός!

Μπάλικε:

(Έρχεται απ’ έξω) Αντε έλα, γριά! Εμπρός, μαρς! Είσαι όμορφη, γλυκέ μου άγγελε! (Μπαίνει μέσα) Μα τι;

Κράγκλερ:

Σπέρα, κύριε Μπάλικε! Η γυναίκα σου δεν είναι καλά! (Κάνει να της δώσει κρασί, αλλά εκείνη στρέφει το κεφάλι) Έλα, πιες το! Όχι; Θα σε στυλώσει αμέσως! Δεν πίστευα ότι θα με θυμάστε ακόμα τόσο καλά. Μόλις ήρθα ντουγρού από την Αφρική! Μέσω Ισπανίας, με πλαστό διαβατήριο και τα συναφή. Αλλά τώρα: που είναι η Άννα;

[...]

Μπάλικε:

Κύριε Κράγκλερ, εάν είστε αυτός που ισχυρίζεστε πως είστε, επιτρέψτε μου να σας ζητήσω να μου πείτε, τι γυρεύετε εδώ;

Κράγκλερ:

Ακούστε, ήμουν αιχμάλωτος πολέμου στην Αφρική.

Μπάλικε:

Διάολε! Ωραίο κι αυτό. Πάντα τα ίδια με σένα. Γ*** το μπουρδέλο μου μέσα! Τέλος πάντων, τι θέλεις; Τι θέλεις; Η κόρη μου, σήμερα τ’ απόγευμα, δεν έχει ούτε μισή ώρα που αρραβωνιάστηκε.

Κράγκλερ:

Τι πάει να πει αυτό;

Μπάλικε:

Εσύ έλειπες τέσσερα χρόνια. Εκείνη περίμενε τέσσερα χρόνια. Εμείς περιμέναμε τέσσερα χρόνια. Τώρα τελείωσε πια και δεν υπάρχει πλέον καμία προοπτική για σένα εδώ πέρα. ... Κύριε Κράγκλερ, έχω κάποιες υποχρεώσεις για απόψε το βράδυ.

Κράγκλερ:

Υποχρεώσεις…; (Αφηρημένος) Ναι…

Κυρία Μπάλικε:

Κύριε Κράγκλερ, μην το παίρνετε τόσο κατάκαρδα. Υπάρχουν τόσα πολλά κορίτσια. Έτσι είναι, μάτσο. Μάθετε να υποφέρετε, δίχως να παραπονιέστε!

Κράγκλερ:

Άννα... 



Δεύτερη πράξη

Στο Πικαντίλλυ Μπαρ

Κραγκλερ:

Άννα!

Άννα:

(Βγάζει σιγανή κραυγή)

(Όλοι στρέφουν να δουν, αναπηδούν. Αναταραχή. Ταυτόχρονα:)

Μπάλικε:

Διάολε! Ο βρικόλακας.

Κυρία Μπάλικε:

Χριστέ μου! Κρα…

Μουρκ:

Πετάξτε τον έξω! Πετάξτε τον έξω!

Μπάλικε:

Είναι πιωμένος, σίγουρα.

Μουρκ:

Γκαρσόν! Αυτό είναι παραβίαση οικογενειακού ασύλου! Πετάξέ τον έξω!

[...]

Μπάλικε:

Είσαι πιωμένος; Απένταρε! Αναρχικέ! Παλιοφαντάρε! Πειρατή! Σταφιδιαμένε βρικόλακα! Πού άφησες το σάβανο σου;

Μπαμπούς:

[...] Έξω όλοι σας! Πρέπει να του επιτραπεί να πει έναν λόγο. Έχει το δικαίωμα. (Στην κυρία Μπάλικε) Δεν έχεις αισθήματα; Έλειπε 4 χρόνια. Είναι ζήτημα καρδιάς.

Κυρία Μπάλικε:

Όμως αυτή μόλις και βαστάει τα πόδια της, εγινε κάτασπρη σαν σεντόνι.

Μπαμπούς:

(Στον Μουρκ) Αυτή είδε το πρόσωπό του! Αυτή το είχε ήδη δει! Κάποτε ήταν σαν το γάλα και σαν κορόμηλο! Τώρα είναι σαν σάπιος χουρμάς! Μη φοβάσαι λοιπόν καθόλου!

[...]

Κράγκλερ:

Όλα είναι σαν να έσβησαν απ’ το κεφάλι μου, μου έχει απομείνει πια μονάχα ο ιδρώτας, δεν καταλαβαίνω τίποτα πια.

Άννα:

Δεν σε κατασπάραξαν τα ψάρια;

Κράγκλερ:

Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.

Άννα:

Δεν ανατινάχτηκες στον αέρα;

Κράγκλερ:

Δεν μπορώ να σε καταλάβω.

Άννα:

Δεν σου διαπέρασε σφαίρα το κρανίο;

Κράγκλερ:

Γιατί με κοιτάς έτσι; Μοιάζω πεθαμένος; Γύρισα σε σένα σαν ένα γέρικο σκυλί. Το δέρμα μου είναι σαν του καρχαρία, μαύρο. Και ήμουν σαν το γάλα και ροδοκόκκινος. Και τώρα αιμορραγώ κάθε στιγμή, απλώς κυλάει το αίμα μακριά μου…



Άντρας:

Κύριοι, ζητούμε να μείνετε ήσυχοι. Σας συνιστούμε, να μην εγκαταλείψετε το μαγαζί. Ξέσπασαν ταραχές. Στη συνοικία των εφημερίδων γίνονται επεισόδια. Η κατάσταση είναι έκρυθμη.

Μπάλικε:

Οι Σπαρτακιστές! Οι φίλοι σου, κύριε Αντρέα Κράγκλερ! Οι σκοτεινοί συνεργοί σου! Οι σύντροφοί σου, ουρλιάζουν στη συνοικία των εφημερίδων και βρομούν φόνο και πυρκαγιά. Ζώα! Ζώα! Κτήνη! Θηρία! Όποιος ρωτήσει, γιατί είστε θηρία: τρώτε κρέας! Πρέπει να αφανιστείτε.

Σερβιτόρος:

Από εσάς! Εσείς θα μας αφανίσετε, σαπιοκοιλιά!

[...]

Σερβιτόρος:

Αυτό το πράμα δεν είναι άνθρωπος! Είναι βόδι!

Μουρκ:

Κλείστε την κουρτίνα! Βρικόλακες!

Σερβιτόρος:

Εμείς θα πρέπει να στηθούμε στον τοίχο, που χτίσαμε με τα ίδια μας τα χέρια και από πίσω του εσείς να γεμίζετε με κιουρασώ την μπάκα σας! 

Κράγκλερ:

Αυτό είναι το χέρι μου και αυτή είναι η αρτηρία μου. Άνοιξέ την! Αν τα τινάξω, εδώ θα πλημμυρίσει το αίμα.

Μουρκ:

Βρικόλακα! Βρικόλακα! Τι πραγματικά είσαι, τέλος πάντων; Πρέπει εγώ να μουλώξω, επειδή εσύ έβγαλες αφρικανικό δέρμα; Και βρυχώνται στη συνοικία των εφημερίδων; Τι φταίω εγώ, πού ήσουν στην Αφρική; Τι φταίω εγώ, που δεν ήμουν στην Αφρική;

Σερβιτόρος:

Πρέπει να πάρει πίσω τη γυναίκα του! Είναι απάνθρωπο!

Κυρία Μπάλικε:

Όλοι τους είναι άρρωστοι! Όλοι έχουν κάτι! Σύφιλη! Σύφιλη! Όλοι τους έχουν σύφιλη! 
[...]
Θα μου κάνεις τη χάρη να αφήσεις το παιδί μου ήσυχο! Θα αφήσεις το παιδί μου ήσυχο! Ύαινα! Γουρούνι, εσύ!

Άννα:

Aντρέε, δε θέλω! Με πεθαίνεις!

[...]

Σερβιτόρος:

Αυτό είναι απάνθρωπο. Πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη. 

Κυρία Μπάλικε:

Σιωπή εσυ! Λακέ! Παλιάνθρωπε, παράγγειλα κιουρασώ, ακούς! Θα σε διαολοστείλουν!

[...]

Κράγκλερ:

Φύγε από δω! Μπούχτισα πια! Τι ανθρωπισμός! Τι θέλει αυτή η μπεκρου γελάδα; Ήμουν μόνος κι έρημος και θέλω να έχω τη γυναίκα μου. Τι θέλει αυτός ο μπεκρούλιακας αρχάγγελος! Θέλεις να παζαρέψεις τη μήτρα της όπως μία λίβρα καφέ; Αν την αποκόλλησης από μένα με σιδερένια τσιγκέλια, απλώς θα την κάνεις κομμάτια.

[...]

Άννα:

Αντρέε, δεν ξέρω, είμαι τόσο ελεεινή, Αντρέε! Δεν μπορώ να σου πω τίποτα, δεν κάνει να ρωτάς. Δεν μπορώ να γίνω δική σου. Ο Θεός ξέρει. Και σε ικετεύω, Αντρέε, να φύγεις.


Τρίτη πράξη

Άννα:

Υπήρχε ένα στρόβιλος πίσω του και ένα μικρό τρένο και ήταν πολύ ισχυρό και ήταν ισχυρότερο από οτιδήποτε άλλο, και τώρα φεύγω και τώρα έρχομαι και τώρα είμαστε τελειωμένοι και οι δυο, εγώ κι αυτός. Γιατί πού πηγαίνει; Ο Θεός τουλάχιστον ξέρει, πού είναι; Πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος κι αυτός που είναι; Εσύ Μάνκε πήγαινε στο μπαρ σου, σε ευχαριστώ, και πάρε κι αυτόν εκεί! Εσύ όμως, Μπαμπ, έλα μαζί μου!

Μουρκ:

Πού πάει;

Μπαμπούς:

Καλά τώρα καλπάζει σαν Βαλκυρία μες στα βούρλα, νεαρέ.

Μάνκε:

Ο αγαπητικός έχει ήδη χαθεί, αλλά η ερωμένη σπεύδει ξοπίσω του με τα φτερά του έρωτα. Ο ήρωας έχει ανατραπεί, αλλά η ανάληψη του είναι ήδη προετοιμασμένη.

Μπαμπούς:

Όμως ο αγαπητικός θα διαολοστείλει την ερωμένη στον υπόνομο και θα προτιμήσει την κατάβαση στον Άδη. Ω ρομαντικέ παρλαπίπα, εσύ!

Μάνκε:

Αυτή εξαφανίστηκε κιόλας, σπεύδοντας στη συνοικία των Εφημερίδων. Εξακολουθεί να διακρίνεται σαν ένα λευκό πανί, σαν μια ιδέα, σαν μια τελευταία στροφή τραγουδιού, σαν ένας εκστασιασμένος κύκνος που πετά πάνω απ’ τα νερά…

Μπαμπούς:

Και τι θα γίνει με αυτό το μπεκρολίβαδο εκεί πέρα;

Μουρκ:

Εγώ θα μείνω εδώ. Κάνει κρύο. Οταν δυναμώσει περισσότερο, θα ξαναγυρίσουν. Εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτα απολύτως, επειδή δεν γνωρίζεις τα άλλα. Ασ’ τηνε να τρέξει! Δε θα πάρει δύο! Μία παράτησε, και δύο ξαμολήθηκαν πίσω του. (Γελάει)

Μπαμπούς:

Αυτή τώρα εξαφανίστηκε, μα τω Θεώ, σαν μια τελευταία στροφή τραγουδιού!


Μάνκε:

Στο αποστακτήριο του Γκλουμπ, στην οδό Τσάουζε! [...] Η επανάστασή τους κατασπάραξε, θα βρουν άραγε ο ένας τον άλλον; 




Τέταρτη πράξη:

Κράγκλερ:

Ξεχαστεί; Είπες αδικία, αδελφέ κόκκινε κύριε; Τι λέξη είναι κι αυτή πάλι, αδικία! Επινοούν βροντερά τέτοιες λεξούλες και τις ξαμολάνε στον αέρα, κι ύστερα θα μπορούν να αποταμιεύουν, και μετά θα ξεχαστούν όλα. Ο μεγάλος αδελφός κοπανάει μπουνιά στο στόμα του μικρού, ο πλούσιος κοιλαράς βουτάει το αφρόγαλα, και τότε ξεχνιούνται όλα μια χαρά.


Πέμπτη πράξη:

Μπαμπούς:

Πρέπει να γυρίσεις σπίτι.

Άννα:

Δεν μπορώ να το κάνω πια. Τι ωφελεί, περίμενα τέσσερα χρόνια με τη φωτογραφία και πήρα έναν άλλον. Φοβόμουν τη νύχτα.


Κράγκλερ:

Είναι κανονικό θέατρο. Όλα στημένα! Υπάρχει σκηνή και ένα χάρτινο φεγγάρι και από πίσω ένα χασάπικο, που είναι το μόνο ολοζώντανο. Παράτησαν το ταμπούρλο τους. Ο μισός Σπαρτακιστής ή Η δύναμη της αγάπης. Το λουτρό αίματος στη συνοικία των εφημερίδων ή Κάθε άνθρωπος είναι ο καλύτερος άνθρωπος για τον εαυτό του. Ή ταν ή επί τας! Η γκάιντα τσαμπουνάει, οι φτωχοί πεθαίνουν στη συνοικία των εφημερίδων, τα σπίτια τους καταπλακώνουν, το πρωινό χαράζει, εκείνοι κείτονται στην άσφαλτο σαν πνιγμένα γατιά, Εγώ είμαι γουρούνι, και το γουρούνι γυρίζει σπίτι. Θα φορέσω καθαρό πουκάμισο, το τομάρι μου το έχω ακόμα, θα βγάλω το σακάκι μου, θα γυαλίσω τις μπότες μου. Οι κραυγές θα καταλαγιάσουν, αύριο το πρωί, εγώ όμως θα είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι αύριο το πρωί και θα πολλαπλασιάζω τον εαυτό μου, για να μην πεθάνω.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άντον Τσέχωφ: Ο Γλάρος - Αποσπάσματα

Παύλος Σιδηρόπουλος - Το ξύπνημα

Δάντης Αλιγκέρι - Αποφθέγματα

Ουαρσαν Σαιρ: Πατρίδα

Μέμα Σταθοπούλου

Πιέρ Πάολο Παζολίνι - Αποφθέγματα

Τ. Σ. Έλιοτ - Αποφθέγματα