Τάσος Λειβαδίτης - Οι Τρεις


Σκηνικό:

Μεγάλος θάλαμος σ’ ένα άσυλο, κάπου. Δυο σειρές κρεβάτια. Μισοσκόταδο, υγρασία, τοίχοι πεσμένοι - διακόσμηση κατάλληλη γι’ απόβλητους. Ένας ήσυχος θόρυβος έρχεται απ’ το προαύλιο καθώς οι υπόλοιποι τρόφιμοι κάνουν τον περίπατό τους.

Πρόσωπα:

Ο Συμεών κι ο Ραφαήλ Ελεάζαρ - έτσι, τουλάχιστον, ισχυρίζεται. Γιατί είναι πολύ ωραίο όνομα για ένα μόνον άνθρωπο. Ίσως γι’ αυτό είναι και τόσο ομιλητικός. Βέβαια, ήταν κι ο άλλος εκεί, αλλά σ’ αυτόν είναι απαγορευμένο να μιλήσει.

Συμεών:

Είναι παράξενο, αλήθεια, πώς βρίσκεται κάνεις κάπου, εδώ ή εκεί, χωρίς να διαλέξει, ή από απροσεξία, (δική του, άραγε;), έτσι κι εκείνοι τώρα επέμεναν, “μα, κύριοι, τους λέω, εγώ έχω τον ουρανό, τι να την κάνω τη δυστυχία”,
 αποφάσισα, λοιπόν, ν’ αμυνθώ, να υπερασπιστώ, τουλάχιστον, αν όχι τίποτ’ άλλο, τα λίγα λόγια της προσευχής μου - εξ άλλου πόσοι δεν παραπλανούνται με τα πιο φανερά, κι αυτοί που μας παίρναν τα έπιπλα, γέλασαν, τότε, καθώς η μητέρα τους φώναξε, “προσέχτε το πιάνο”, σα να ‘πρεπε κάθε πράγμα που υπάρχει να φαίνεται,
κι ίσως είχε δίκιο ο Νικάνορας που έλεγε ότι είναι Θεός, γιατί, συχνά, πήγαινε σε μία γωνιά, στην αποθήκη, κι έκρυβε το πρόσωπό του, σαν το Θεό την ώρα που στάθηκε μπροστά του ο πρώτος νεκρός.

[...]

Συμεών:

Γυμνό, φτωχό άσυλο, μόνο η βροχή το γνωρίζει, και τη νύχτα στάζει απ’ το ταβάνι, για να μην μαλώσουν τον γέρο που κατουρήθηκε πάνω του, κι όταν, καμιά φορά, η τρελή γυναίκα θήλαζε το ξύλινο κουτάλι, ακούγαμε το κλάμα του μικρού Ιησού, 
έτσι, με τόσα ασυνήθιστα γεγονότα, πού να βρει καιρό να φτιάξει κάνεις στη ζωή του, και προς τι; είναι όμορφο να βασιλεύει ο ήλιος, και να κάθεσαι ήσυχος, καπνίζοντας το τσιγαράκι που πέταξε ο κύριος διευθυντής, και πλάι σου η Μαρία, την είχαν φέρει τελευταία (απ’ το Ευαγγέλιο, βέβαια), κι ήταν πάντα χαμογελαστή, καθώς ξεμπερδεύουμε ένα κουβάρι μαύρο μαλλί, “τι κάνεις εκεί, Μαρία;” της έλεγα, “πρέπει να του δείχνω το δρόμο”, απαντούσε,
 κι η θεία Αλόη που ‘χε ξεγεννήσει τόσες και τόσες, πίστευε στην αμωμη συλληψη, αφού μιαν άλλη στιγμή γεννιέται πάντα κάνεις.

Ραφαήλ:

Δεν είχα ποτέ μεγαλοψυχία για τον εαυτό μου, έτσι, εύκολα έπεφτα στην οποιαδήποτε παγίδα, και, συχνά, πίσω από κάποιο παραβάν στα μικρά μαγαζιά, καθόταν σιωπηλός, κοιτάζοντας, τάχα, αλλού, εκείνος που σε ταπείνωσε κάποτε, “αυτό είναι έγκλημα”, φώναξα, βέβαια, το αληθινό έγκλημα θα γινόταν αργότερα, γιατί όπως το μαντεύετε, άνθρωπος ασήμαντος, δεν είχα φτιάξει ποτέ στη ζωή μου επισκεπτήρια, προτιμούσα μια σκοτεινή στοά η μια πάροδο, εκεί, όμως, στεκόταν η γριά, κρατούσε το παλιό σίδερο του σιδερώματος και φοβέριζε τα σκυλιά, “δεν έπρεπε να μου το πάρεις”, της λέω, γιατί αυτό το παλιό σίδερο τύλιγε μ’ ένα βρώμικο πανί ο μεγάλος αδελφός, (που ‘χε γεννηθεί ηλίθιος) ,και το νανούριζε, με μιαν ανείπωτη μητρότητα, σα να γνώριζε όλους τους πόνους.

Συμεών:

“Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον”, ψέλναμε το βράδυ στον εσπερινό, μόνο τη δύστυχη Ελισάβετ, με τα εκζέματα, την έδιωχναν, κι εκείνη, καθισμένη στον κήπο, παράμερα, ξυνόταν τόσο βαθειά, που βλέπαμε, μια-μια, να πέφτουν από πάνω της όλες οι αμαρτίες,
 έτσι, τώρα, προσέχω, αχ, πού τις έβαλα αναρωτιέμαι ακόμα - είχα κρύψει τις παντόφλες του πατέρα, κάποτε, παιδί, το ίδιο βράδυ ο πατέρας σηκώθηκε, μεσάνυχτα, έψαξε λίγο για τις παντόφλες, μα φαίνεται δεν πρόφταινε, και πήγε ξυπόλητος κι άνοιξε την πόρτα, “πώς τελείωσαν όλα, Θε μου”, φώναξε, 
κι όταν, καμιά φορά, με ρωτάνε, η προετοιμασία τι θα πω, και η Θεία χάρη, με κάνουν να μην απαντώ όπως θα ‘θελαν, σώζοντας έτσι κάτι πιο πολύ. 

[...]

Συμεών:

Γιατί ποιος άλλος ζει αληθινά από κείνον που πάει στο χαμό, και το ξέρει, και, συχνά, ψηλαφώντας μες στο σκοτάδι το βρίσκαμε, ίσως γιατί ήταν η αναπάντεχη ώρα, ή, ίσως, γιατί αυτό κρατάει τη ζωή μες στους αιώνες,
 όμως, καμιά φορά, ηρεμώ, όλα είναι ωραία γύρω μου, κι εγώ, είμαι παιδί και βρίσκομαι με το θείο μου τον Ηλία, “θείε, του λέω, είμαστε φτωχοί, πρέπει κάτι να κάνεις κι εσύ”, “ψάχνω για τον Κύριο”, μου λέει, “ μα πώς ψάχνεις, καθισμένος εδώ, έξω απ’ το καπνοπωλείο;” “ναι”, μου λέει, και μου ‘δειξε κάτω απ’ το σκαμνί,
  κι εκείνος ο θλιμμένος άντρας, στο γειτονικό θάλαμο, ήθελε να πετάξει, έλεγε, και τρεφόταν μόνο με ψίχουλα, ώσπου, βέβαια, πέθανε, κι όταν τον θάψαμε, απ’ τους δρόμους που πέρασε το φέρετρο, γυρίζοντας, αργότερα, βρίσκαμε κι από ένα μικρό φτερό.

Αλλιώς θα ‘ταν μάταιος ο κόσμος.

[...]

Συμεών:

Ας είναι άλλοι το σπίτι σου, Κύριε, ο κήπος σου ή η συγκομιδή σου, εγώ ερήμωσα τη ζωή μου,για να μπορείς να με βλέπεις από παντού.
Ίσως, αν είχα ρούχο ή φωτιά, δρόμο ή όνειρο, να μη σ’ άκουγα την ώρα που θα με ζητούσες.
Δεν κράτησα παρά ένα μόνο βράδυ, κάπου, τα παιδικά χρόνια, ή αργότερα, στην άκρα εγκατάλειψη, για ν’ ακουμπάς κάποτε αιώνιε οδοιπόρε ανάμεσα στις σκιές …

(Παύση)

Μα ώρα για ύπνο, η μέρα τέλειωσε, ώρα που ο αιμομίχτης πρέπει να ονειρευτεί τη μητέρα του, ο φονιάς το άλλο του χέρι, η πόρνη να γυρίσει, επιτέλους, στο πλευρό της, και ν’ ανάψει το λύχνο του ο τυφλός.

Κι αυτό που έγινε εδώ, σε λίγο θα τραβήξει το μεγάλο του δρόμο. 


Τάσος Λειβαδίτης, Οι Τρεις, Εκδόσεις Κέδρος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Βασίλης Ρώτας: Το Χριστινάκι

Διογένης ο Κυνικός - Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς

Η ταυτότητα της ημέρας

Λορέντζος Μαβίλης - Στην Πατρίδα

Μύθοι του Αισώπου - 59. Η γυναίκα και η κότα

Ότι είναι αληθινό και αυθεντικό, αντέχει και στο χρόνο και σε κάθε καιρό.