31 Αυγούστου 1997 - Ο θάνατος της πριγκίπισσας Νταϊάνα
H Νταϊάνα, πριγκίπισσα της Ουαλίας (πρώην Νταϊάνα Φράνσις, γεννημένη Σπένσερ, 1 Ιουλίου 1961 – 31 Αυγούστου 1997) ήταν μέλος της Βρετανικής βασιλικής οικογένειας ως η πρώτη σύζυγος του Καρόλου, πρίγκιπα της Ουαλίας, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος γιος της βασίλισσας Ελισάβετ Β' και ο πρώτος διάδοχος του βρετανικού θρόνου.
Στο σχολείο αποδείχτηκε πολύ μέτρια μαθήτρια, αλλά εξαιρετικά ταλαντούχα στην κολύμβηση και τον χορό. Αν και ντροπαλή, της άρεσε να επιδεικνύει τα ταλέντα της και συχνά προκαλούσε συμμαθήτριες της να συναγωνιστούν στο κολύμπι. Οι σχολικές εξετάσεις βέβαια ήταν μία άσχημη εμπειρία, καθώς απέτυχε στις περισσότερες. Η ακαδημαϊκή αποτυχία δεν φάνηκε να επηρεάζει τη ζωή της, καθώς άρχισε να ασχολείται με την φροντίδα υπερηλίκων, ασθενών και μικρών παιδιών. Είχε αποφασίσει ότι αυτό θα ήταν το μελλοντικό της επάγγελμα. Το 1980 βρήκε δουλειά σε νηπιαγωγείο, όπου εντυπωσίασε τους εργοδότες της με την άνεση που είχε με τα μικρά παιδιά.
Η Νταϊάνα γεννήθηκε στην οικογένεια Σπένσερ, μια οικογένεια της βρετανικής αριστοκρατίας με βασιλική καταγωγή και ήταν το τέταρτο παιδί και η τρίτη κόρη του Τζον Σπένσερ, Υποκόμη Όλθοπ, και της Φράνσις Σαντ Κιντ. Μεγάλωσε στο Παρκ Χάουζ, που βρίσκεται στο Σάντριγχαμ, και έλαβε βασική εκπαίδευση στην Αγγλία και την Ελβετία. Το 1975, όταν ο πατέρας της απέκτησε τον τίτλο του Κόμη Σπένσερ, εκείνη έγινε γνωστή ως Λαίδη Νταϊάνα Σπένσερ.[2] Για πρώτη φορά ήρθε στο φως της δημοσιότητας τον Φεβρουάριο του 1981, όταν ανακοινώθηκε ο αρραβώνας της με τον πρίγκιπα Κάρολο.
Ο γάμος της με τον πρίγκιπα της Ουαλίας έγινε στις 29 Ιουλίου 1981, στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο, ενώ μεταδόθηκε από την τηλεόραση σε 750 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Καθ' όλη την διάρκεια του γάμου της, η Νταϊάνα απέκτησε τους τίτλους Πριγκίπισσα της Ουαλίας, Δούκισσα της Κορνουάλης, Δούκισσα του Ρόθσι και Κόμισσα του Τσέστερ. Ο γάμος επέφερε δύο γιους, τον Πρίγκιπα Ουίλιαμ και τον Πρίγκιπα Χάρι, οι οποίοι ήταν τότε στη δεύτερη και την τρίτη θέση αντίστοιχα της γραμμής διαδοχής για τον βρετανικό θρόνο. Ως Πριγκίπισσα της Ουαλίας, η Νταϊάνα ανέλαβε διάφορα βασιλικά καθήκοντα εξ ονόματος της βασίλισσας Ελισάβετ και την εκπροσώπησε σε περιοδείες της στο εξωτερικό. Έγινε ιδιαίτερα γνωστή για το φιλανθρωπικό της έργο και για την υποστήριξη που παρείχε στη Διεθνή Εκστρατεία Απαγόρευσης των Ναρκών Ξηράς. Ασχολήθηκε με δεκάδες φιλανθρωπικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του Νοσοκομείου Γκρέιτ Όρμοντ Στριτ του Λονδίνου, στο οποίο διετέλεσε πρόεδρος από το 1989.
Η Νταϊάνα παρέμεινε στο προσκήνιο των παγκοσμίων μέσων ενημέρωσης σε όλη την διάρκεια του γάμου της αλλά και μετά το τέλος του, ο οποίος τερματίστηκε με διαζύγιο στις 28 Αυγούστου 1996.
Κατά των ναρκών
Το 1997 βρισκόταν στην Αγκόλα. Μετά από ένα πόλεμο είκοσι ετών βοηθούσε στον αγώνα να καθαριστούν οι νάρκες. Στα πλάνα φαινόταν να της εξηγούν πώς στήνεται ένα ναρκοπέδιο, ποια ήταν η διαδικασία εντοπισμού, πώς αφοπλίζονταν με μαχαίρι ή με ελεγχόμενη έκρηξη και τι συνέβαινε όταν κάποιος περνούσε μέσα από μια τέτοια ζώνη. Σκοπός της ήταν να ευαισθητοποιήσει τα κράτη για τα αμέτρητα σκοτωμένα ή ακρωτηριασμένα παιδιά, που πήγαιναν ανέμελα να παίξουν και ανατινάζονταν σε κάποιο παρατημένο ναρκοπέδιο. Όμως υπήρχε η αίσθηση ότι η ζωή της ήταν σε κίνδυνο και ότι βάδιζε σε ένα ναρκοπέδιο που θα μπορούσε να γίνει μια θανάσιμη παγίδα. Ο Βρετανός υφυπουργός Άμυνας δήλωσε ότι η Νταϊάνα «είχε κακούς συμβούλους και ότι δεν υπήρχε λόγος να χαθεί ένα σημαντικό πρόσωπο όπως αυτή». Ο φόβος της κορυφώθηκε όταν μετά την ενημέρωση κλήθηκε να περπατήσει μαζί με τους ειδικούς της οργάνωσης μέσα σε ένα ενεργό ναρκοπέδιο. Παρά το γεγονός ότι συνοδευόταν από την ασφάλειά της και ειδικούς, κανένας δεν μπορούσε να τη διαβεβαιώσει ότι θα απολάμβανε έναν ευχάριστο περίπατο μέσα σε μια αποναρκοθετημένη περιοχή.
Παρά τους φόβους της, η Νταϊάνα φόρεσε το ειδικό κράνος και το γιλέκο των πυροτεχνουργών της «Halo Trust», πάνω από το λευκό πουκάμισο με το σύμβολο του Ερυθρού Σταυρού. «Αν κάποια στιγμή αμφιβάλλεις για το που πατάς, κάτσε ακίνητη και κάνε μας νόημα. Αν ακούσεις μια μη ελεγχόμενη έκρηξη, βεβαιώσου ότι είσαι καλά και κάνε μας νόημα. Αν μια έκρηξη σε πετάξει μακριά μείνε ακίνητη και θα έρθουμε να σε πάρουμε», ήταν τα τελευταία λόγια που της είπαν πριν περπατήσει στο ναρκοπέδιο. Φωτογράφοι και οπερατέρ σπρώχνονταν για μια πετυχημένη λήψη, Η Νταϊάνα έτρεμε αλλά δεν έδειξε τα συναισθήματα της και το κυριότερο έκανε έναν επικίνδυνο περίπατο, ενώ η παρουσία της και μόνο στην περιοχή αρκούσε. Οι φωτογραφίες με τη στολή ήταν αρκετές για το σκοπό της ευαισθητοποίησης. Γιατί ρίσκαρε αφού φοβόταν για τη ζωή της; Περπάτησε στην ναρκοθετημένη ζώνη. Με θάρρος στάθηκε πάνω από έναν πυροτεχνουργό που σκάλιζε το έδαφος γύρω από μια νάρκη. Το ίδιο έκανε και σε ένα άλλο σημείο όπου της εξήγησαν αναλυτικά τη διαδικασία. Στο τέλος πυροδότησε μια ελεγχόμενη έκρηξη και στη συνέχεια έβγαλε ένα λόγο στον οποίο εξήγησε το πρόβλημα με τις νάρκες κατά προσωπικού.
Το τελευταίο καλοκαίρι στην Ελλάδα
Μερικές μέρες πριν από το θανατηφόρο τροχαίο που της στοίχισε τη ζωή, η πριγκίπισσα θέλησε να απολαύσει καλοκαιρινές διακοπές στα ελληνικά νησιά. Ήρθε μυστικά και έκανε κρουαζιέρα στον Αργοσαρωνικό. Στις 21 Αυγούστου 1997 η Νταϊάνα εμφανίστηκε στο λιμάνι της Ζέας ύστερα από την πενθήμερη κρουαζιέρα σε Πόρο, Σπέτσες, Ύδρα, Δοκό, Πόρτο Χέλι και τις ακτές της Λακωνίας. Μαζί με τη φίλη της Ρόζα Μόκτον αποβιβάστηκαν από τη θαλαμηγό «Della Grazia» στην προβλήτα «Ε». Εκεί τους περίμενε αυτοκίνητο με προορισμό το Ανατολικό αεροδρόμιο του Ελληνικού. Η άφιξη της Λαίδη Ντι στον Πειραιά το καλοκαίρι του 1997 έγινε μόλις δέκα μέρες πριν από τον θάνατό της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα σε μια σήραγγα στο Παρίσι στις 31 Αυγούστου 1997. Ήταν μια απόλυτα μυστική επίσκεψη και η πτήση της δεν καταχωρήθηκε ούτε στα βιβλία του αερολιμενικού ελέγχου του Ανατολικού Αεροδρομίου.
Το τροχαίο.
Στις 31 Αυγούστου του 1997 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε η Πριγκίπισσα Νταϊάνα και ο σύντροφός της, προσέκρουσε στην 13η τσιμεντένια κολόνα στήριξης της οροφής του τούνελ Ποντ ντ’ Αλμά στο Παρίσι. Αποτέλεσμα της σφοδρής σύγκρουσης ήταν να βρει ακαριαίο θάνατο ο οδηγός του οχήματος Ανρί Πολ, αλλά και ο ίδιος ο Φαγιέτ.
Η Νταϊάνα και ο Ντόντι Αλ Φαγιέτ έκαναν ολιγοήμερες διακοπές στη γαλλική Ριβιέρα και πριν να επιστρέψουν στο Λονδίνο, αποφάσισαν να περάσουν μια νύχτα στο Παρίσι και συγκεκριμένα στο ξενοδοχείο Κάρλτον Ριτς», που ανήκε στον πατέρα του Ντόντι. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, το ζευγάρι θέλησε να κάνει μια βραδινή βόλτα στην Πόλη του Φωτός. Γνώριζαν όμως ότι οι παπαράτσι περίμεναν στην είσοδο του ξενοδοχείου και ήθελαν να τους αποφύγουν. Το κυνηγητό με τους φωτορεπόρτερ ήταν πολύ συνηθισμένο για την πριγκίπισσα, αλλά την είχε κουράσει, καθώς δεν μπορούσε να απολαύσει πουθενά, ιδιωτικές προσωπικές στιγμές.
Για να παραπλανήσουν τους παπαράτσι, έστειλαν ένα πολυτελές όχημα στην κύρια είσοδο του ξενοδοχείου. Πολλοί φωτογράφοι πίστεψαν ότι σε αυτό το όχημα επέβαινε η Νταϊάνα και ο Ντόντι και το ακολούθησαν. Στην πραγματικότητα το ζευγάρι, έφυγε με μια μαύρη Μερσέντες Μπενζ από την πίσω πόρτα του ξενοδοχείου. Κάποια στιγμή όμως έγινε αντιληπτό από τους παπαράτσι και ξεκίνησε το κυνηγητό. Λίγο μετά την είσοδο της Μερσεντές στη σήραγγα, ακολούθησε το δυστύχημα.
Η πριγκίπισσα Νταϊάνα, που καθόταν στην πίσω δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου, τραυματίστηκε, αλλά δεν έχασε τη ζωή της. Ο συνοδηγός Τρέβορ Ρις Τζόουνς, μέλος της προσωπικής ασφάλειας της οικογένειας Φαγιέτ, τραυματίστηκε ελαφρά. Μέχρι να απεγκλωβιστεί η Νταϊάνα από το όχημα, στο σημείο είχαν σπεύσει παπαράτσι στους οποίους η πριγκίπισσα ψέλλισε: «Αφήστε με ήσυχη». Στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε οι γιατροί προσπάθησαν να τη σώσουν, καθώς πάθαινε απανωτά καρδιακά επεισόδια, ενώ όπως διαπιστώθηκε, λόγω της σύγκρουσης, η καρδιά της, είχε μετατοπιστεί προς τη δεξιά πλευρά του θώρακα. Οι προσπάθειές των γιατρών δεν είχαν αποτέλεσμα και η πριγκίπισσα έφυγε τελικά από τη ζωή στις 4 τα ξημερώματα.
Οι πρώτες εκτιμήσεις υπέδειξαν ως υπαίτιους τους παπαράτσι που κυνήγησαν το όχημα και ανάγκασαν τον οδηγό να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα. Συνελήφθησαν εννέα από αυτούς αλλά αθωώθηκαν το 2002 μετά από δίκη.
Η προσοχή των μέσων ενημέρωσης και του πλήθους κορυφώθηκε μετά τον θάνατό της. Η απώλεια της ζωής της προκάλεσε κύμα συγκίνησης σε όλο τον πλανήτη ενώ την κηδεία της παρακολούθησαν μέσω του BBC 32,10 εκατομμύρια άνθρωποι μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πηγή: wikipedia, mixanitouxronou.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου