Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Τα ψηλά βουνά (4ο μέρος) - Η βρύση & Η πρώτη βραδιά στο δάσος
9. Ἡ βρύση.
Ἓνας ἀγωγιάτης, ἀφοῦ ἤπιε στὴ βρύση, βάζοντας γιὰ κούπα τὶς χοῦφτες του, µουρµούρισε:
«Νὰ δροσιστῆ ἡ ψυχούλα σου!»
Τὰ παιδιὰ τὸν κοίταξαν, θέλοντας νὰ μάθουν γιὰ ποιὸν µιλεῖ.
Καὶ κεῖνος ποὺ κατάλαβε τὴν ἀπορία τους, εἶπε:
«Δὲν τὸν ξέρω ποιὸς εἶναι, µὰ κεῖνος ποὺ τὴν ἔκαμε αὐτὴ τὴ βρύση δροσισμένος νὰ εἶναι σὰν κι ἐμᾶς».
«Ἐγὼ τὸν ἐθυμήθηκα, εἶπε ὁ κὺρ Στέφανος. Ἤµουν παιδί. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἔτρεχε δῶ πέρα λίγο νερό, μὰ πολὺ λιγοστό, κόμπος. Οἱ διαβάτες ἔπεφταν µπρούµυτα γιὰ νὰ πιοῦν, προσπαθώντας νὰ φτιάσουν κάνουλα µὲ κανένα χλωρόφυλλο. Πολλὲς φορὲς χανόταν τὸ νερὸ ὁλότελα, γιατὶ τὸ βύθιζαν οἱ βροχὲς καὶ τὸ χῶμα ποὺ ἔπεφτε. Ὅλοι ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ βρύση ἐδῶ. Μὰ καθένας ἔλεγε: «ἃς τὴ φτιάση ἄλλο χωριό».
»Μιὰ φορὰ πέρασε κι ἕνας ράφτης, πηγαίνοντας πανηγυριώτης στὸν Ἁι-Λιά. Ἦταν ἀπ’ ἀλλοῦ κι εἶχε ἕνα µικρὸ µαγαζὶ κάτω στὴ χώρα. Καθισμένος σταυροπόδι σ’ ἕνα ψηλὸ ράφι — ἔτσι δά, σὰ νὰ τὸν βλέπω τώρα — κεντοῦσε σεγκούνια καὶ φέρμελες µὲ µιὰν ἀργὴ βελονιά. Εἶχε µεγάλη γενειάδα κάτασπρη, χυμένη στὸ στῆθος, καὶ φοροῦσε τὶς μακριές του φουστανέλες καθημερινὴ και γιορτή, κατακάθαρες.
Καθισμένος σταυροπόδι ἔρραβε.
»Ὅταν γύρισε ἀπὸ τὸν Ἁι-Λιὰ εἶπε τῆς γριᾶς γυναίκας του:
«Γυναῖκα, ἐκεῖ πάνω ποὺ πήγαινα, εἶδα πὼς χρειάζεται µιὰ βρύση. Ἐμεῖς ἄτεκνοι εἴμαστε, πολλὰ χρόνια δὲ θὰ ζήσωμε. Λοιπὸν τὸ κομπόδεμά μας θὰ τὸ δώσω γιὰ κείνη τὴ βρυσούλα, νὰ δροσίζωνται οἱ χριστιανοί».
— «Ἀφέντη, ὅ τι ὁρίσης καλὰ ὡρισμένο» εἶπε ἡ γριά.
»Μὲ τὰ ἔξοδά του οἱ ἐργάτες ἔσκαψαν ἑκατὸ µέτρα µάκρος, µάζεψαν τὸ σκορπισμένο νερό, τὸ ἔβαλαν σὲ χτιστὸ κανάλι κι ἔχτισαν τὴ βρύση. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ πρόφτασε νὰ δῆ τὸ καλό ποὺ ἔκαμε στοὺς ἀνθρώπους, δὲ ζήτησε τίποτα ἀπ’ αὐτούς. Σὲ λίγον καιρὸ κοιμήθηκε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ εὐχαριστημένος καὶ λησμονήθηκε.
»Ὕστερα θέριεψε ἐδῶ τὸ πλατάνι ποὺ βλέπετε. Ἡ βρύση τρέχει ἀπὸ τριάντα χρόνια, καὶ θὰ τρέχη γιὰ καιρὸν πολύ, ὅσο βρίσκονται κουρασμένοι διαβάτες...»
Ὅταν τελείωσε ὁ κὺρ Στέφανος δὲν εἶπε λέξη κανένας. Μόνο ἡ βρύση µιλοῦσε σ’ αὐτή τὴ σιωπή. Ἔπιναν κι ἄκουγαν νὰ τρέχη τὸ δροσερό της νερό.
«Νὰ δροσιστῆ ἡ ψυχούλα σου!»
10. Ἡ πρώτη βραδιὰ στὸ δάσος.
Ἒφτασαν στὸ Χλωρὸ ἀργὰ τὸ δειλινό.
Ὀχτὼ καλύβες µέσα στὰ πεῦκα τοὺς περίµεναν. Νὰ τὸ μικρὸ χωριό τους!
Πόσο μικρές, πόσο φτωχές τοὺς φάνηκαν! Γιὰ νὰ µπῆ στὴν πόρτα ἕνας ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ σκύψη τὸ κεφάλι.
«Μὰ τί; Ἐδῶ θὰ καθίσωμε;» ρωτοῦσαν.
«Τί πόρτες εἶναι τοῦτες!» εἶπεν ἕνας.
«Ἔτσι, µὲ µιὰ κάμαρη µόνο θὰ περάσωμε;» ρωτοῦσαν ἄλλοι.
«Ποῦ εἶναι τὸ κρεβάτι;»
«Δὲν ἔχει οὔτε µιὰ καρέκλα!»
Οἱ καλύβες ἀλήθεια δὲν εἶχαν τίποτα ἀπ’ αὐτά. Ἡ κάθε καλύβα ἦταν μιὰ κάμαρη ἀπὸ κλαριά, ἴσα ἴσα νὰ φυλάγη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἀέρα κι ἀπὸ τὴ βροχή.
«Ἀντρέα, λέει ὁ Κωστάκης, πῶς καθόσουν δῶ μέσα!»
Ὁ Ἀντρέας γέλασε. «Νὰ δῆς πῶς θὰ κάθεσαι καὶ σύ!» τοῦ εἶπε. «Ἐγώ τώρα ποὺ συνήθισα τὴν καλύβα, δὲν τὴν ἀλλάζω οὔτε μὲ σπίτι».
Ὁ Κωστάκης κοίταζε τὴ μιὰ κοίταζε τὴν ἄλλη, ἔμπαινε σὲ ὅλες, καὶ γύρευε νὰ βρῆ τὴν καλύτερη καλύβα, μὰ καμιὰ δὲν τοῦ φαινόταν ἀρκετά καλή. Στὴν πιὸ µεγάλη καλύβα μπῆκαν ὁ Καλογιάννης κι ὁ Μαθιὸς καὶ φώναζαν: «νά, νὰ ἡ δική µας!»
«Ἒ, σηκωθῆτε ἀπὸ κεῖ, λέει ὁ Κωστάκης, µοῦ πήρατε τὸ σπίτι».
«Τί; δικὴ σου εἶναι ἡ καλύβα;»
«Ἐγώ εἶχα σκοπὸ νὰ τὴν πάρω».
«Ἐσὺ τὸ εἶχες σκοπό, μὰ ἐμεῖς µπήκαμε μέσα» εἶπε ὁ Καλογιάννης.
«Βλέπεις, Κωστάκη;» λέει ὁ κὺρ Στέφανος. «Γιὰ νὰ τὶς ψάχνης ὅλες θὰ μείνεις στὸ τέλος χωρὶς σπίτι».
Ὁ Ἀντρέας τὸν ἔβαλε νὰ καθίση μὲ τοὺς ἄλλους δυὸ στὴν ἴδια καλύβα, κι ἔπειτα ὥρισε καὶ στοὺς ἄλλους ποῦ θὰ καθίση ὁ καθένας.
Ἒλυσαν τότε τὰ φορτώματα κι ἂρχισαν νὰ κουβαλοῦν ὁ καθένας τὰ πράματά του. Σκεπάσματα, ροῦχα, δέματα µὲ τροφές, σακούλια, τενεκέδες, τάφερναν καὶ τὰ ἔβαζαν σιγὰ σιγὰ μέσα.
«Νὰ εἴχαµε κι ἕνα ντουλάπι...» ἔλεγαν. «Ἕνα ράφι, ἕνα σεντούκι....»
Ὅσο περνοῦσεν ὅμως ἡ ὥρα, καταλάβαιναν πὼς µποροῦν νὰ κάμουν καὶ χωρὶς αὐτά.
Ἀφοῦ ἑτοίμασαν τὸ νοικοκυριό τους βγῆκαν νὰ ἰδούν τὸ δάσος. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ ἥλιος βασίλευε καὶ οἱ κορμοὶ τῶν δέντρων ἔφεγγαν ἀπό κόκκινο φῶς.
Μεγάλα γέρικα δέντρα τοὺς τριγύριζαν, κι ἄλλα νέα καὶ καταπράσινα. Χαμόκλαδα πολλὰ σκέπαζαν τὴ γῆ.
Σὲ λίγο ὅλο αὐτὸ τὸ δάσος γέμισε ἀπό σκοτάδι.
Τότε, στὴ νύχτα καὶ στὴν ἐρημιά, οἱ μικροὶ ταξιδιῶτες ἔνιωσαν πόσο χρειάζεται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Κουρασμένοι καθὼς ἦταν ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν ἀπάνω στὰ ξερὰ κλαδιὰ ποὺ τὰ εἶχαν γιὰ στρῶμα.
Μὰ ἐνῶ ἔκλειναν σιγὰ σιγὰ τὰ μάτια ἀκούστηκε ἡ φωνὴ ἑνὸς πετεινοῦ. Ὁ µικρὸς κόκορας ποὺ εἶχαν φέρει µαζὶ ἀπὸ τὴν πόλη, ἀφοῦ τὸν ἔλυσαν καὶ εἶχε πιὰ ξεμουδιάσει, ἔβγαλε µιὰ φωνή: «κικιρίκου!», σὰ νὰ ἦταν πρωί. Αὐτὸ τὸ λάλημα ἦρθε τόσο ξαφνικά, ποὺ τὰ παιδιὰ ἔβαλαν τὰ γέλια.
«Ξυπνήσαμε κιόλας;» φώναζαν.
«Κικιρίκου!» φώναξε ἄλλη μιὰ ὁ κόκορας, βραχνιασμένος αὐτὴ τὴ φορά.
Ὅσο ὅμως κι ἂν ἤθελε αὐτὸς νὰ φέρη τὸ πρωί, τὰ παιδιὰ νύσταζαν καὶ σιγὰ σιγὰ κοιμήθηκαν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου