Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Τα ψηλά βουνά (3ο μέρος)- Τα παιδιά κοιτάζουν το νερό της Ρούμελης, Καταστροφή στα κουλούρια του Φουντούλη & Τα μουλάρια ξέρουν που θα φάνε οι ταξιδιώτες


6. Τὰ παιδιὰ κοιτάζουν τὸ νερὸ τῆς Ρούμελης.

Ὃταν ἔφτασαν ψηλότερα, παραξενεύτηκαν µ’ ἕνα ἀσυνήθιστο χρῶμα ποὺ φάνηκε κάτω στὸ βάθος τῆς λαγκαδιᾶς.
«Τί εἶναι κεῖνο;» φώναξαν τὰ παιδιά. Εἶναι νερό;»
—«Νερό» ἀπάντησε ὁ ἀγωγιάτης.
—«Μὰ εἶναι ἀκίνητο» εἶπε ὁ Κωστάκης.
—«Νερὸ στὸν κατήφορο ἀκίνητο, πῶς γίνεται;»
—«Εἶναι σὰν ἀκίνητο» εἶπε τότε τὸ παιδί.
—«Βέβαια, γιατὶ ἐμεῖς εἴμαστε ψηλά. Πάρα πέρα ποὺ θὰ χαμηλώσωµε, θὰ δῆτε πῶς τρέχει».
—«Πῶς τὸ λένε αὐτὸ τὸ ποτάµι;»
—«Ρούμελη. Μὰ ἐδῶ εἶναι ρέµα, δὲν εἶναι ἀκόμα ποτάμι. Πρέπει νὰ κάμη µεγάλο ταξίδι γιὰ νὰ γίνη τὸ ποτάµι τῆς Ρούμελης. Ἔχει ν’ ἀπαντήση πολλὰ νερά, νὰ στρογγυλέψη πολλὲς πέτρες καὶ νὰ γυρίση πολλοὺς µύλους ἀκόμα».
—«Εἶναι γαλαζοπράσινο» εἶπε ὁ Φάνης. «Τί ὡραῖο χρῶμα!»
—«Αὐτὸ τὸ χρῶμα, εἶπε ὁ κὺρ Στέφανος, εἶν’ ἀπὸ τὴν ὁρμὴ ποὺ ἔχει τὸ νερό. Ἐδῶ ἀπάνω ἡ Ρούμελη εἶναι ἀνήσυχη. Πηδοῦν τὰ νερά της σὰν τρελὰ παιδιά· μόνο στὸν κάμπο φρονιμεύουν. Καὶ ὅσο πᾶνε κατὰ τὴ θάλασσα, γίνονται ἥσυχα καὶ συλλογισμένα».

Ὃταν ἔφτασαν πιὸ ψηλά, δὲν εἶδαν πιὰ τὴ Ρούμελη. Σὲ μιὰ στροφὴ τοὺς κρύφτηκε.
Ὁ Κωστάκης λυπήθηκε, σὰ νὰ τοὺς εἶχε λείψει κανένας σύντροφος.
«Ἔννοια σου, Κωστάκη, εἶπε ὁ ἀγωγιάτης, καὶ θὰ μᾶς βγῆ πολλὲς φορὲς µπροστά. Φεύγει ἡ Ρούμελη ἀπό δῶ; Ἔχει νὰ θρέψη τόσα πλατάνια, νὰ περάση ἀπὸ τόσες λαγκαδιές!»
Πάρα πέρα ποὺ χαμήλωσαν, ἄκουσαν τὴ βοή της, κι ἔνιωσαν πὼς ἡ Ρούμελη εἶναι πάντα κοντά.

7. Καταστροφὴ στὰ κουλούρια τοῦ Φουντούλη.

Ὁ Φουντούλης πηγαίνει ἀπάνω στὸ μουλάρι του σὰ φορτωμένος κι ὄχι σὰν καβαλάρης. Εἶναι ὅμως πολὺ συλλογισμένος. Κανένας δὲ μιλεῖ γιὰ φαγητό, κι ἡ ὄρεξη τοῦ Φουντούλη ἔχει σημάνει μεσημέρι πολλὲς φορές.
Ἔχωσε τὸ χέρι μέσα στὸ σακούλι του καὶ ἀπάντησε κατιτί. Τέτοιο εὐχάριστο ἄγγιγμα τὸ εἶχε νιώσει µόνο μιὰ φορά, ποὺ ἔπιασε αὐγὰ φωλιᾶς.
Ἦταν τὰ κουλούρια ποὺ τοῦ εἶχε ἑτοιμάσει ἡ μητέρα του, μὲ τὴ συμβουλὴ νὰ τὰ τρώη φρόνιμα, δηλαδὴ δύο κάθε πρωί.

Ἅμα τ’ ἄγγιξε ὁ Φουντούλης, κατάλαβε πὼς ἡ ζωή τους ἦταν λίγη.
Ἔφαγε δυό. «Ἄς φᾶμε, εἶπε, ἄλλα δυό. Τί φρέσκος ἀέρας!» Ἔγιναν τέσσερα. Σὲ λίγο ἕξι. Τώρα ἔχει χώσει πάλι τὸ χέρι στὸ σακούλι καὶ χαϊδεύει ὅσα μένουν.
«Πότε θὰ φᾶμε;» ρώτησε τὸν ἀγωγιάτη.
Ὁ κὺρ Στέφανος ἄκουσε, καὶ γυρίζοντας ρώτησε τὰ παιδιά:
«Ποιὸς εἶναι κεῖνος ποὺ πείνασε πιὸ πολὺ ἀπ' ὅλους καὶ δὲν µπορεῖ νὰ κρατηθῆ;»
Ὅλη ἡ συντροφιὰ γύρισε καὶ κοίταξε τὸ Φουντούλη· ἐκεῖνος ἔκανε πὼς κοιτάζει κάτω καὶ θαυμάζει τάχα τὸ νερό. Καὶ σὰ νὰ ντράπηκε, ἔβγαλε τὸ χέρι του ἀπὸ τὰ κουλούρια. Ἔμεινε ὅμως µέσα στὸ σακούλι ὁ νοῦς του.

8. Τὰ μουλάρια ξέρουν ποῦ θὰ φᾶνε οἱ ταξιδιῶτες.

Ὅταν σὲ λίγο φάνηκε µιὰ βρύση µὲ πλατάνια καὶ λεῦκες, τὰ µουλάρια σταμάτησαν μόνα τους. Τὰ παιδιὰ κατάλαβαν, πὼς γιὰ νὰ σταµατᾶ τὸ ζῶο µόνο του, θὰ εἶναι παλιὰ συνήθεια νὰ ξεπεζεύουν οἱ ταξιδιῶτες ἐκεῖ γιὰ νὰ φᾶνε. Αὐτὴ τὴ σκέψη τὴν ἔκαµαν ὅλοι, κι ἄς λένε τὸ Φουντούλη φαγά.

Τί πεῖνα ἦταν αὐτή! Κοιτάζοντας τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο δὲν τὴν εἶχαν καταλάβει. Τέτοια ἦταν ἡ ὄρεξή τους, ποὺ δὲν κατάλαβαν καλὰ πότε στρώθηκε τὸ τραπέζι ἀπάνω στὰ χλωρὰ φύλλα, πότε κάθισαν, ἄν κάθισαν μὲ τὸ πλευρό ἤ σταυροπόδι. Ἔτρωγαν εὐχαριστημένοι κι ὁ πλάτανος ἀπὸ πάνω σάλευε τὰ κλαριά του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα 99 μυστικά της Ελλάδας - Αμμουδιά Πίσω Κρυονέρι, Πάργα

Σαν Σήμερα 9 Δεκεμβρίου

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Τα ψηλά βουνά (5ο μέρος) - Άστρα, γρύλοι και κουδούνια & Τα παιδιά σχηματίζουν κοινότητα

Σαν Σήμερα 9 Ιουλίου

Σωτήρη Δημητρίου - Σαν τα χελιδόνια, λέλε μου

24 Μαΐου 1917 - Συμμαχικός αποκλεισμός της Αθήνας