Σπεράντζα Βρανά


Η Σπεράντζα Βρανά καθιερώθηκε, όμως, στη συνείδηση του κοινού και ως απόλυτη «σεξουάλα του ελληνικού σινεμά».  Θέλησε και κατάφερε να ρουφήξει τη ζωή ως το μεδούλι και δεν χαρίστηκε ποτέ και σε κανέναν. Η πληθωρική της παρουσία έδενε ιδανικά με το αθυρόστομο του λόγου της, φιλοτεχνώντας μια εντελώς ιδιαίτερη γυναικεία φιγούρα της ελληνικής showbiz. Και ό,τι έκανε, το έκανε πάντα με τη χαρακτηριστική ειλικρίνεια και ντομπροσύνη ενός αληθινού μάγκα γένους θηλυκού.
Τα πρώτα χρόνια

Η Ελπίδα Χωματιανού, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1928. Γεννήθηκε σε μία ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν Αθηναίος αστός και η μητέρα της μία πλούσια Μεσολογγίτισσα. Η οικογένεια μετακόμισε από το Μεσολόγγι στην Αθήνα, όπου οι γονείς της ηθοποιού παίρνουν διαζύγιο.

Πριν κλείσει τα 7 της χρόνια έρχεται το πρώτο μεγάλο χτύπημα της μοίρας. Ο πατέρας της πεθαίνει και η μικρή Ελπίδα ζει με τη μητέρα της στο Παγκράτι. Όμως, η ζωή στέκεται σκληρή απέναντι στο μικρό κορίτσι και στη διάρκεια της Κατοχής, χάνει και τη μητέρα της. Ήταν 14 χρόνων όταν μένει ορφανή κι αναγκάζεται να επιστρέψει στους συγγενείς της στο Μεσολόγγι για να μη μεγαλώνει μόνη.

Τα σκληρά χτυπήματα της μοίρας κάνουν το κορίτσι ατίθασο και σκληρό. Τελειώνει το Γυμνάσιο με τα χίλια ζόρια, ενώ ήδη είχε προλάβει να κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής. Μάλιστα, στα 15 της χρόνια ανέβηκε, κιόλας, στο σανίδι, ξεκινώντας έτσι τη θεατρική της πορεία που την έφερε σύντομα στην καταξίωση.

Η ζωή της μικρής Ελπίδας, δίπλα στους συγγενείς της δεν ήταν ιδανική. Όπως η ίδια είχε εξομολογηθεί, όταν πήγε στο Μεσολόγγι οι συγγενείς της την αντιμετώπισαν αδιάφορα. Έτσι, αναγκάστηκε να βρει άλλον τρόπο για να εξασφαλίσει το φαγητό της. Ακολούθησε, λοιπόν, το θεατρικό μπουλούκι του Ρολάνδου Χρέλια, που εμφανιζόταν στην περιοχή του Αιτωλικού. Τραγούδησε δοκιμαστικά δίπλα σε μια από τις πρωταγωνίστριες και σχεδόν αμέσως αποφάσισαν να πάρει μέρος στην παράσταση.

Την εποχή εκείνη τα περιπλανώμενα μπουλούκια έφερναν τη θεατρική κουλτούρα κοντά στην επαρχία. Και στα μπουλούκια που κατέφταναν στο Μεσολόγγι ανδρώθηκε υποκριτικά η Βρανά, μαθητεύοντας δίπλα σε έμπειρους ηθοποιούς που έπαιζαν πρακτικά τα πάντα, από μουσικοχορευτικά σόου και οπερέτες μέχρι πρόζα και κωμωδίες. Εκεί εκπαιδεύτηκε σε όλα τα θεατρικά είδη: πρόζα, μουσική, κωμωδία, οπερέτα.

Η νεαρή κοπέλα ακολούθησε τους περιοδεύοντες θιάσους ψάχνοντας μια ευκαιρία να κατεβεί στην Αθήνα. Παράλληλα, η μικρή επαρχιακή πόλη δεν την χωρούσε και η Σπεράντζα Βρανά, προτού συμπληρώσει τα 20 της χρόνια, κάνει τον πρώτο της γάμο. Αλλά η οικογενειακή ζωή δεν της ταίριαζε και λίγες ημέρες μετά τον γάμο, χωρίζει και συνεχίζει αυτό που είχε αφήσει στη μέση:  να περιδιαβαίνει τη χώρα με τα μπουλούκια. 

Το 1945 θα κάνει τον πρώτο της γάμο και θα ακολουθήσει τον ναυπηγό σύζυγό της στην Αίγυπτο, αν και ήταν σαφές ότι η οικογενειακή ζωή μακριά από τα φώτα της ράμπας δεν της ταίριαζε. Κι έτσι χωρίζει στα γρήγορα (ο θρύλος τη θέλει να παίρνει διαζύγιο έπειτα από μόλις 24 μέρες κοινής συζυγικής ζωής) και επιστρέφει στην Ελλάδα, συνεχίζοντας να περιδιαβαίνει τη χώρα με τα μπουλούκια.


Η πρώτη πρόβα

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Σπεράντζα Βρανά-Τολμώ»:

Μετροπόλιταν 1948. Θα θυμάμαι πάντα αυτή την πρώτη μέρα στην πρόβα. Φορούσα ένα φορεματάκι εμπριμέ με βολάν σαν τσιγγάνικο, τα μαλλιά μου ήταν μακριά και ακατάστατα ως συνήθως και είχα δύο κρίκους στ’ αυτιά, ήταν της μόδας τότε. Μπήκα μέσα στο φουαγιέ. Ο θίασος ήταν όλος εκεί κι η πρόβα είχε αρχίσει. Πήγα πολύ διακριτικά και κάθισα σε μιαν άκρη μόνη μου. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία απ’ την αρχή. Σιγά-σιγά όμως γύριζαν και με κοιτάγανε ένας ένας και σιγοψυθιρίζανε. Κατάλαβα με κουτσομπολεύανε για τους κρίκους, ίσως γενικά για το σουλούπι μου, ποιος ξέρει; Γεγονός είναι ότι ένιωθα πολύ άσχημα. Έκανα την αδιάφορη κι αφοσιώθηκα να παρακολουθώ την πρόβα. 

Περνούσαν το φινάλε, το θέμα του ήταν τα παλιά τραγούδια. Μακρής και Σπεράντζα Βρανά Στη μέση ήταν ένα τραπεζάκι και καθότανε ο Σακελλάριος με το κείμενο ανοιχτό μπροστά του. Υπέβαλλε και σκηνοθετούσε. Δίπλα του καθόταν ο Χρίστος Γιαννακόπουλος, αμίλητος, και παρακολουθούσε. Όρθιος μπροστά στο τραπέζι ήταν ο Ορέστης Μακρής, ο οποίος  κρατούσε τον κεντρικό ρόλο του φινάλε. Ο Σακελλάριος εξήγησε ότι το σκηνικό παρουσίαζε ένα κατάστημα δίσκων και ο καταστηματάρχης ήταν ο Μακρής, που πουλούσε τους δίσκους κι έβγαιναν ένα ένα τα τραγούδια επί σκηνής. Δεν ξέρω πόσα τραγούδια είχαν προηγηθεί από τη στιγμή που πήγα εγώ. Όμως, ήταν η σειρά του «Αχ Μαρί». Δοκιμάσανε στην αρχή την Άννα τη Φιλίδου, μια πολύ ωραία κοπέλα μελαχρινή, με φωνή πριμαντόνας. Της υπέβαλλε το κείμενο ο Σακελλάριος, αλλά μετά από δύο τρεις σειρές που είπε τη σταματήσανε, δεν τους έκανε. Φωνάξανε την Ειρήνη Παπά. Ξανά υπέβαλε ο Σακελλάριος κι άρχισε η Ειρήνη να λέει με τη βαριά κοντράλτα φωνή της- «Απ’το φούρνο του μπαμπά μου», την έκοψε ο Σακελλάριος: -Ειρήνη μου, λίγο πιο μάγκικα πέστο, είναι ο ωραιότερος ρόλος του φινάλε, της είπε. Και της το δίδαξε πώς έπρεπε να το πει. Η Ειρήνη προσπάθησε και ξαναπροσπάθησε κι ο Αλέκος έμενε πολύ πάνω από την Ειρήνη, φαίνεται πως ήταν η τελευταία που δοκιμάζανε πάνω σ’αυτόν τον ρόλο. Όπως λοιπόν προσπαθούσαν να φτιάξουν Μαρί την Ειρήνη, ο Χρήστος ο Γιαννακόπουλος, που δεν του άρεσε καθόλου, κουνιόταν διαρκώς στην καρέκλα του. Για μια στιγμή με πήρε το μάτι του, όπως καθόμουν στη γωνίτσα και του ‘πε κάτι στ’ αυτί. Ο Σακελλάριος διέκοψε την πρόβα, γύρισε και μου έγνεψε. Κόπηκαν τα γόνατά μου. Έλα εδώ παιδί μου εσύ, μου είπε και γυρνώντας στην Παπά της είπε: «κάθισε, Ειρήνη μου». Ο Μακρής έκανε μια κίνηση απελπισίας. Εγώ κάποτε αποφάσισα να σηκωθώ και σαν αυτόματο πλησιάσα με την τσάντα στο χέρι, δεν έλεγα να την αφήσω. Στάθηκα μουδιασμένη μπροστά στο τραπέζι και δίπλα στον Μακρή, ο οποίος που ‘ριξε μια καθόλου κολακευτική ματιά.

Α! Κατάπια για καλά τη γλώσσα μου. Ένιωθα τα μάτια όλου του θιάσου να με κοιτάνε καλά και μάλλον κοροϊδευτικά, φανταζόμουνα. Ο Σακελλάριος με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, αλλά με πολλή καλοσύνη, και μου ‘πε: -Άφησε την τσάντα σου, παιδί μου. Την άφησα κάτω και τον κοίταξα σαν μαγνητισμένη- -Θα λες ότι λέω, και όπως το λέω, μου είπε. -Μάλιστα, ψιθύρισα με το στόμα στεγνό. Λοιπόν, 

Απ΄το φούρνο του μπαμπά μου 
που γεννήθηκα μια μέρα 
την περνάγανε γενναία 
και κρατάμε τα πρωτεία 
μεσ’την αριστοκρατία 
που ξεφύτρωσε τη νέα. 

Τον άφησα να το πει όλο μέχρι εκεί. Απ΄τις άλλες που κάνανε πρόβα, είδα ότι ο ρόλος ήταν μάγκικος. Και δε μ’ άρεσε καθόλου για μένα κάτι τέτοιο. Κι ο Σακελλάριος, καθώς έλεγε το κείμενο, το χρωμάτιζε όσο πιο βαριά μάγκικα μπορούσε. Όσο διάβαζε προσπαθούσα να συνέλθω και να βρω όσο μπορούσα τις δυνάμεις μου. Να μην σκέφτομαι τα βλέμματα που με κοιτούσαν. Ξεροκατάπινα και τα μάτια μου πέσαν στον Γιαννακόπουλο με κοίταζε πολύ ενθαρρυντικά, πήρα κουράγιο, σκέφτηκα τώρα θα σας δείξω εγώ που με κοιτάτε έτσι.


Ο Σακελλάριος είχε τελειώσει και μου ‘λεγε, έλα παιδί μου, μη φοβάσαι. -Απ΄τον φούρνο του μπαμπά μου. Τον έκοψα. -Είναι μάγκικο, ρώτησα ηλίθια, αλλά για να σαλιώσω το στόμα μου. -Ναι, και δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Πήρα βαθιά ανάσα θυμήθηκαν τη Φωφώ Λουκά και την Ηλέκτρα κι άρχισα όσο πιο μάγκικα μπορούσα. «Απ΄τον φούρνο του μπαμπά μου»… και το πα όλο μονορούφι. Απ’τις πολλές φορές που το χα ακούσει το ‘χα μάθει απ’ έξω… «που ξεφύτρωσε τη νέα»… δύο χέρια μ’ αγκαλιάσανε. -Επιτέλους, άκουσα. Ήταν ο Μακρής.


Από τα μπουλούκια στο θέατρο

Την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση πραγματοποίησε το 1948 στο θέατρο «Μετροπόλιταν» της Αθήνας στην επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι, Άνθρωποι». Τότε πρωτοτραγούδησε το «Τραμ το τελευταίο», τραγούδι που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της.

Η θρυλική μάγκισσα της ελληνικής επιθεώρησης τα βρίσκει θεατρικά με τον Φωτόπουλο και τον Ρίζο και αποκτά νέο καλλιτεχνικό σπίτι στον θίασο Μπουρνέλλη, στον οποίο θα παραμείνει για τα επόμενα 18 χρόνια (ως το 1966), γνωρίζοντας μεγάλες επιθεωρησιακές δόξες. Το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο και το αυθόρμητο του χαρακτήρα της θα της φέρουν πάμπολλα κωμικοτραγικά περιστατικά, όπως τη φορά που έφαγε ξύλο από τη Σοφία Βέμπο γιατί νόμισε η τελευταία πως η Σπεράντζα ερωτοτροπούσε με τον Τραϊφόρο!

Με το ανεπανάληπτο μπρίο της ερμήνευσε μερικά από τα πιο γνωστά επιθεωρησιακά τραγούδια («Μάμπο το μπραζιλέρο», «Δώσε», «Η Βαλίτσα»). Συνεργάστηκε με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, ενώ υπήρξε και η ίδια θιασάρχης. Το 1985 πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά το θεατρικό σανίδι και τη μεγάλη της αγάπη, την επιθεώρηση.


Την ίδια εποχή αρχίζει να συνειδητοποιεί τον αντίκτυπό της στους άντρες, που τον περιγράφει με τη χαρακτηριστική ελευθεροστομία της: «Τότε για πρώτη φορά άρχισα να συνειδητοποιώ το πόσο άρεσα σαν γυναίκα! Άρχισαν να με τριγυρίζουν οι «αδερφές» και να μου φέρνουν τα τεκνά τους για να με γνωρίσουν, γιατί αυτά τους το ζητούσαν! Είχα γίνει η ρενομέ γκόμενα του θεάτρου, οι άντρες, ιδίως οι νεαροί, τρελαινόντουσαν για μένα κι η μαλακία έπεφτε λεφούσι για πάρτη μου! Ναι μη γελάς. Αφού ο Μπουρνέλης με έλεγε: «Μις Μαλακία», κι η κυρά Σταμάτα, η καθαρίστρια του «Ακροπόλ», μάζευε σωρό τις καπότες κάθε πρωί από τις τουαλέτες! Υπήρχε βέβαια και μια μικρή μερίδα αντρών που δεν ήμουνα ο τύπος τους, ήσαν αυτοί που τους άρεσε η πολύ φίνα γυναίκα χωρίς πιασίματα, που εγώ τα είχα μπόλικα, εδώ που τα λέμε!»

Ο ανδρικός πληθυσμός ξετρελαίνεται μαζί της, η ίδια λαμβάνει πια εκατοντάδες ερωτικά γράμματα από στρατιώτες και πολιορκείται στενά από θαυμαστές, αλλά και θαυμάστριες. Ο Γιώργος Μουζάκης την προειδοποιεί χαρακτηριστικά ότι δεν θα πάρει ποτέ το χειροκρότημα που της αξίζει γιατί οι άντρες θεατές έχουν τα χέρια στις τσέπες τους όταν τη βλέπουν στο σανίδι! Τελικά την καταχειροκρότησαν τη Σπεράντζα, γιατί πέρα από την πρόδηλη και εκρηκτική σεξουαλικότητά της είχε και καντάρια ταλέντου.


Ο κινηματογράφος

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε στην κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο θείο…», παραγωγής «Φίνος Φιλμ», δίπλα στο Νίκο Σταυρίδη. Έπαιξε σε δεκάδες ταινίες, με πιο γνωστή τη συμμετοχή της στη σπονδυλωτή κομεντί του Γιώργου Τζαβέλλα «Κάλπικη Λίρα», όπου υποδυόταν μία γυναίκα ελευθέρων ηθών δίπλα στον «αόμματο» Μίμη Φωτόπουλο. Η τελευταία της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν 1999, στην κωμωδία «Safe Sex» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου.

Παρά το γεγονός ότι οι ταινίες που πήρε μέρος ξεπερνούν τις 50 και απλώθηκαν σε μια περίοδο τριών δεκαετιών, η ίδια ομολογούσε πως δεν αγάπησε ποτέ τον κινηματογράφο, καθώς η καρδιά της ήταν δοσμένη στο θέατρο.


Και συγγραφέας

Στις αρχές της δεκαετίας του '80 αποκάλυψε το συγγραφικό της ταλέντο, υπογράφοντας το «Τολμώ» (1981), ένα βιβλίο για τα πρώτα χρόνια της ζωής της, με λόγο απλό, αληθινό και χειμαρρώδη. Ακολούθησαν και άλλα βιβλία: «Τα μπουλούκια, το θέατρο και εγώ» (1982), «Τίμιο μπορντέλο» (1983), «Επιθεώρηση καψούρα μου» (1985), «Πώς πάχυνα κάνοντας δίαιτα» (1996), «Ποιος θα μου πει την αλήθεια;» (1997), «Απορίες» (1999), «Ο Οργασμός του Μπράβο» (2001), «Η Γοητεία της πόρνης» (2003), «Τρούμπα» (2003), «Πιπεράτα αυθεντικά», «Ελα καλέ, Τώραααα» (2005) και «Ο επιβήτορας» (2007). Τα βιβλία της περιέχουν απολαυστικές εξομολογήσεις με το γνώριμο αθυρόστομο ύφος της αλλά και αναμνήσεις ανθρώπων της επιθεώρησης και του κινηματογράφου. Εξομολογητική και χειμαρρώδης, η Βρανά θα γνωρίσει τώρα τη συγγραφική καθιέρωση.

Η προσωπική ζωή



Παρά την αξιοζήλευτη θεατρική της καριέρα, οι δεσμοί και τα ειδύλλια της Βρανά ήταν πάντα στο στόχαστρο του σκανδαλοθηρικού Τύπου, όπως η παθιασμένη της σχέση με τον πρωτοεμφανιζόμενο Κώστα Βουτσά το 1959, όταν η ίδια είναι πια καθιερωμένη και αναγνωρισμένη. Το θυελλώδες ειδύλλιο θα κρατήσει τέσσερα χρόνια και θα γράψει τη δική του ιστορία στο θεατρικό παρασκήνιο της πρωτεύουσας. Το φθινόπωρο μάλιστα μετά τον χωρισμό με τον Βουτσά (καλοκαίρι του 1963) η Βρανά θα γνωρίσει τον μελλοντικό της σύζυγο, τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα, με τον οποίο θα ζήσουν αγαπημένοι μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατός του την άνοιξη του 2008. Ο Πατάκας θα τη βάλει στις μπουάτ και τα νυχτερινά κέντρα, χαρίζοντάς της μια δεύτερη κυριολεκτικά καριέρα ως τραγουδίστρια και γνωρίζοντας τέτοια επιτυχία που θα υπερβεί τα στενά ελλαδικά σύνορα και θα φτάσει μέχρι τις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Νότια Αφρική! Μέχρι το 1976, η Βρανά μοίραζε τον χρόνο της σε μπουάτ και θέατρα. Την ίδια χρονιά θα κάνει και το πέρασμα στην τηλεόραση, στη σειρά του Πρετεντέρη «Ονειροπαρμένος».

Μνεία θα πρέπει να γίνει και στη ραδιοφωνική εκπομπή της «Ας επιθεωρησιολογήσουμε» στον σταθμό 9,84, την οποία παρουσίαζε με τον Άγγελο Πυριόχο και τον Πάνο Χατζηκουτσέλη από το 1989-1991, αναβιώνοντας παλιά επιθεωρησιακά νούμερα και αποκαλύπτοντας άγνωστα ντοκουμέντα για μια θεατρική εποχή που δεν υπήρχε πια.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, απότοκο ενός σοβαρού τροχαίου ατυχήματος το 2000, και καθηλώθηκε τελικά στο αναπηρικό καρότσι, αν και στο πολυαγαπημένο της θέατρο δεν σταμάτησε ποτέ να πηγαίνει. Κεφάτη, δημιουργική και μαγκιόρα ως το τέλος, και πάντα με το αστείρευτο και πιπεράτο χιούμορ στη φαρέτρα της, η αρχοντογυναίκα που είπαν Σπεράντζα Βρανά έφυγε από τη ζωή στις 29 Σεπτεμβρίου 2009 χτυπημένη από ανακοπή καρδιάς. Έφυγε από τον κόσμο, όπως είχε επανειλημμένως δηλώσει, χορτασμένη…



Φιλμογραφία

Έλα στο θείο… (1950)
Το σωφεράκι (1953)
Η ωραία των Αθηνών (1954)
Γλέντι λεφτά κι αγάπη (1955)
Ιστορία μιας κάλπικης λίρας (1955)
Τρεις ντεντέκτιβς (1957)
Αδέκαροι ερωτευμένοι (1958)
Μέλπω (1958)
Οι κληρονόμοι του Καραμπουμπούνα (1959)
Ηδονή και πάθος (1960)
Ο σκληρός άντρας (1961)
Πεζοδρόμιο (1962)
Λίγο πριν ξημερώσει (1963)
Ο ανηψιός μου ο Μανόλης (1963)
Ότι θέλει ο λαός (1964)
Στη θύελλα του πάθους (1964)
Απόκληροι της κοινωνίας (1965)
Δεν μπορούν να μας χωρίσουν (1965)
Η Εύα δεν αμάρτησε (1965)
Σκλάβοι της μοίρας (1966)
Το συρτάκι της αμαρτίας (1966)
Ξεριζωμένη γενηά (1968)
Ο παλαβός κόσμος του Θανάση  (1979)
Ο φαλακρός μαθητής (1979)
Τώρα θέλω τώρα (1980)
Το τραγούδι της επιστροφής (1983)
Μήτσος... ο ρεζίλης (1983)
Και κλάααμα... στα σχολεία (1984)
Η σεξουάλα (1986)
Ράδιο Αρβύλα (1986)
Safe sex (1999)

Βιντεοταινίες

Ο Ράμπο απ' τα Τρίκαλα (1985)
Το φρικιό (1986)
Ο σοφός και η Σοφία Νο1 (1987)
Ο βιολιστής της φάπας (1989)
Η μάνα της φόνισσας (1989)

Τηλεοπτικές σειρές

Ο άνθρωπός μας (1975, ΥΕΝΕΔ)
Εκείνες κι εγώ (1976, ΥΕΝΕΔ)
Τα παλιόπαιδα τ' ατίθασα: Ιστορία με προίκα (1980, ΕΡΤ)
Λαχείο (1984, ΕΡΤ2)
Βραδυά επιθεώρησης (1984, ΕΡΤ)
Τα φώτα της πόλης (1986, ΕΡΤ2)
Δέκα μικροί Μήτσοι (1992, Mega)
Ρίχτερ μιούζικ (1993, Mega)
Οι μεν και οι δεν (1993, ΑΝΤ1)
Σαν παραμύθι (2000, ΕΤ1)
Οδός Παραδείσου 7 (2006, Alpha)
Λάκης ο γλυκούλης (2008, Mega)
Το κόκκινο δωμάτιο: Λίγο κόκκινο πριν το κόκκινο (2008, Mega)


Πηγή: newsbeast.gr, mixanitouxronou.gr, sansimera.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άντον Τσέχωφ: Ο Γλάρος - Αποσπάσματα

Ντάριο Φο: Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες...

Γιάννης Δαλιανίδης - Κατήφορος

Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης - Η παλαιότερη εν ενεργεία μονή στη Ελλάδα και την Ευρώπη

Κεραυνοί: Τι είναι - ποια τα είδη τους

Ναπολέων Λαπαθιώτης - Αποφθέγματα

Κάρεν Μπλίξεν - Αποφθέγματα