Γεωργία Βασιλειάδου


Όταν ήμουν μικρή στην γειτονιά ήμουν γνωστή ως «το παιδί που μεγαλώνει μόνο του», έλεγε η Βασιλειάδου.

Θα τη γνωρίσουμε από τις ταινίες του 1946 «Παπούτσι απ' τον Τόπο σου» και φυσικά την κλασική κωμωδία του 1948, «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται». Και οι δυο είναι του Σακελλάριου. Το 1952, στον «Γρουσούζη» του Γιώργου Τζαβέλλα, δίπλα στον Ορέστη Μακρή, θα παίξει και πάλι την κουτσομπόλα της γειτονιάς, ενώ το 1954 θα κάνει την πρώτη της πρωταγωνιστική εμφάνιση στην αξέχαστη κωμωδία «Η Ωραία των Αθηνών» του Νίκου Τσιφόρου, δίνοντας «ρέστα» στο ρόλο της γεροντοκόρης, προκαλώντας ντελίριο με την ερμηνεία της. Το 1955 θα πρωταγωνιστήσει στην περίφημη «Καφετζού», δίπλα πάλι στον Μίμη Φωτόπουλο, δίνοντας και το στίγμα μίας ηθοποιού που όταν θέλει μπορεί να υπηρετήσει αξιέπαινα το δράμα και να περάσει με ευκολία στην κωμωδία και τούμπαλιν, μέσα σε μία σκηνή.

Ορφάνια, φτώχεια, ανέχεια, μάνα που μεγάλωσε μόνη την κόρη της, δύο λαμπρές καριέρες, φήμη, δόξα, αγάπη. Αυτά είναι κάποια από τα κεφάλαια της ζωής της Γεωργίας Βασιλειάδου, που άλλοι θα ήθελαν και δυο και τρεις ζωές, για να ζήσουν όσα εκείνη βίωσε στα 83 χρόνια της ζωής της. Ζωή. Αλήθεια, πόσες φορές την γράψαμε; Κάμποσες.

Κι, όμως, στην πραγματικότητα, η Γεωργία Αθανασίου (αυτό ήταν το πραγματικό της επίθετο) από πολύ νωρίς γνώρισε τον θάνατο και βίωσε τον πόνο της απώλειας και της ορφάνιας. Και τα επόμενα χρόνια της παιδικής, αλλά και της ενήλικης ζωής της ήταν ένας διαρκής αγώνας και μία «μάχη» με την οικονομική ανέχεια, τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και τα ταμπού της εποχής, που λίγο έλειψαν να στερήσουν στον κόσμο, την «κωμικιά των κωμικών», όπως συνήθιζε να λέει για την Βασιλειάδου, ο άλλος σπουδαίος ηθοποιός Κώστας Χατζηχρήστος.


Ήταν Πρωτοχρονιά του 1897, όταν μαζί με τη νέα χρονιά, ήρθε στον κόσμο κι ένα κοριτσάκι, που έμελλε να «σφραγίσει» με την πληθωρική της παρουσία και ταλέντο τον ελληνικό κινηματογράφο. Η Γεωργία Αθανασίου (άλλαξε το επίθετό της, όταν αποφάσισε να κάνει καριέρα στο τραγούδι) γεννήθηκε στα Τουρκοβούνια, στην Κυψέλη, σε μία πραγματικά φτωχή οικογένεια με 10 παιδιά, μαζί με την ηθοποιό.

Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός του Στρατού και σκοτώθηκε σε ηλικία 32 ετών, όταν έπεσε από το άλογό του. Ο θάνατος του σημάδεψε τη μικρή Γεωργία. Εκτός από τον πόνο της απώλειας και της ορφάνιας, ήρθε αντιμέτωπη και με τη φτώχεια, που σαν κατάρα την κυνηγούσε για πολλά χρόνια.

Ήταν, μόλις 7 χρόνων όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά της και τη χήρα μάνα της, που κλήθηκε να αναθρέψει 10 ανήλικα στόματα, σε εποχές δύσκολες. Έτσι, μικρό κοριτσάκι βρέθηκε να βοηθά το θείο της στο κορνιζάδικό του. Και στις λίγες ελεύθερες ώρες της, ανακάλυπτε την παιδική της ανεμελιά μέσα από το τραγούδι. Ήταν για τη μικρή Γεωργία η μόνη διέξοδος από τη σκληρή πραγματικότητα.

Και μπορεί η ζωή για εκείνη να είχε αργότερα μεγάλα σχέδια, όμως, φρόντιζε να της δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο. Έτσι, στα 11 της χρόνια έχασε και τη μάνα της και ξέχασε πια για τα καλά την παιδική ανεμελιά και το παιχνίδι. Όχι, όμως, και το τραγούδι. Άλλωστε, διάθετε καλή φωνή και όλοι στη φτωχογειτονιά της Κυψέλης ήθελαν να την ακούνε να τους τραγουδάει. Και ήταν μοιραίο, πως μια μέρα θα την άκουγαν και άλλοι πέρα από τους γείτονές της.

Η Βασιλειάδου συνέχιζε να δουλεύει στο επιπλάδικο της Αιόλου. Κυκλοφορούσε με τρύπια παπούτσια, ενώ δεν είχε χρήματα ούτε εισιτήριο να αγοράσει και πολλές φορές καβαλούσε λαθραία τον πίσω προφυλακτήρα του τραμ για να πάει στη δουλειά της.

Κι επειδή, όλα της μοίρας είναι γραμμένα, μία μέρα, καθώς πήγαινε στη θεία της, την έφερε ο δρόμος στην εξώπορτα του θεάτρου «Ολύμπια», όπου στεγαζόταν την εποχή εκείνη η Λυρική Σκηνή. Ο θίασος έκανε πρόβα και τα τραγούδια ακούγονταν ως τον δρόμο. Με το θράσος της έφηβης και την ελπίδα για διέξοδο από τη φτώχεια, η Γεωργία μπουκάρει κυριολεκτικά μέσα και ζητά να δοκιμαστεί. Την άκουσαν, τους άρεσε και έφυγε από τα «Ολύμπια» με τον τίτλο της μαθήτριας του κλασικού τραγουδιού! Ήδη από την τρέχουσα σεζόν του 1922, η Αθανασίου ήταν μέλος της Λυρικής ως χορωδός στην όπερα του Βέρντι, «Ο Ερνάνης».


Μετά από πολλά χρόνια, αισθάνεται για πρώτη φορά αισιόδοξη. Το ηθικό της είναι αναπτερωμένο και κάνει σχέδια το μέλλον, όπως όλα τα κορίτσια. Σπουδάζει φωνητική και κλασικό τραγούδι στη Γεννάδιο Σχολή, το 1923, ενώ σύντομα έγινε μέλος στη χορωδία του μελοδράματος.  Η βελούδινη φωνή της γοητευτικής κοπέλας μάγευε τους δασκάλους της, οι οποίοι της υπόσχονταν πιο σοβαρούς ρόλους στη Λυρική.

Δυστυχώς, το όνειρό της δεν το συμμερίζεται η οικογένειά της. Αντιδρούν έντονα στα σχέδια της για το τραγούδι, της εκτοξεύουν ακόμη και απειλές. Όμως, εκείνη έχει πια πάρει τις αποφάσεις της. Και είναι η πρώτη φορά που πάει κόντρα στους δικούς της, κοιτώντας τη δική τη ζωή και τα δικά της θέλω.

Μάλιστα, οι σχέσεις με την οικογένεια της διακόπηκαν εντελώς και για να μην τους ντροπιάζει, όπως της έλεγαν, άλλαξε το επίθετό της από Αθανασίου κι έγινε Βασιλειάδου. Η Βασιλειάδου που λάτρεψε όλη η Ελλάδα για το αστείρευτο ταλέντο της και το μοναδικό της χιούμορ, που έκανε τους πάντες να ξεχνούν τα προβλήματά τους, μέσα από τις ανεπανάληπτες κωμωδίες της. Αλήθεια, δεν είναι οξύμωρο; Το κοριτσάκι που έχασε τη χαρά και σβήστηκε το γέλιο τόσο νωρίς από τη ζωή της, να προσφέρει απλόχερα τόση χαρά σε ένα ολόκληρο έθνος; Γιατί, δεν υπάρχει κανείς, που να μην του αρέσει η Γεωργία Βασιλειάδου, που να μην γέλασε μαζί της.

Η Μαρίκα Κοτοπούλη η οποία είδε αμέσως το ανυπέρβλητο ταλέντο της Βασιλειάδου, της είχε πει: «Εδώ είσαι ένα διαμάντι κρυμμένο στα κάρβουνα. Θα σε πάρω εγώ, να σε βγάλω όξω».

Όσοι την γνώρισαν από κοντά, είχαν να λένε πόσο δοτικός άνθρωπος ήταν. Άλλωστε, έτσι είχε μάθει από μικρή. Να προσφέρει στους άλλους, να γίνεται η ίδια θυσία. Η Γεωργία Βασιλειάδου ανέβηκε επιτέλους στο σανίδι και το άπλετο ταλέντο της έγινε αμέσως αντιληπτό απ’ όλους. Ακόμη και από τη σπουδαία Κυβέλη, που την πήρε στο θίασό της. Τεράστια επιτυχία για τη νεαρή Γεωργία, η οποία από το πουθενά βρέθηκε να είναι το «μήλο της έριδος» ανάμεσα στις δύο σπουδαίες της εποχής: την Κυβέλη και την Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία την «έκλεψε» από τη μεγάλη αντίζηλό της και την πήρε υπό τη σκέπη της για τα επόμενα χρόνια.

Μεταπήδησε στο θίασο του Αιμίλιου Βεάκη και πλέον, ο δρόμος της καταξίωσης ήταν διάπλατα ανοιχτός για την ταλαντούχα Βασιλειάδου. Ωστόσο, τα άφησε στην άκρη για να αφοσιωθεί στο μεγάλωμα της κόρης της, Φωτεινής την οποία απέκτησε το 1935, όταν, όμως, ο γάμος της με έναν έμπορο, είχε πια διαλυθεί.


Και μόνη της κλήθηκε να μεγαλώσει το παιδί, σε μία εποχή που περισσότερο σου έκλεινε πόρτες, παρά σου άνοιγε. Όπως κι έκανε το Εθνικό θέατρο, επιλέγοντας να μείνει πιστό στα ταμπού και να κλείσει παγερά την πόρτα του στη μάνα που μεγάλωνε μόνη το παιδί της, επειδή οι ιθύνοντες δεν το ενέκριναν!

Η Γεωργία Βασιλειάδου αηδίασε από τη συμπεριφορά των ανθρώπων του θεάτρου, πείσμωσε κι αποφάσισε να τα παρατήσει όλα. Τη φτώχεια δεν τη φοβόταν, ούτε τις δυσκολίες, αφού ποτέ μέχρι τότε δεν την είχαν οριστικά εγκαταλείψει. Ήταν, λοιπόν, για εκείνη κάτι σαν η δεύτερη φύση της. Γι’ αυτό και παρέμενε πεισματικά στην απόφασή της να μην ασχοληθεί ξανά με το θέατρο.

Μέχρι, που από μία σπόντα μπήκε για να μείνει στη ζωή της ο κινηματογράφος. Ήταν το 1939, όταν ο Αλέκος Σακελλάριος έψαχνε για μία μια λαϊκή γυναίκα για το ρόλο της κουτσομπόλας στο έργο του «Τα κορίτσια της παντρειάς», που επρόκειτο να ανέβει στο θέατρο «Ιντεάλ» το 1939. Βρέθηκε στο θεατρικό καφενείο της εποχής, το «Στέμμα» και μόλις είδε την 42χρονη τότε, Βασιλειάδου, τα έχασε. Της έκανε επί τόπου πρόταση, αφού ήταν η φιγούρα που έψαχνε και δεν έβρισκε: γυναίκα λαϊκή, όχι όμορφη, που θα ενσάρκωνε ιδανικά την κουτσομπόλα. Η ίδια στην αρχή δεν ήθελε ούτε να ακούσει για το ρόλο, αλλά τελικά πείστηκε. Και η δεύτερη λαμπρή καριέρα της - έστω και σε μεγάλη ηλικία - μόλις ξεκίνησε.

Το στέκι των ηθοποιών

Ο θίασος είχε συμπληρωθεί. Βασικοί πρωταγωνιστές ήταν ο Πέτρος Κυριάκος, οι αδερφές Καλουτά, η Ρένα Ντορ σε ρόλο χορεύτριας, ο Τάκης Μηλιάδης και ο Γιώργος Γαβριηλίδης. Το μόνο που έλειπε από τη θεατρική ομάδα ήταν μια καρατερίστα. Ο Σακελλάριος έψαχνε να βρει μια γυναίκα του λαού, η οποία θα υποδυόταν στην παράσταση το ρόλο μιας κουτσομπόλας, της «κυρά Καλλιόπης». Σε καθημερινή βάση μιλούσε με τους συνεργάτες του, προσπαθώντας να βρει λύση. 

-Τι θα γίνει με την καρατερίστα κυρ Φώτη; Ρωτούσε το Φώτη Σαμαρτζή. 
– Τι να σου κάνω εγώ; Πού να τη βρω; Πήγαινε στο «Στέμμα» να τη βρεις και φέρ΄τη  να της υπογράψω συμβόλαιο, ήταν η απάντηση του θεατρικού επιχειρηματία.

Το καφενείο «Στέμμα» βρισκόταν στην Ομόνοια και είχε γίνει το στέκι των ηθοποιών. Εκεί μαζεύονταν όλοι οι δευτεραγωνιστές, οι τρίτοι ηθοποιοί, ακόμα και οι άνεργοι και κάθονταν με τις ώρες. Μεταξύ καφέ και ούζου κλεινόντουσαν συμφωνίες και συγκροτούνταν θίασοι για περιοδείες στην επαρχία. Ο Σακελλάριος το σκέφτηκε και τελικά αποφάσισε να πάει στο «Στέμμα», μήπως και βρει επιτέλους την καρατερίστα του. Μπαίνοντας μέσα στον καφενέ, άρχισε να παρατηρεί τις διάφορες κυρίες, νεότερες και μεγαλύτερες, που καθόντουσαν στα τραπεζάκια και έπιναν τον καφέ τους. Σε κάποια στιγμή, το μάτι του έπεσε σε μια κυρία, της οποίας τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ταίριαζαν απόλυτα με εκείνα της γυναίκας που είχε πλάσει στο μυαλό του για το ρόλο της «κυρά Καλλιόπης». Δεν μπορούσε ωστόσο να καταλάβει αν επρόκειτο για κάποια ηθοποιό ή για τη μητέρα ηθοποιού που απλώς βρισκόταν εκεί, εκείνην την ημέρα. 

-Αυτή η κυρία εκεί, ηθοποιός είναι; ρώτησε ο σκηνοθέτης έναν θαμώνα του μαγαζιού. 
-Ναι, ηθοποιός. Λέγεται Γεωργία Βασιλειάδου. 
-Και πού παίζει τώρα; 
-Τώρα νομίζω ότι δεν παίζει πουθενά. Ή έχει πάρει σύνταξη ή θα βγει στη σύνταξη. 

Ο σκηνοθέτης την πλησίασε και της πρότεινε να παίξει στη μουσική κωμωδία. «Μα δεν νομίζω εγώ πως μπορώ να παίξω μουσική κωμωδία», απάντησε διστακτικά η Βασιλειάδου. Τελικά ο Σακελλάριος την έπεισε να δεχθεί το ρόλο. Η ερμηνεία της στην παράσταση απέσπασε πολύ θετικές κριτικές.


Το 1957 είναι όμως μια χρονιά σταθμός για την καριέρα της. Θα παίξει σε μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, «Το Αμαξάκι» του Ντίνου Δημόπουλου, αλλά και στις απολαυστικές κωμωδίες του Σακελλάριου «Η Θεία από το Σικάγο» και «Η Κυρά μας η Μαμή», δίπλα πάντα στον τεράστιο Ορέστη Μακρή. Η αναγνώρισή της φτάνει στην κορυφή. Κι όμως, όπως θα παρατηρήσουμε, θα μείνει ένα χρόνο μακριά από τα στούντιο, λέγοντας όχι σε δουλειές που δεν της ταιριάζουν. Θα έρθει όμως το 1959 για να παίξει σε πέντε ταινίες και ανάμεσά τους στην κλασική κωμωδία «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη», αυτή τη φορά δίπλα στον Βασίλη Αυλωνίτη. Τον επόμενο χρόνο θα πρωταγωνιστήσει στη σάτιρα του Ροβήρου Μανθούλη «Η Κυρία Δήμαρχος» και στην αξέχαστη κωμωδία «Η Μαρίνα, ο Κλέαρχος και ο Κοντός», με Αυλωνίτη και Ρίζο, δηλαδή με τους δυο συναδέλφους της με τους οποίους θα φτιάξουν τον θεατρικό θίασο «Αυλωνίτη, Βασιλειάδου, Ρίζου», με τον τρίτο να έχει την ικανότητα να αξιοποιεί το πηγαίο ταλέντο και να κουμαντάρει τον... ανέμελο χαρακτήρα των άλλων δύο.


Η καθολική αναγνώριση ήρθε μέσα από την ταινία, «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» (1948) με τον κόσμο να λατρεύει αυτή την γοητευτική άσχημη, με το άπλετο ταλέντο. Βέβαια, η μεγάλη επιτυχία ήρθε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, όταν και ξεκίνησε η συνεργασία της με τον Φίνο και τις επιτυχίες να διαδέχονται η μία την άλλη. «Η κυρά μας η Μαμή», «Η θεία από το Σικάγο», «Η Μαρίνα, ο Κλέαρχος και ο κοντός», «Η ωραία των Αθηνών» είναι κάποιες από τις ταινίες της που λάτρεψε το κοινό.

Η Βασιλειάδου έπαιξε σε 49 ταινίες, 14 από τις οποίες για λογαριασμό της Φίνος Φιλμ. Κάποια φορά μάλιστα είχε πάει στον Φίνο ντυμένη προσεγμένα, αρωματισμένη, βαμμένη άψογα και με ωραίο χτένισμα. Μόλις την είδε ο Φίνος τα έχασε και της είπε: «Tι είναι αυτά που έβαλες Γεωργία, θες να με καταστρέψεις; Εγώ δεν σε θέλω έτσι. Άσχημη σε θέλω!». Από τότε η Βασιλειάδου δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ περιποιημένη μπροστά του.

Στο ταλέντο της υποκλίνονταν κοινό, κριτικοί και συνάδελφοί της. Ήταν ο ορισμός της κωμικής ηθοποιού, που πέρα από το ταλέντο της, είχε κι έναν άλλο άσο στο μανίκι: την εμφάνισή της. Παρόλο που στα νιάτα της υπήρξε μία γοητευτική γυναίκα, στον κινηματογράφο καθιερώθηκε μέσα από τους ρόλους της άσχημης. Μάλιστα, όταν ο Σταμάτης Φιλιπούλης την είχε ρωτήσει, τι θα ήθελε να ήταν αν δεν ήταν αυτή που ήταν, εκείνη απάντησε: «Πάλι ηθοποιός και φυσικά πάλι άσχημη»!

Κάποτε ο Νίκος Τσιφόρος της είχε πει: «Βρε Γεωργία το σκέφτηκες ποτέ να κάνεις πλαστική προσώπου;» Και η Βασιλειάδου του απάντησε: «Κι εσύ σκέφτηκες ότι τότε οι κωμωδίες σου θα πήγαιναν στράφι;»

Το 1961 η Βασιλειάδου, ο Αυλωνίτης και ο Ρίζος συγκρότησαν τον δικό τους θίασο και περιόδευσαν σε Ελλάδα και Γερμανία. Η Βασιλειάδου μάλιστα έκανε πολύ παρέα με τον Αυλωνίτη και ήταν καλοί φίλοι. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Βασιλειάδου του κρατούσε τα χρήματα, για να μην τα παίζει στον τζόγο, το μεγάλο πάθος του Αυλωνίτη. Κάποια στιγμή όμως αυτός, της ζήτησε τα χρήματα και εκείνη του τα έδωσε μεν, αλλά τον αποκάλεσε «κεφάλα». 

Όσοι είχαν την τιμή να την γνωρίσουν από κοντά, τόνιζαν πόσο συνειδητοποιημένη ήταν ως άνθρωπος. Φαίνεται οι δυσκολίες της ζωής, που τόσο πρόωρα μπήκαν στη ζωή της, την είχαν ωριμάσει και την είχαν κάνει να βλέπει τη ζωή, με μια διαφορετική ματιά.

«Θέλω να φύγω με ζήτω κι όχι με γιούχα»

Και για του λόγου το αληθές κι ενώ είχε όλο τον κόσμο στα πόδια της, εκείνη επέλεξε να αποσυρθεί, θεωρώντας πως είχε κάνει τον κύκλο της τόσο στο σανίδι όσο και στο πανί. «Θέλω να φύγω με ζήτω και όχι με γιούχα», είχε δηλώσει η σπουδαία ηθοποιός, η οποία προτίμησε να περάσει τα επόμενα χρόνια ήσυχα στον κήπο του σπιτιού της στο Μαρούσι.

Όμως, έκανε μία μικρή εξαίρεση και το 1975 εμφανίσθηκε στο τηλεοπτικό αριστούργημα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», σε μεγάλη πια ηλικία. Μετά, αποσύρθηκε εντελώς. Λίγο καιρό πριν πεθάνει, η ηθοποιός υπέφερε από βρογχικό άσθμα. Η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε και νοσηλεύτηκε στον Ευαγγελισμό. Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου του 1980 σε ηλικία 83 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα σπουδαίο έργο και μία σημαντική κληρονομιά για τις επόμενες γενιές. Κηδεύτηκε δύο μέρες μετά, ένα βροχερό πρωί με πολύ κρύο και παρουσία λίγου κόσμου, στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Άφησε, όμως, κι ένα σπουδαίο μάθημα: η ομορφιά τελικά, κρύβεται μέσα στην ψυχή μας. Και η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν σε αυτό, μία καλλονή!

Πηγή: newsbeast.grreader.grethnos.grmixanitouxronou.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άντον Τσέχωφ: Ο Γλάρος - Αποσπάσματα

Νίκος Καζαντζάκης - Αποφθέγματα (Γ Μέρος)

Πιέρ Πάολο Παζολίνι - Αποφθέγματα

Αποφθέγματα Αγίου Γρηγορίου Νύσσης

Ντάριο Φο: Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες...

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος - Αποφθέγματα