Τσέζαρε Παβέζε - Πριν αλέκτορα φωνήσαι, Απόσπασμα
Η φυλακή
Ο Στέφανο ήξερε πως εκείνο το χωριό δεν είχε τίποτε το παράξενο κι ότι ο κόσμος εκεί ζούσε την κάθε του μέρα, η γης έδινε τους καρπούς της και η θάλασσα ήταν η ίδια, όπως σε μια οποιαδήποτε παραλία. Ο Στέφανο λάτρευε τη θάλασσα. Σ’ όλο το ταξίδι του τη φανταζόταν σαν να ‘ταν ο ένας από τους τέσσερις τοίχους της φυλακής του. Ένας απέραντος, δροσερός, χρωματιστός τοίχος, που μέσα του θα μπορούσε να περιπλανηθεί και να ξεχάσει το κελί του.
Τις πρώτες μέρες μάλιστα γέμισε το μαντίλι του με βότσαλα και κοχύλια. Οταν ο ενωματάρχης, που σκάλιζε τα χαρτιά του, του απάντησε: “Μα βέβαια. Αρκεί να ξέρετε κολύμπι”, του φάνηκε πολύ ανθρώπινο εκ μέρους του.
Για κάμποσες μέρες ο Στέφανο παρατηρούσε προσεκτικά τους φράχτες με τις φραγκοσυκιές και τον ξεβαμμένο θαλασσινό ορίζοντα. Έμοιαζαν με κάτι το παράξενα αληθινό.Τι το περίεργο πως ήταν τοίχοι αόρατοι μιας φυλακής. Ήταν το πιο φυσικό πράγμα. Ο Στέφανο δέχτηκε απ’ την αρχή, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια, τούτο το στένεμα του ορίζοντα που λέγεται εξορία. Για κείνον που ‘βγαινε απ’ τη φυλακή ήταν η λευτεριά. Άλλωστε το ‘ξερε πολύ καλά πως ο κόσμος ήταν παντού ο ίδιος κι οι προσεχτικές και γεμάτες περιέργεια ματιές που του ‘ριχναν οι απλοί άνθρωποι, τον έκαναν να αισθάνεται σιγουριά και βεβαιότητα για τη συμπάθεια που ‘νιώθαν για κείνον. Αντίθετα, ξένα του φάνηκαν, τις πρώτες μέρες, τα ξερά κι άγονα χώματα καθώς και τα φυτά κι η θάλασσα, η άστατη. Τα κοίταζε και συνέχεια τα συλλογιόταν. Ωστόσο, καθώς η θύμηση της φυλακής σιγά-σιγά χανόταν στον αέρα, έτσι και τούτες δω οι παρουσίες χάθηκαν στο βάθος του μυαλού του. Κι ήταν στην παραλία κάποια μέρα, που ο Στέφανο ένιωσε μία καινούργια θλίψη. Είχε μόλις αλλάξει κάνα δυο κουβέντες μ’ ένα νεαρό, πού λιαζόταν στην άμμο ξαπλωμένος, κι έπεσε να κολυμπήσει ίσα με το βράχο που πήγαινε καθημερινά και του χρησίμευε για σημαδούρα. “Είναι παλιοχωριά”, του ‘χε πει εκείνος ο τύπος. ”Όλοι τους φεύγουν από δω κάτω για καλύτερα μέρη, πιότερο πολιτισμένα. Τι τα θέλετε τώρα! Σε μας έλαχε ο κλήρος να μείνουμε εδώ.”
Ήταν ένας μελαχρινός νεαρός, γεροδεμένος, που δούλευε στην οικονομική αστυνομία, της Κεντρικής Ιταλίας. Είχε μια πολύ καθαρή προφορά όταν μιλούσε, πράγμα που άρεσε στον Στέφανο, και μερικές φορές συναντιόντουσαν στην ταβέρνα.
Καθισμένος πάνω στο βράχο, με το πηγούνι ακουμπισμένο στα γόνατα, ο Στέφανο μισόκλεινε τα μάτια του κι αγνάντευε την έρημη παραλία. Ο καυτός ήλιος σκορπούσε ένα γύρω μια αίσθηση παράξενης ταραχής. Ο φύλακας είχε δέσει τη μοίρα του με τη δική του κι ο ξαφνικός πόνος του Στέφανο είχε μια γεύση ταπείνωσης. Εκείνος ο βράχος, εκείνες οι λιγοστές πήχες θάλασσας δεν του έφταναν για να δραπετεύσει απ’ την ακτή. Έπρεπε, λοιπόν, την εξορία του να την κάνει να χωρέσει ακριβώς μέσα σε κείνα τα χαμηλά σπιτάκια, να τη μοιραστεί μ’ εκείνους τους φρόνιμους ανθρώπους που είχαν μαζευτεί σε τούτη τη γωνία, ανάμεσα σ’ ουρανό και σε βουνά.
Ένας λόγος παραπάνω, αφού ο φύλακας μονάχα από ευγένεια είχε μιλήσει για πολιτισμό, πράγμα άλλωστε που και ο ίδιος ο Στέφανο υποψιαζόταν. Τα πρωινά, ο Στέφανο διέσχιζε το χωριό, περνώντας απ’ το μεγάλο δρόμο πλάι στην παραλία, κοιτάζοντας τις χαμηλές στέγες των σπιτιών και τον καθάριο ουρανό, ενώ οι άνθρωποι απ’ τα κατώφλια τους τον παρατηρούσαν με περιέργεια. Μερικά απ’ τα σπίτια ήταν δίπατα κι η φάτσα τους είχε πια ξεθωριάσει απ’ την αλμύρα. Άλλοτε πάλι, η κορφή ενός δέντρου που ξεπρόβαλε πίσω από κάποιον τοίχο, ξυπνούσε κάποιες θύμησες. Ανάμεσα απ’ τα σπίτια πρόβαλλε η θάλασσα, και καθεμιά από κείνες τις μικρές θαλασσογραφίες γέμισε με μια ευχάριστη έκπληξη τον Στέφανο, σαν το ξαφνικό ερχομό ενός φίλου. Τα σκοτεινά και άθλια σπιτάκια με τις χαμηλές πόρτες, τα λιγοστά ορθάνοιχτα παράθυρα και τα λιοκαμένα πρόσωπα, η ντροπαλοσύνη των γυναικών, ακόμα κι όταν έβγαιναν στο δρόμο για ν’ αδειάσουν τα πήλινα κανάτια τους, όλα αυτά έφτιαχναν με το φέγγος του αγέρα μια αντίθεση που μεγάλωνε την απομόνωση του Στέφανο. Ο περίπατος τελείωνε στην πόρτα του καπηλειού, όπου ο Στέφανο έμπαινε και καθόταν για να νιώσει λεύτερος ίσαμε που ‘φτανε εκείνη η καυτή ώρα για το μπάνιο.
Εκείνο τον πρώτο καιρό, ο Στέφανο περνούσε ξάγρυπνος τις ατέλειωτες νύχτες μέσα στο καλύβι του, γιατί τη νύχτα ήταν που ολάκερη η παραξενιά της μέρας τον έζωνε και τον τάραζε σαν να μυρμήγκιαζε το αίμα στο κορμί του. Μέσα στο σκοτάδι, η βουή της θάλασσας γινόταν μουγκρητό για τις αισθήσεις του, η δροσιά του αγέρα γινόταν άνεμος μεγάλος και των προσώπων η θύμηση γινόταν αγωνία. Ολάκερο το χωριό ορμούσε μέσα του τη νύχτα,στο ξαπλωμένο του κορμί. Όταν ξυπνούσε, ο ήλιος του ‘φερνε τη γαλήνη.
Καθισμένος στον ήλιο ο Στέφανο, μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού του, αφουγκραζόταν τη λευτεριά του και του φαινόταν σαν να ‘βγαινε κάθε μέρα απ’ τη φυλακή. Έμπαιναν λογιών-λογιών πελάτες στην ταβέρνα και καμιά φορά τον ενοχλούσαν. Πέρναγε κι ο ενωματάρχης καβάλα στο ποδήλατό του, κάποιες ώρες.
Ο ασάλευτος δρόμος, που λίγο-λίγο καθώς μεσημέριαζε έμοιαζε να φλέγεται, ξετυλιγόταν μοναχός του μπροστά στον Στέφανο. Μήτε ήταν ανάγκη να τον ακολουθήσει με το βλέμμα.Ο Στέφανο κουβάλαγε πάντα μαζί του ένα βιβλίο, που το ‘στηνε ανοιχτό μπροστά του και κάθε τόσο διάβαζε κι από δυο γραμμές. Τ’ άρεσε πολύ να χαιρετάει εκείνα τα γνώριμα πρόσωπα και να τον χαιρετάνε κι αυτά με τη σειρά τους. Ο φύλακας, που έπινε το καφεδάκι του όρθιος στον πάγκο, τον καλημέριζε ευγενικά.
“Είστε καθιστικός άνθρωπος”, έλεγε με μία δόση ειρωνείας.
“Σας βλέπω να κάθεστε πάντα στο τραπεζάκι ή στο βράχο.Ο κόσμος σας δεν πρέπει να είναι μεγάλος.”
“Έχω κι εγώ τους περιορισμούς μου”, αποκρινόταν ο Στέφανο. “Κι έρχομαι από μακριά.”
Ο φύλακας γελούσε. “Μου μίλησαν για την περίπτωσή σας. Ο ενωματάρχης μπορεί να ‘ναι λίγο πεισματάρης, όμως καταλαβαίνει με ποιον έχει να κάνει. Μέχρι και στην ταβέρνα σας αφήνει να κάθεστε, ενώ δεν θα ‘πρεπε.”
Ο Στέφανο δεν ήταν πάντα του σίγουρος πως ο φύλακας αστειευόταν, μάλιστα πίσω από την καθάρια του φωνή ένιωθε τη στολή.
Ένας χοντρούλης νεαρός με μπιρμπίλικα μάτια, κοντοστεκόταν στην πόρτα και τους άκουγε. Ξάφνου πεταγόταν κι έλεγε: “Δε μου λες καραβανά, δεν το παίρνεις χαμπάρι πως ο κύριος μηχανικός σε λυπάται και πως τον κουράζεις;“ Ο φύλακας, χαμογελώντας πάντοτε, άλλαξε μια ματιά με τον Στέφανο. “Τότε, λοιπόν, εσύ είσαι ο τρίτος ενοχλητικός.”
Κοίταζαν κι οι τρεις τους ο ένας τον άλλον, αλλος ήρεμα κι άλλος ειρωνικά, μ’ ένα παράξενο χαμόγελο. Ο Στέφανο ένιωθε ξεκομμένος σ’ εκείνο το παιχνίδι και πάσχιζε να καλοζυγιάσει τις ματιές και να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Ήξερε πως για να σπάσει το φράγμα, του ήταν αρκετό να ξέρει καλά αυτούς τους παράξενους κανόνες που όριζαν εκείνες τις απρέπειες και δεν είχε παρά να πάρει μέρος στο παιχνίδι.
Όλο το χωριό έτσι μιλούσε, με ματιές και πειράγματα. Έμπαιναν κι άλλοι αργόσχολοι στην ταβέρνα και φούντωναν τα αστεία. Ο χοντρός νεαρός που λεγόταν Γκαετάνο Φενοάλτεα ήταν ο καλύτερος απ’ όλους. Ίσως γιατί ήταν συνέχεια στο μαγαζί του πατέρα του, αντίκρυ απ’ την ταβέρνα, ιδιοκτήτη όλων εκείνων των σπιτιών, κι έτσι το να περάσει απέναντι δε σήμαινε πως παρατούσε και τη δουλειά του.
Τσέζαρε Παβέζε, Πριν αλέκτορα φωνήσαι, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου