Η σύλληψη του Μίμη Φωτόπουλου στα Δεκεμβριανά



Το στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα που βρισκόταν 150 χιλιόμετρα μακριά από την Αλεξάνδρεια, ήταν τόπος εξορίας των Ελλήνων αριστερών κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών. Στο βρετανικό στρατόπεδο της Αιγύπτου στάλθηκαν πάνω από 5.000 Έλληνες αριστεροί και όχι μόνο. Ανάμεσά τους και ο ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος. Κατά την περίοδο της κατοχής, ο Μίμης Φωτόπουλος εντάχθηκε στην αντίσταση και συμμετείχε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.

Το 1944 έγινε μέλος και στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών, της ομάδας των ηθοποιών που προέτασαν μέσα από τα έργα τους τις ιδέες της αριστεράς. Σαν μέλος αυτού του θιάσου συμμετείχε σε παραστάσεις που γίνονταν σε υπόγεια θέατρα, υπό το άγρυπνο μάτι ανθρώπων του ΕΛΑΣ, που φύλαγαν ηθοποιούς και θεατές από ενδεχόμενο χτύπημα. Στα τέλη του 1944 τα Δεκεμβριανά είχαν ήδη ξεσπάσει στην Αθήνα. Οι συγκρούσεις των ανταρτών με τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές δυνάμεις ήταν καθημερινές και σφοδρές. Πολλά σπίτια κάηκαν και χιλιάδες άνθρωποι, ακόμα και αμέτοχοι στη σύρραξη, βρήκαν τραγικό θάνατο. Ένα από τα σπίτια που παραδόθηκαν στις φλόγες, ήταν και αυτό του Μίμη Φωτόπουλου. Η απώλεια ήταν μεγάλη. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος και ο αδελφός του βρέθηκαν στον δρόμο, αλλά και γιατί μέσα στο σπίτι τους, τα δύο αδέλφια είχαν μια τεράστια βιβλιοθήκη, με περισσότερα από 2.000 βιβλία, που κάηκαν....

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1945, ο Φωτόπουλος επισκέφτηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει δουλειά. Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου. Ο ίδιος έχει περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του «Το ποτάμι της ζωής μου»: «Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να ‘μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες,  αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε». 


Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Μίμη Φωτόπουλου “Το ποτάμι της ζωής μου” (Εκδόσεις Καστανιώτη).

"Το φθινόπωρο του 44′ με διεκδικούσαν με πείσμα δύο θίασοι. Ο Κουν, που με είχε ξαναεκτιμήσει κι έπαιζε στο “Βρετάνια”, κι ένας θίασος πρόζας που έπαιζε στου “Παπαϊωάννου”. Έπαιξα και στους δυο ταυτόχρονα. Θα μου πεις πώς. Να σου πω. Οι δύο θίασοι παίζανε σε διαφορετικές ώρες ο ένας από τον άλλο κι έτσι τους προλάβαινα.

Αλλά αυτή η διπλή χαρά με το διπλό μεροκάματο δεν κράτησε μέρες. Ήλθανε τα Δεκεμβριανά και σκορπίσανε τα όνειρα. Κι άρχισε ο εφιάλτης…

Το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι. Κάτι που δεν μπορούσαν να το καταλάβουν ούτε η μάνα μου ούτε η γιαγιά μου. Αναρωτιόταν η μάνα μου:
“Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας το κάψανε;”

Τι μπορούσαμε να έχουμε κάνει εμείς στους Εγγλέζους; Τίποτα. Είχαμε μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας, κρεμασμένο κι ένα χαρτόνι που είχε κολλημένα επάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ.

Με ρώτησε η γιαγιά μου:
“Καλά παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι από πού ήρθανε και μας βάλανε φωτιά;”
“Από την Αγγλία!”
“Και κατά πού πέφτει η Αγγλία;”
“Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά…”
“Χριστός και Παναγιά. Κι ήρθανε από τόσο μακριά που λες να κάψουνε το δικό μας; Δεν έχουν σπίτια εκεί να τα κάψουνε;”
“Ε, είναι ιδιότροποι βλέπεις…”

Έκανε το σταυρό της η γριά και συνέχισε να καθαρίζει κάτι σκουληκιασμένα ρεβίθια, το φαγητό μας για το μεσημέρι. Μέναμε στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, μακρινός συγγενής, μας φιλοξενούσε στο δωμάτιό του, από τότε που το μικρό νοικοκυριό μας το ‘καψαν εμπρηστικές βόμβες, αφήνοντας το κτίσμα ανέπαφο. Κάτι εγγλέζικα τανκς είχαν σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας και ρίχνανε.

Εμένα με πιάσανε παραμονή Πρωτοχρονιάς του ’45. Ξαφνικά ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέαρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα εξ όψεως και εκ φήμης. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης.

Αυτόν τον άνθρωπο, χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σου χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι και στο πετσί σου περπατούσαν κοπάδια οι σαρανταποδαρούσες.

“Τι τρέχει κύριε Αποστόλη;”
“Τίποτα. Μια μικρή ανάκριση”. Κι έκανε νόημα σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.

Ο ανθυπολοχαγός έβγαλε μια πιστόλα δύο πιθαμές, τη γύρισε προς το μέρος μου, με βάλανε μπροστά και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τους γύρω δεν έκανε εντύπωση το γεγονός. Τέτοια πράγματα ήταν συνηθισμένα εκείνη την εποχή.

Προχωρήσαμε έτσι για λίγο και μετά ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό να κρύψει το πιστόλι και το ‘δωσε να καταλάβει πως δεν ήμουν και τόσο επικίνδυνος. Συμμορφώθηκε.

Φτάσαμε στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό του είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. ήταν εκεί κι ένας υποβολέας. Ο Αποστόλης κάτι του είπε στ’ αυτί κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε φαίνεται -είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές- του πέταξε ένα “ναι”. Αμέσως με πήρανε βιαστικά και φύγαμε. Κάτι αποτυχημένοι που είχαν έλθει για συσσίτιο δεν είπαν λέξη. Κανένας δε μου μίλησε.

“Μα τι συμβαίνει κύριε Αποστόλη;”
“Προχώρα!”

Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξαμε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σε μια ευρύχωρη κάμαρα. Στο βάθος, μπροστά σ’ ένα γραφείο, καθόταν ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Ήταν δύο ηθοποιές “γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις” αλλά και πολύ εθνικόφρονες. Με τη μία από αυτές είχαμε βρεθεί δυο τρεις φορές στον ίδιο θίασο. Με το που με είδε, γύρισε το κεφάλι αλλού. Ο Αποστόλης κάτι ψιθύρισε του αξιωματικού. Ατάκα του ‘φυγε το κωμικό χαμόγελο του Δον Ζουάν προς τις δυο κυρίες.

“‘Ωστε έτσι λοιπόν; Λαοκρατία;”
“Δε σας αντελήφθην…”
“Εσύ δε φώναζες στους δρόμους ‘Λαοκρατία’;”
“Ποτέ. Όχι πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά αντιπαθώ γενικά τις φωνές. Μ’ αρέσει να μιλώ λίγο, σιγά και απλά”.
“Το βεβαιώνει ο κύριος από δω που είναι αξιόπιστος μάρτυς”.
“Ο Αποστόλης;”
“Μάλιστα”.
“Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου”.
“Ητανε, αλλά προχτές ανένηψε”.
“Κατάλαβα”.
“Πάρτε τον!”

Με πήρανε. Και σε λίγο να με στα βάθη ενός κρατητηρίου. Στον πόλεμο το χρησιμοποιούσαν για καταφύγιο. Βρισκόμουν σ’ ένα αστυνομικό τμήμα που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δυο ώρες αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε. Ο Αποστόλης, προτού με “αποχωριστεί”, με ρώτησε:

“Θέλεις να πάω στο σπίτι σου να πω τίποτα;”
“Σ’ ευχαριστώ. Τι να τους πεις; Πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά στην οδό Καρνεάδου”.

Θα ‘τανε στις εννιά το βράδυ, όταν έξω από το τμήμα ακούστηκε φρενάρισμα αυτοκινήτων. Ένας είπε:
“Φορτηγά”.

Φορτηγά μέσα στη νύχτα και παραμονή Πρωτοχρονιάς δεν μπορεί να είχαν έλθει για μετακόμιση. Τα μόνα αντικείμενα εκεί ήμασταν εμείς. Μπήκανε μερικοί αστυνομικοί κρατώντας λάμπες πετρελαίου.

“Όσοι ακούνε τα ονόματά τους να ανεβαίνουν επάνω”.

Μας ζώσανε τα φίδια. Οι μετακινήσεις κρατουμένων μέσα στη νύχτα είναι πάντα ύποπτες. Ήρθε κι η σειρά μου. Στο διάρδομο της πολυκατοικίας, ως τιμητικό άγημα να πούμε, δυο σειρές Εγγλέζοι με αυτόματα στο χέρι. Έξω δύο φορτηγά δικά τους. Μας βάλανε από είκοσι πέντε σε κάθε φορτηγό. Και δύο Εγγλέζοι με αυτόματα μας φυλάγανε. Κατά τις δέκα φτάνουμε στο Γουδί. Στη διαδρομή ένας από τους Εγγλέζους μας έψαξε και μας πήρε ό,τι πολύτιμο είχαμε πάνω μας.

Ένα δαχτυλίδι που είχα το έβγαλα και το ‘κρυψα με τρόπο στο στόμα μου. “Σκέψου να μας ψάξουν και για χρυσά δόντια”, σκέφτηκα με ανησυχία. Δε μας ψάξανε."

Η εξορία και η ζωή στο στρατόπεδο

Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι φορτώθηκαν σε ένα καράβι και απέπλευσαν από το Φάληρο με άγνωστο προορισμό. Μέσα στο πλοίο βρίσκονταν στοιβαγμένοι Έλληνες άντρες κάθε ηλικίας. Κανείς τους δεν γνώριζε που τους πήγαιναν. «Μας βάλανε στα έγκατα του καραβιού και μας κλείσανε πίσω από καγκελωτές σιδερένιες πόρτες, με σκοπούς μπροστά να μας φυλάνε. Ότι σαλπάραμε το καταλάβαμε από το τράνταγμα της προπέλας, καθώς έσκιζε τα νερά του Σαρωνικού. Για που τραβάγαμε; Σίγουρα πάντως όχι για την Αίγινα». Ο προορισμός ήταν η Ελ Ντάμπα της Αφρικής. Η ζωή στο στρατόπεδο Οι συνθήκες ζωής στην Ελ Ντάμπα ήταν πολύ δύσκολες. Το στρατόπεδο είχε στηθεί πρόχειρα σε αμμόλοφους της ερήμου. Οι Έλληνες, που δεν είχαν συνηθίσει το κλίμα της Αφρικής, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν. Την ημέρα η ζέστη ήταν αφόρητη και το βράδυ η παγωνιά έκανε τους αιχμαλώτους να υποφέρουν. Οι υποδομές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι εξόριστοι ζούσαν μέσα σε συρματοπλέγματα, που έμοιαζαν με τεράστια κλουβιά. Οι σκηνές δεν έφταναν για όλους με αποτέλεσμα να συνωστίζονται για να κοιμηθούν....

Οι ψείρες έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους. Το φαγητό ήταν μια ακόμη δύσκολη εμπειρία για τους εξόριστους. Στην έρημο, οι αμμοθύελλες ήταν συχνές, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι εξόριστοι να μασάνε κόκκους άμμου μέσα στο λιγοστό φαγητό που τους έδιναν. Όλοι έψαχναν διεξόδους που θα κράταγαν ζωντανή την ελπίδα για ζωή. Ο Μίμης Φωτόπουλος βρήκε καταφύγιο στο θέατρο. «Καιρό τώρα σκεφτόμασταν, πως μας έλειπε κάτι το ουσιαστικό. Ήταν το θέατρο. Στο κλουβί μας υπήρχε ένας θεατρώνης, ένας υποβολέας κι ένας ηθοποιός. Μετά τις παραστάσεις που δώσαμε μες το κλουβί μας, φύγαμε για περιοδεία και στ’ απέναντι κλουβί». Για αρκετό καιρό, ο Φωτόπουλος και η ομάδα του διασκέδαζαν τους υπόλοιπους κρατούμενους κάνοντας κάτι δημιουργικό....

Οι μέρες κυλούσαν κι ενώ η ζωή στην Ελ Ντάμπα είχε μπει σε ένα ρυθμό, στην Ελλάδα, οι συγγενείς του ηθοποιού δεν είχαν καταφέρει να μάθουν τίποτα για την τύχη του αγαπημένου τους. «Μας δώσανε από ένα επιστολόχαρτο να δώσουμε στους δικούς μας ένα μήνυμα που θα ‘βαζε τέλος στην αγωνία της μάνας μου. «Μάνα μου, βρίσκομαι στην Αφρική, στα σύρματα, χωρίς να ξέρω γιατί. Μ’ αρπάξανε βάναυσα μέσα από τη ζεστασιά σας. Είμαι καλά. Όμως, η σκέψη μου είναι όλες τις ώρες κοντά σας. Γράψτε μου αμέσως δυο λέξεις, να μάθω κάτι για σας. Η αγωνία μου είναι τέτοια, που δεν περιγράφεται». Η ίδια αγωνία κυρίευε όλη την οικογένεια. Έτσι, όταν ο ηθοποιός επέστρεψε τον Μάρτιο του 1945, η ξαδέλφη του που τον αντίκρισε πρώτη, ξαφνιάστηκε τόσο, που της έπεσε από τα χέρια το ταψί με το φαγητό που κρατούσε. Ήταν 25η Μαρτίου και ο Φωτόπουλος θεώρησε τη μέρα εκείνη σημάδι της μοίρας. Η περιπέτεια του ηθοποιού είχε αίσιο τέλος, αλλά ο ίδιος δεν ξέχασε ποτέ τη σκληρή εμπειρία της εξορίας. Γι’ αυτό, η περιγραφή της περιόδου εκείνης στο βιβλίο του, είναι πολύ ζωντανή.

Πηγή: mixanitouxronou.gr, katiousa.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άντον Τσέχωφ: Ο Γλάρος - Αποσπάσματα

Ντάριο Φο: Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες...

Λόρδος Βύρων - Αποφθέγματα

Γιάννης Δαλιανίδης - Κατήφορος

Νίκος Καζαντζάκης - Αποφθέγματα (Γ Μέρος)

Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης - Η παλαιότερη εν ενεργεία μονή στη Ελλάδα και την Ευρώπη

Ναπολέων Λαπαθιώτης - Αποφθέγματα