Άντρες και γυναίκες είχαν τρυπώξει μέσα στη σπηλιά από το πρωί κι έψελναν όλοι μαζί, κι ύστερα βγήκαν και κάθισαν στον ήλιο, κι ο παπα-Φώτης στάθηκε ανάμεσά τους ο όρθιος. Ύστερα από τη λειτουργία, κάθε Κυριακή, συνηθούσε πάντα να μιλάει στο χριστιανικό κοπάδι του και να το γκαρδιώνει. Τους χαιρετούσε πρώτα, έλεγε στον καθένα κι από έναν καλό λόγο, κι ύστερα άρχιζε να τους κηρύχνει το λόγο του Θεού και τον ειδικό του. Στην αρχή η φωνή του πάντα ήταν γαληνή, μα σιγά-σιγά αγρίευε, τα λόγια του κατρακυλούσαν σαν από ψηλά και πέφταν στις ψυχές των ανθρώπων. - Ζούμε ακόμα, δεν το βάνουμε κάτω, γεια σας, παιδιά μου! είπε και σήμερα πρόσχαρα, για να τους δώσει κουράγιο. Πότε παραβολές τους έλεγε, πότε για τη δική του τη ζωή, τα όσα είδε κι έπαθε, πότε έπαιρνε το Ευαγγέλιο, το άνοιγε όπου λάχαινε, διάβαζε δυο τρία λόγια και έπαιρνε φόρα. Κι ομπρός στα συνεπαρμένα μάτια των κατατρεμένων ανοίγουνταν κι οι εφτά ουρανοί, και γίνονταν φτερούγες τα κουρέλια. Φτερούγες πετούσαν και τα πεινα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου